Με την ταινία «Οδηγός αισιοδοξίας», ο Ρόμπερτ ντε Νίρο μπαίνει και πάλι στην τελική ευθεία για Οσκαρ
του A. O. Scott/The New York Times
Για ένα άτομο της γενιάς μου, ο Ρόμπερτ ντε Νίρο/Robert De Niro είναι αναμφίβολα ο κορυφαίος κινηματογραφικός ηθοποιός της δικής του γενιάς. Αν ήσουν ένας ξετρελαμένος με το σινεμά έφηβος στα ’70 και στις αρχές του ’80, θα βίωνες σε πραγματικό χρόνο και σε ευεπηρέαστη ηλικία ερμηνείες που αργότερα θα γίνονταν εμβλήματα και μνημεία. «Αυτό το παιδί δεν παίζει απλώς - απογειώνεται», έγραψε η Πολίν Καέλ στην κριτική της για τους «Κακόφημους δρόμους».
Δεν υπήρχε, βέβαια, τίποτα παράξενο ή αφηρημένο σ’ αυτό που έκανε, δηλαδή να μεταμορφώνεται -σωματικά, φωνητικά, ψυχολογικά- σε κάθε νέο ρόλο, αναπροσδιορίζοντας μπροστά στα μάτια μας την τέχνη του ηθοποιού σε ταινίες όπως «Ο ταξιτζής», «Οργισμένο είδωλο, «Ο τελευταίος μεγιστάνας», «1900», «Ο βασιλιάς της κωμωδίας», «Brazil», «Νέα Υόρκη, Νέα Υόρκη». Για τη νεότερη γενιά, ωστόσο, είναι πιο αναγνωρίσιμος ως Τζακ Μπερνς, ο απίστευτος πεθερός του Μπεν Στίλερ στα «Πεθερικά της συμφοράς».
Είναι της μόδας να λένε ότι ο Ντε Νίρο έχει αφήσει πίσω του τις καλύτερες δουλειές του. Ομως η νοσταλγία είναι επίμονη διαστροφή, και μια επισκόπηση των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών αποκαλύπτει ότι ποτέ δεν χαλάρωσε ούτε παραιτήθηκε. Εχει συσσωρεύσει, χρόνο με τον χρόνο, ένα σώμα δουλειάς σφραγισμένο από σοβαρότητα και προσοχή στη λεπτομέρεια, αρετές που υπήρχαν εκεί από την αρχή.
Αναρχική κωμωδία
Ας μη χαιρετίσουμε λοιπόν το νέο του φιλμ, τον «Οδηγό αισιοδοξίας»/ Silver Linings Playbook, σαν επιστροφή στον «παλιό καλό εαυτό του», γιατί ποτέ δεν τον εγκατέλειψε. Ωστόσο, η ταινία, σκηνοθετημένη από τον Ντέιβιντ Ο. Ράσελ, είναι κάτι το ιδιαίτερο - μια αναρχική κωμωδία όπου ο Ντε Νίρο παίζει μια αστεία και συγκινητική παραλλαγή στο θέμα «δύσκολος πατέρας». Ο ήρωάς του, ο Πατ Σολιτάνο, είναι ένας φανατικός οπαδός των Philadelphia Eagles που το όνειρό του για οικογενειακή ειρήνη υπονομεύεται από τον άστατο γιο του και τη δική του εκρηκτικότητα.
Ο ρόλος αυτός μας θυμίζει ότι ο Ντε Νίρο, ασύγκριτος δεξιοτέχνης της απειλητικής σιωπής, μπορεί επίσης να είναι εξαιρετικός κωμικός και πληθωρικός ομιλητής, παρότι μεταξύ των δημοσιογράφων φημίζεται για υπερβολική επιφυλακτικότητα. Στη συζήτησή μας, που έγινε στα γραφεία της TriBeCa, καθόταν με τα πόδια να πατάνε στο πάτωμα και τις παλάμες σταθερά στα μπράτσα της πολυθρόνας, ενώ οι απαντήσεις του δεν έρχονταν πάντα αμέσως ή εύκολα. Αλλωστε κι εγώ δεν αναζητούσα εύκολες απαντήσεις, ούτε και κάποια σπίθα αποκάλυψης του «αληθινού» Τράβις Μπιγκλ ή του Πατ Σολιτάνο. Ηθελα μόνο να κάνω τον ηθοποιό να μιλήσει για τη δουλειά του.
Ξεκινώντας από τον «Οδηγό αισιοδοξίας», τον ρώτησα πώς προέκυψε η συμμετοχή του στην ταινία του Ντέιβιντ Ράσελ. «Γνώριζα από πριν τον Ντέιβιντ, είχα δει μια δυο ταινίες του, και έπειτα είδα το φιλμ “The Fighter”, που μου φάνηκε εξαιρετικό. Ηλθε κατόπιν αυτή η πρόταση και δεν θυμάμαι αν διάβασα πρώτα το βιβλίο ή το σενάριο - έτσι κι αλλιώς όμως ο Ντέιβιντ άλλαξε τον ήρωα που ερμηνεύω. Στο βιβλίο είναι πολύ σκυθρωπός, κλείνεται στο δωμάτιό του και δεν θέλει να βγει. Στην ταινία είναι πολύ πιο εξωστρεφής».
Αν παρατηρήσουμε τις πρόσφατες ταινίες του, ερμηνεύει συχνά τώρα τελευταία ρόλους πατεράδων. «Σε λίγο θα παίζω παππούδες και, αν είμαι τυχερός, θα παίξω και προπαππούδες». Συνέχισε λέγοντας ότι στον «Οδηγό αισιοδοξίας» βρίσκουμε μια παραλλαγή του θέματος του πατέρα που υποφέρει από τύψεις. «Πολλοί γονείς το κάνουν αυτό: να μετανιώνουν για τη συμπεριφορά στα παιδιά τους. Οταν είναι καλογραμμένο, είναι πολύ ενδιαφέρον να το εκφράσεις σε μια ταινία».
Εχει εργαστεί με πολλούς διαφορετικούς σκηνοθέτες. Υπήρξαν φορές που πήγε στα γυρίσματα με μια δική του ιδέα για τον ήρωα; «Οταν το έχω πάρει απόφαση να συνεργαστώ με έναν σκηνοθέτη, υπάρχει ήδη μια κατανόηση για το τι θα κάνω. Δεν μπαίνω σε μακροσκελείς συζητήσεις για τον ήρωα - αν θα είναι έτσι ή αλλιώς. Τελικά, εκείνο που πρέπει να κάνεις είναι να βγεις και να παίξεις. Ο σκηνοθέτης σέβεται τον λόγο που σε διάλεξε, κι εσύ σέβεσαι αυτό που κάνεις». Δεν τον προβληματίζουν όμως οι διαφορές στο στυλ; Οπως το αυτοσχεδιαστικό στυλ του Ράσελ; «Τον Ντέιβιντ μπορούσα να τον καταλάβω. Υπάρχει πρόβλημα όμως, αν ένας σκηνοθέτης σου δώσει κάτι πολύ θολό, με το οποίο δεν μπορείς να συνδεθείς σε κανένα επίπεδο. Προσπαθώ να μη βρεθώ ποτέ σ’ αυτή την κατάσταση».
Ο καιρός έφυγε...
Η επιθυμία να γίνει ηθοποιός υπήρχε από τα παιδικά του χρόνια. Ενας από τους πρώτους σημαντικούς κινηματογραφικούς του ρόλους ήταν στο φιλμ του Μάρτιν Σκορσέζε «Κακόφημοι δρόμοι», το 1973.
Κοιτάζοντας πίσω, εκείνο που μου φαίνεται εκπληκτικό είναι η συνέπεια με την οποία εργάζεται ο Ρόμπερτ ντε Νίρο εδώ και σαράντα χρόνια. Είναι ένα ερώτημα που με γοητεύει, είτε το απευθύνω στον Μάρτιν Σκορσέζε είτε στον Μπρους Σπρίνγκστιν ή στη Μέριλ Στριπ: Πώς τα καταφέρνεις να συνεχίζεις χωρίς να κουράζεσαι και χωρίς να κουράζεις; «Το απολαμβάνω, μου αρέσει», απαντά ο Ντε Νίρο. «Ειδικά όταν μεγαλώνεις, αρχίζεις να συνειδητοποιείς ότι δεν έχεις πολύ καιρό μπροστά σου. Και κοιτάζεις πίσω και λες: “Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια πέρασαν πολύ γρήγορα”. Δεν το ξέρεις αυτό μέχρι να βρεθείς εκεί και να κοιτάξεις πίσω και να πεις “διάβολε, μα πού πήγαν όλα αυτά τα χρόνια;”. Ξέρω πως μπορώ να δώσω αναφορά για κάθε μέρα, για κάθε στιγμή, αλλά και πάλι τα χρόνια έχουν φύγει, ο καιρός έφυγε. Τώρα, λοιπόν, δεν ξέρω πόσο μου μένει, 15, 20 χρόνια αν είμαι τυχερός, και θέλω να τον χρησιμοποιήσω αυτόν τον χρόνο όσο γίνεται καλύτερα».
(η ελληνική μετάφραση δημοσιεύθηκε στην εφ. H KAΘHMEPINH 3-2-2013)