(Η αντίδραση κατά της παρακμής)
του Γ. Ν. Μακρή
Ο κινηματογράφος περνά κρίση ποιότητας. Τα τελευταία χρόνια η αναλογία των καλών ταινιών ελαττώνεται σταθερά στις δυτικές χώρες που ήσαν τα μεγάλα κέντρα κινηματογραφικής παραγωγής. Το Χόλλυγουντ ξέπεσε αφανισμένο από τον τριπλόν εκφυλισμό της «συνταγής», του «βεντετισμού»και της «επανάληψης». Η αγγλική παραγωγή, που είχεν ένα εξαιρετικό άνθισμα στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ξαναγύρισε στη μετριότητα και την συμβατικότητα. Ο ιταλικός νεορεαλισμός που έδωσε μερικές από τις ωραιότερες ταινίες της εποχής μας, δεν έχει ανανεωθεί κι εμφανίζεται κουρασμένος. Μικρότερη είναι η παρακμή στη Γαλλία, αλλά και εκεί τα μεγάλα έργα έχουν γίνει σπάνια. Η πρωτοτυπία, η τόλμη, η δύναμη, το βάθος έχουν χαθεί από τα θέματα, οι σεναρίστες προτιμούν διασκευές γνωστών μυθιστορημάτων ή θεατρικών έργων, ενώ οι σκηνοθέτες περιορίζονται τις περισσότερες φορές να ενορχηστρώνουν ένα έτοιμο υλικό, αντί να δημιουργούν. Οι ταινίες που ξεχωρίζουν, που λένε κάτι που ξεφεύγουν από το σωρό, μετριούνται στα δάκτυλα. Θα λεγε κανένας πως ο κινηματογράφος έχει χάσει τη ζωτικότητα του, πώς έχει εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια ν’ ανανεωθεί, πως έχει ξέχασε ότι είναι και τέχνη κι έμεινε μόνο βιομηχανία. Κι αυτοί ακόμα τον είχαν άλλοτε καθιερώσει σαν τέχνη, δίνουν τώρα τον χειρότερο εαυτό τους, σα να μην έχουν πια τίποτε να πουν. Κι οι νέοι αυτοί που θα ‘πρεπε να είναι το καινούργιο αίμα είναι αναιμικοί. Οι περισσότεροι περιορίζονται σε κατορθώματα τεχνικής και φοβούνται την ουσία: το θέμα.
Γιατί αυτό, που χαρακτηρίζει τη σημερινή κινηματογραφική παραγωγή είναι η έλλειψη θέματος. Στις εκατό ταινίες οι ενενήντα εννιά είναι παραλλαγές της ίδιας «εμπορικής συνταγής»,που τα συστατικά της μέρη είναι: ερωτική περιπέτεια με ευτυχισμένο τέλος έπειτα από δυσκολίες κι εμπόδια, ανταμοιβή του καλού και τιμωρία του κακού(το «καλό» και το «κακό» καθορίζονται πάντοτε σύμφωνα με τη συμβατική αστικήν ηθική), έξαρση του πλούτου και των πλουσίων που έχουν σχεδόν πάντα στο βάθος καλά αισθήματα, σεβασμός στην «καθεστηκυία» τάξη»και στις κοινωνικές συμβατικότητες, ωραιοποιήσει της πραγματικότητας, προβολή των ρομαντικών πλευρών της ζωής, σεξουαλικά γαργαλιστικές σκηνές σε συνδυασμό με υποκριτική σεμνοτυφία, πλούσιοι διάκοσμοι, άφθονες τουαλέτες, σκηνές από την κοσμική ζωή, εικόνες από τουριστικά κέντρα, φτηνή αισθηματολογία, εναλλαγή σκληρότητας και αυτοθυσίας, μελοδραματικά κορυφώματα στην κατάλληλη στιγμή, ωραίες προκλητικές και δημοφιλείς πρωταγωνίστριες που ξέρουν την τέχνη να επιδεικνύουν ως ένα ορισμένο σημείο –κι όχι περισσότερο- τις καμπυλότητες τους, νεαροί «γόητες» ή μεσόκοποι μπλαζέ και ανάλογη μουσική συνοδεία, που να μπορεί, κάποια μελωδία της τουλάχιστο, να κυριαρχήσει για λίγο διάστημα. Η συνταγή αυτή, που την έχει συνθέσει η βιομηχανία του Χόλλυγουντ έπειτα από προσεκτική μελέτη των στατιστικών δεδομένων(που βασίζονται στην εμπορική απόδοση των χρυσοφόρων ταινιών), έχει γίνει σχεδόν παγκόσμια και είναι η κύρια αιτία της παρακμής του κινηματογράφου σαν τέχνης. Οι μεγάλες εταιρίες που ενδιαφέρονται προ πάντων για το εμπορικό κέρδος δεν δέχονται να γυρισθούν ταινίες που η εμπορική επιτυχία τους θα είναι προβληματική. Και την πιστεύουν προβληματική αν το θέμα δεν ακολουθεί τη «συνταγή» αν ο σκηνοθέτης μείνει ελεύθερος να πρωτοτυπήσει. Τα οικονομικά συμφέροντα που ελέγχουν τις μεγάλες κινηματογραφικές εταιρίες έχουν πάντοτε την τελευταία λέξη και ο εκπρόσωπος τους- ο παντοδύναμος «παραγωγός»- έχει γίνει ο τύραννος του σκηνοθέτη.
Έτσι σκηνοθέτες που άλλοτε είχαν διακριθεί για την τόλμη τους στην εκλογή του θέματος και για την τέχνη τους στο τρόπο που το παρουσίαζαν υπέγραφαν αργότερα- όταν ο παραγωγός τους αρνήθηκε την πρωτοβουλία- ταινίες που ήσαν ανάξιες τους. Και μόνον οι σκηνοθέτες που παράγουν οι ίδιοι τις ταινίες τους ή που η εμπορική τους επιτυχία τους έδινε τη δύναμη να επιβάλλονται στον παραγωγό εξακολουθούν να είναι πραγματικοί δημιουργοί των έργων τους. Είναι οι μόνοι που ξεχωρίζουν μέσα στη σημερινή παρακμή του κινηματογράφου. Είναι οι μόνοι που έχουν κάτι να πουν που έχουν ιδέες που παρουσιάζουν αληθινούς ανθρώπους κι όχι νευρόσπαστα στις ταινίες τους που ανανεώνουν τον εαυτό τους που τα έργα τους έχουν περιεχόμενο. Είναι ο Τσάπλιν, ο Βιτόριο ντε Σίκα, ο Φεντερίκο Φελλίνι, ο Κλεμάν, ο Ρενέ Κλαίρ , ο Ζάν Ρενουάρ, ο Κλουζό, ο Μπρεσόν, μερικοί άλλοι. Είναι οι σκηνοθέτες που ακολουθούν τη παράδοση του Γκρίφιθ, του Μουρνάου, του Βιγκό, του Πάμπστ, του Αϊζενστάιν, του Πουντόβκιν, του Ντοβιένκυ, του παλιού Τζων Φόρντ του παλιού Όρσον Ούλλες, του Ντράγκερ. Γι’ αυτούς μένουν πάντοτε πρότυπα ταινίες όπως « Το θωρηκτό (Ποτέμκιν), «Ο Χρυσοθήρας», « Τα πάθη της Ιωάννας Δ’ Αρκ» «Αταλάντη» «Ο πολίτης Κέιν». Είναι οι πραγματικοί δημιουργοί που δεν μετρούν την καλλιτεχνικήν αξία του έργου τους από την εμπορικήν απόδοση του. Στα ηρωικά χρόνια του κινηματογράφου είχαν την ελευθερία του χρειαζόταν. Έπειτα την έχασαν όταν ο κινηματογράφος έγινε από τέχνη βιομηχανία. Και σήμερα όσοι μπόρεσαν να επιζήσουν σα δημιουργοί είναι ελάχιστοι. Και κάθε μέρα γίνονται λιγότεροι. Και το αποτέλεσμα το βλέπουμε. Οι καλές ταινίες γίνονται ολοένα πιο σπάνιες τα τελευταία χρόνια. Πόσες είδαμε φέτος; Σχεδόν καμιά. Κι όμως οι κινηματογράφοι είναι γεμάτοι. Το κοινό έχει διαφθαρεί από το κακό γούστο και τη συμβατικότητα της συνταγής και συρρέει να ιδεί το ευτυχισμένο τέλος ενός έρωτα, τους ακκισμούς της Μαίριλυν Μονρόε, τα στήθη της Μαρτίν Καρόλ, τις πληθωρικές καμπυλότητες της Λολλομπρίτζιττα και της Σοφίας Λορέν, τις τουαλέτες της Γκρέις Κέλλυ την πλοκή που ξέρει από πριν ότι θα το ικανοποιήσει χωρίς να απαιτεί πνευματική προσπάθεια εκ μέρους του ή αισθητικό κριτήριο. Ένας κινηματογραφικός κριτικός που πιστεύει ότι ο κινηματογράφος είναι τέχνη, δεν βρίσκει καν αντικείμενο στις 99 από τις 100 ταινίες που βλέπει. Δεν έχει να πει τίποτα γι ‘ αυτές γιατί δεν αντέχουν ούτε στην πιο επιεική κριτική γιατί δεν περιέχουν κανένα στοιχείο που να επιτρέπει σοβαρή απασχόληση μαζί τους.
Δεν πρόκειται για την τεχνικήν αξία των ταινιών αυτών. Η κινηματογραφική τεχνική έχει φτάσει σε αρτιότητα που είναι έκδηλη ακόμα και στις πιο ασήμαντες ταινίες. Όλοι σχεδόν οι σκηνοθέτες είναι ικανοί τεχνικοί που ξέρουν πολύ καλά τη δουλεία τους. Η τεχνική τους μάλιστα κατάρτιση είναι μια από τις βασικές αιτίες της μέτριας παραγωγής τους. Γιατί έχουν καταντήσει να πιστεύουν πως είναι αρκετή για να γυρισθεί μια ταινία. Όλες τους οι προσπάθειες αφιερώνονται έτσι στο μοντάζ στο ντεκουπάζ στη φωτογραφία στα διάφορα «εφφέ» και «τρύκ» στη διεύθυνση των ηθοποιών. Κι εκείνο που αγνοείται είναι το θέμα. Αυτό το διαλέγει όχι ο σκηνοθέτης που θα εκφράση κινηματογραφικά αλλά ο παραγωγός που έχει για κριτήρια του: α) αν το θέμα είναι εμπορικό, αν δηλαδή ανταποκρίνεται στη «συνταγή» , β) αν το θέμα προσφέρει κατάλληλο ρόλο για ορισμένο «αστέρι» και γ) αν το θέμα είναι παρμένο από μυθιστόρημα που είχε μεγάλην εκδοτική επιτυχία ή από θεατρικό έργο που έχει αρέσει στο κοινό. Έτσι όλα τα ηλίθια best-sellers βιβλία που διαβάζονται από εκατομμύρια αμόρφωτους Αμερικανούς γίνονται αμέσως ταινίες του τύπου «Για πάντα Άμπερ» ή «Το αυγό κι εγώ». Τα θεατρικά έργα γίνονται κινηματογραφημένο θέατρο, κάτι δηλαδή που είναι κακό θέατρο και κακός κινηματογράφος γιατί είναι ένα νόθο είδος χωρίς ζωή και χωρίς αλήθεια. Σπάνια πολύ σπάνια η κινηματογραφική μεταγραφή ενός δράματος ή μιας κωμωδίας αφομοιώνεται κινηματογραφικά και γίνεται ταινία. Αλλά και τότε σχεδόν ποτέ δεν πετυχαίνεται η σωστή ισορροπία λόγου και εικόνας.
Υπάρχουν βέβαια και πολλά μυθιστορήματα που κινηματογραφούνται. Αλλά πώς κανταντούν! Η «Κυρία Μποβαρύ» γίνεται γελοίο μελό στα χέρια ενός Μινέλλι ή «Άννα Καρένινα» μεταμορφώνεται σ’ ένα απλό «επεισόδιο, «Το Κόκκινο και το Μαύρο» απλοποιείται σε μια ιστορία χωρίς βάθος. Σπάνια πολύ σπάνια διατηρείται σεβασμός στο έργο και στο συγγραφέα όπως στο «Τζιτζίκι» ή στο «Ο διάβολος μέσα τους». Και το κοινό που τις περισσότερες φορές αγνοεί το πρώτυπο πιστεύει ότι είναι το ίδιο μ’ αυτό που βλέπει στην οθόνη- ότι η «Κυρία Μποβαρύ» του Μινέλλι είναι το «κλασικό μυθιστόρημα του Φλωμπέρ.
Έτσι, με τη «συνταγή» με τον βεντετισμό, με τη διαστροφή των κλασσικών έργων και με τη άφθονη χρησιμοποίηση θεμάτων χωρίς περιεχόμενο όχι μόνο πέφτει σταθερά η καλλιτεχνική αξία της κινηματογραφικής παραγωγής (οι εξαιρέσεις είναι ολοένα λιγώτερες) αλλά και διαφθείρεται το γούστο του κοινό. Το βλέπουμε αυτό κάθε μέρα: φτάνει να προβάλλεται μια ανόητη ταινία, αλλά φτιαγμένη σύμφωνα με τη συνταγή για να είναι ασφυκτικά γεμάτη η αίθουσα του κινηματογράφου. Οι αναρίθμητες σάχλες του είδους «Σκότωσα για το παιδί μου» συγκινούν το κοινό, γιατί προσαρμόζονται στην κινηματογραφικήν αγωγή του. Ο φαύλος κύκλος –ή κινηματογραφική παραγωγή διαφθείρει το γούστο του κοινού και το κοινό θέλει κατόπι ταινίες που να ικανοποιούν αυτό το γούστο –συνεχίζεται χωρίς τέλος. Κι όταν ένα «Απαγορευμένα παιχνίδια» -ξεφύγει από τη ρουτίνα η εμπορική αποτυχία του είναι εξασφαλισμένη. Πόσοι στην Ελλάδα είδαν τον «Ουμπέρτο Ντ…» το αριστούργημα του Ντέ Σίκα; Πόσοι είδαν την «Στράντα» του Φελλίνι; Κι απ’ αυτούς που το είδαν –γιατί πολλοί πάνε στον κινηματογράφο χωρίς να ξέρουν τι πρόκειται να ίδουν- πόσοι έμειναν ικανοποιημένοι;
Αυτή είναι η θλιβερή κατάσταση σήμερα. Η κινηματογραφική παραγωγή είναι κακή αλλά έχει επιβληθεί στο μεγάλο κοινό που δυσπιστεί στις πραγματικά καλές ταινίες. Η βιομηχανία έχει σκοτώσει την τέχνη το κέρδος έχει διαφθείρει το γούστο. Εκείνοι που αγαπούν πραγματικά τον κινηματογράφο δεν έχουν τι να ιδούν. Όσοι θέλουν να διατηρήσουν αυτήν την αγάπη, φροντίζουν να βλέπουν το πολύ μια ταινία τον μήνα- πριν από λίγα χρόνια – δεν ήταν έτσι. Τότε υπήρχε ακόμα εκτίμηση στην ποιότητα κι από την κινηματογραφική παραγωγή κι από το κοινό. Δεν είχε αρχίσει η παρακμή. Οι «Κλέφτες Ποδηλάτων», η «Σύντομη Συνάντηση», η «Ομορφιά του Διαβόλου» - για ν’ αναφέρω τρεις μόνον τίτλους ταινιών των τελευταίων ετών- δεν έχουν ξεχασθεί ακόμα από τους φίλους της έβδομης τέχνης. Σήμερα δεν θα είχαν την ίδια επιτυχία γιατί ο φαύλος κύκλος που αναφέραμε είναι πλέον καθεστώς. Πότε θα σπάσει; Ποιος μπορεί να το πει; Ποιος μπορεί να ελπίζει σε μια αναγέννηση;
Ίσως όμως να υπάρχουν ελπίδες. Αν το Χόλλυγουντ έχει αποτελματωθεί αν ο ιταλικός νεορεαλισμός έχει εξαντληθεί αν η αγγλική παραγωγή έχει χάσει τον παλμό της, αν η γαλλική δεν έχει πιά την παλιά ανθρωπιά της, ο κινηματογράφος αρχίζει μια καινούργια προσπάθεια σ’ άλλες χώρες. Η Ιαπωνία, οι Ινδίες, η Ουγγαρία, η Τσεχοσλοβακία, η Πολωνία, η Σουηδία, το Μεξικό, η Ισπανία (παρόλο την σύλληψη του Μπάρντεμ από το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο) δίνουν τα τελευταία χρόνια ταινίες που έχουν ξαφνιάσει την ευρωπαϊκή κριτική. Και δεν αναφέρω τη σοβιετική παραγωγή, που ξαναβρίσκει τώρα (παράδειγμα το θαυμάσιο «Τζιτζίκι») με τον αποσταλινισμό την παλιά ευφορία της και ξαναθυμάται την παράδοση του Αϊζενστάιν και του Πουντόβκιν. Ίσως η επίδραση των ταινιών αυτών να ξετινάξει τη δυτικοευρωπαϊκή παραγωγή (για την αμερικάνικη αμφιβάλλω) από τη νάρκη της. θα είναι κι αυτό ένα σημάδι των καιρών.
Εκείνο που χρειάζεται τώρα είναι μια αποφασιστική αντίδραση του κοινού. Όσοι αγαπούν τον κινηματογράφο και πιστεύουν πώς είναι πως πρέπει να είναι τέχνη, ας μποϋκοτάρουν τις κακές ταινίες, ας προπαγανδίσουν για τις καλές. Μόνον έτσι θα σπάσει ο φαύλος κύκλος και οι κινηματογραφικοί επιχειρηματίες μας θ’ αναγκασθούν να βελτιώσουν τις εισαγωγές τους από το εξωτερικό. Όταν ελαττωθούν τα εισιτήρια του «Κύκνου» κι αυξηθούν τα εισιτήρια της «Τερέζας Ρακέν» (αναφέρω δύο από τις ταινίες των τελευταίων εβδομάδων) υπάρχει ελπίδα ν' αλλάξει η σημερινή θλιβερή κατάσταση και να ξαναδούμε αξιόλογα έργα. Χρειάζεται όμως να συστηματοποιηθεί η αντίδραση κατά των κακών ταινιών. Η τελευταία λέξη ανήκει στο κοινό.
(Σ.τ.ε. Δημοσιεύθηκε στην Επιθεώρηση Τέχνης Νοεμ – Δεκ 1956, διατηρήθηκε η ορθογραφία της εποχής)