«Αύριο έχεις να δώσεις συνεντεύξεις σε εφτά ραδιόφωνα». «Να πά’ να γαμ......!» λέει στο ντοκιμαντέρ «Ενα βήμα μπροστά» όχι κάποιος οργισμένος ροκάς αλλά ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης κύριος Γιάννης Μπουτάρης. Δεν είναι ροκάς, είναι όμως ροκ, χωρίς μάλλον να ξέρει καν τι είναι αυτό. Και ούτε θέλει να μάθει. Δεν ενδιαφέρεται να γίνει αγαπητός και δημοφιλής με μια ψεύτικη ταυτότητα - διαβατήριο, όπως συνήθως κάνουν τα απομεινάρια κάθε εποχής που έχει τελειώσει. Κρίνοντας μάλιστα από τον τρόπο που το βράδυ της νίκης του χόρευε μόνος με ένα μπουκαλάκι νερό στο χέρι, το πιθανότερο είναι να μην είχε ποτέ του σχέση με το ροκ. Ή σε σκυλάδικα μπορώ να τον φανταστώ ή σε αριστοκρατικές σάλες χορού με πολυελαίους.
Είναι όμως ροκ, και ας μην το ξέρει, γιατί σε αντίθεση με τους ροκάδες... βαριέται αφόρητα τον καθρέφτη του. Μου θύμισε εκείνο το λυτρωτικό που πριν χρόνια -τότε που όλοι ψάχναμε αυτιστικά ταμπέλα- μας τραγουδούσε ο άλλος άξιος συντοπίτης του, ο Σαββόπουλος: «Δεν είμαι Πασόκα, δεν είμαι ούτε Κουκουέ, είμαι ό,τι είμαι και ό,τι τραγουδώ για σε».
Ζωή, όχι πόζα
Ο κύριος Γιάννης Μπουτάρης είναι ζωή, δεν είναι πόζα ζωής. Δεν έχει σχέση με μόδες «προοδευτικού-αριστερού-αντιμνημονιακού-αγωνιστή». Υποθέτω τις έχει γραμμένες εκεί που έγραψε προ πολλού και τις αντίθετες που κυριαρχούσαν στην πόλη του περί «πατρίδος, θρησκείας και οικογένειας». Τυχερός άνθρωπος μιας και οι ατυχίες της ζωής τού έδωσαν τη δύναμη να γράψει στα παλιότερα των υποδημάτων του όλο το παραπάνω θλιβερό πολιτικό οπλοστάσιο με το οποίο σταδιοδρόμησαν πολλοί συντοπίτες του και κάποιοι νυν και μέλλοντες φυλακισμένοι.
Χωρίς να τον γνωρίζω προσωπικά, καταλαβαίνω ότι αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να γίνει η δουλειά. Αυτό το απλό και αυτονόητο να πάρουμε τον Δήμο όχι για να βγάλουμε λεφτά, να διορίσουμε ή να γίνουμε μεθαύριο υπουργοί, αλλά για να διορθώσουμε τα στραβά της πόλης μας. Απλοϊκό; Οσο απλοϊκή και αυτονόητη είναι η μοναδική επανάσταση που δεν έγινε ακόμα στη χώρα που βρίθει από «επαναστάτες», «οραματιστές» και «ηγέτες που αφουγκράζονται λαούς». Ο κύριος Γιάννης Μπουτάρης δεν κάνει παρέα με τέτοιους καημένους. Δεν ξοδεύει τη μικρή ζωή που μας δόθηκε μασκαρεμένος κάτω από ένα λάβαρο. Το δικό του λάβαρο δεν το περιφέρει, δεν το ανεμίζει, ούτε το προτείνει σαν παράδειγμα. Το ξέρει ο ίδιος και το κουβαλάει μέσα του. Και πορεύεται μαζί του όπως κάνει κάθε αξιοπρεπής αλήτης, που καμία σχέση δεν έχει με την εύκολη αλητεία της πλατείας Συντάγματος.
Ο κύριος Γιάννης Μπουτάρης ξέρει επίσης ότι η ζωή είναι τόσο πλούσια που αποκλείεται να σου φέρνει μόνο δυστυχίες. Απόδειξη ότι ευτύχησε να βρει στον δρόμο του τον σκηνοθέτη Δημήτρη Αθυρίδη. Εναν άγνωστο σε μένα σκηνοθέτη που καταλαβαίνοντας τι είχε μπροστά του άφησε τον φακό να το καταγράψει. Είχε δηλαδή το ταλέντο και κυρίως τη σοφία να μην παρασυρθεί από την εγχώρια κινηματογραφική μόδα της εποχής να ποζάρει σαν «δημιουργός» που κλείνει τα μάτια στη ζωή για να δημιουργήσει το αυτάρεσκο «προσωπικό του σύμπαν». Από τη μεταπολίτευση πήξαμε από τέτοιους δημιουργούς.
Οπως ο Μπουτάρης έτσι και ο Αθυρίδης, κόντρα στις μόδες, δεν έκανε μια «μοντερνιά», μια ακόμη ταινία-μαυσωλείο που κλείνει το μάτι σε φεστιβάλ και αλλοδαπούς «ειδικούς». Γι’ αυτό και δεν θα με εκπλήξει καθόλου εάν το μικρό αυτό διαμαντάκι -μια αληθινή φέτα ζωής- περάσει στο ντούκου, ενώ δίπλα της θα παρελαύνει βαρύγδουπη κάποια βραβευμένη α-νοησία. Ετσι κι αλλιώς η κοινωνία μας σήμερα αυτό δεν βραβεύει παντού; Την ανοησία, την άγνοια και τη θρασύτητα που υποδύονται τις αντισυστημικές και δήθεν «νέες» ιδέες κρύβοντας έτσι τον βαθύ συντηρητισμό τους.
Γι’ αυτό νιώθω εξαιρετικά τυχερός που μέσα από το ντοκιμαντέρ «Ενα βήμα μπροστά» γνώρισα έναν κύριο, τον Γιάννη Μπουτάρη. Και μακάρι να μας συντροφέψει στα δικά μας βήματα μπροστά, που όλοι νιώθουμε την ανάγκη ότι πρέπει να κάνουμε. Διότι, όπως λέει και ο ίδιος σε δύο φίλους που έχει αγκαλιά στο τέλος της ταινίας: «Παιδιά, τους την κάναμε τη ζημιά... Τώρα τι κάνουμε;».
* Ο Σωτήρης Γκορίτσας είναι σκηνοθέτης.
(H KAΘHMEPINH 14-04-13)