Ο Κρίστοφερ Γουόκεν σε ένα ρόλο πολύ διαφορετικό από τους «εκκεντρικούς» χαρακτήρες που υποδύεται
του Danny Leigh /The Guardian
Ο Κρίστοφερ Γουόκεν/ Christopher Walken θα σου πει αμέσως τι τον εκνευρίζει. «Πολύ συχνά, μου στέλνουν ένα σενάριο που βρίσκω ότι μου αρέσει και λέω ότι θα παίξω τον ρόλο. Ομως, τον ξαναγράφουν για μένα. Κάνουν τον ήρωα παράξενο. Λοξό. Με ενοχλεί αυτό. Το αποκαλώ “γουοκενάρισμα”».
Μιλάμε στο τηλέφωνο, καθώς ο 69χρονος ηθοποιός βρίσκεται στο Κονέκτικατ, όπου μένει τα τελευταία χρόνια σ’ ένα αγροτικό σπίτι με τη γυναίκα του. Η ειρωνεία είναι ότι στην τελευταία ταινία του, με τίτλο «A Late Quartet», έχει ένα ρόλο κάθε άλλο παρά «λοξό». Αντί για κάποιον νευρωτικό κακοποιό, ερμηνεύει έναν ευγενικό βιολοντσελίστα που διαπιστώνεται ότι πάσχει από τη νόσο του Πάρκινσον και αυτό προκαλεί προβλήματα στα μέλη του κουαρτέτου εγχόρδων όπου συμμετέχει. Ο ρόλος ήρθε πραγματικά σαν ανακούφιση. «Ναι, ήταν κάτι διαφορετικό για μένα», λέει. «Συνήθως δεν υποδύομαι πατεράδες, παππούδες ή θείους. Τώρα που μεγάλωσα αρκετά, ίσως ν’ αρχίσω να ερμηνεύω ανθρώπους πιο κοντά σε μένα. Θα μου άρεσε».
Θα ήθελε λοιπόν να παίζει συνηθισμένους ανθρώπους. Αισθάνεται συνηθισμένος; «Να σας πω, η ζωή μου είναι αρκετά ήρεμη και συντηρητική. Είμαι παντρεμένος εδώ και σχεδόν πενήντα χρόνια. Δεν έχω παιδιά ούτε χόμπι. Δεν μ’ ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τα ταξίδια και ούτε είχα ποτέ έντονη κοινωνική ζωή. Συνήθως μένω στο σπίτι, εκτός απ’ όταν πηγαίνω να δουλέψω. Ετσι, κατά κάποιο τρόπο, μάλλον είμαι συνηθισμένος άνθρωπος».
Το παρελθόν του, παραδέχεται, δεν ανταποκρίνεται στην συνήθη εικόνα του συνηθισμένου ανθρώπου. Παιδί-ηθοποιός από τα πέντε του, «φοίτησα σε σχολεία ειδικά για παιδιά σαν εμένα, έτσι ώστε να μπορώ να δουλεύω, και από κει πήρα τη μόρφωσή μου». Στα 15 του προσελήφθη σε περιοδεύον τσίρκο, όπου μεταξύ των καθηκόντων του ήταν ένα νούμερο θηριοδαμαστή (λέει πως «συνεργάστηκε» μόνο με ένα λιοντάρι, γέρικο και ήμερο σαν σκυλί). Αργότερα, πέρασε στο μουσικό θέατρο. Ερμηνεύοντας τον Ριφ σε παράσταση του «Γουέστ Σάιντ Στόρι», ερωτεύτηκε την ηθοποιό Τζορτζιάν Θον, που έπαιζε το κορίτσι του. Δεν άργησαν να παντρευτούν.
Ο Γουόκεν, πάντως, βλέπει τον εαυτό του πολύ διαφορετικό από τους εκκεντρικούς ήρωες που τον έκαναν διάσημο στην οθόνη, όπως ο τύπος που έπαιζε ρωσική ρουλέτα στον «Ελαφοκυνηγό» ή ο άλλος που μονολογούσε με κωμικοτραγικό τρόπο για τη σωματική κρυψώνα ενός οικογενειακού κειμηλίου, στο «Pulp Fiction». Μπορεί να μοιράζεται μαζί τους την ωχρότητα του προσώπου, τα ίσια μαλλιά και τους ιδιόμορφους χρωματισμούς της φωνής, αλλά είναι απλός παρατηρητής απέναντί τους, όπως εμείς.
Η προσέγγισή του στην ηθοποιία χαρακτηρίζεται από αυτάρκεια. «Δεν μου αρέσει και πολύ να με διευθύνουν», λέει. «Μ’ αρέσει να μ’ αφήνουν να παίζω». Είναι φυσιολογικό να, έχοντας εμφανιστεί σε πάνω από εκατό ταινίες, υπήρξαν και συγκρούσεις. «Αν κάποιος με πιέζει να κάνω κάτι, λέω “σε παρακαλώ, μην επιμένεις. Στο λέω ότι κάνεις λάθος”. Δεν συμβαίνει συχνά, αλλά συμβαίνει».
Σπανίως φέρνει δουλειά στο σπίτι· η εξαντλητική έρευνα για τους ρόλους του και η πρόσκαιρη ταύτιση με αυτούς δεν είναι κάτι που επιδιώκει. Στο φιλμ «A Late Quartet», που σκηνοθέτησε ο Γιάρον Ζίλμπερμαν/ Yaron Zilberman, ο Φίλιπ Σέιμουρ-Χόφμαν/ Philip Seymour Hoffman έμαθε βιολί για να παίξει τον ρόλο του, ενώ ο Γουόκεν φρόντισε μόνο να παριστάνει πειστικά ότι παίζει βιολοντσέλο. «Στα παιδικά μου χρόνια είχα κάνει μαθήματα πιάνου και κιθάρας, αλλά δεν βγήκε πουθενά. Δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα, και άλλωστε τα χέρια μου… είναι μάλλον αδέξια. Ωστόσο, είμαι αρκετά καλός χορευτής».
Ο χορός και το θέατρο κάλυψαν μεγάλο μέρος της πρώιμης καλλιτεχνικής του καριέρας. Οταν έκανε την πρώτη του ταινία –το θρίλερ «The Anderson Tapes», 1970– είχε ήδη πίσω του 20 χρόνια δουλειάς. Ως παιδί, η μητέρα του τον είχε προωθήσει μαζί με τους δύο αδελφούς του σε διάφορες θεατρικές δουλειές και σε ζωντανά τηλεοπτικά σόου που εκπέμπονταν κάθε βράδυ από τα στούντιο του Μανχάταν της δεκαετίας του ’50.
Ηταν η ηθοποιία κάτι που τον τραβούσε; Αισθανόταν άνετα να παίζει; «Οχι. Καθόλου. Η μητέρα μου, ξέρετε, ήρθε ενήλικη στην Αμερική, από τη Γλασκώβη. Ηταν ξετρελαμένη με τις ταινίες, διάβαζε όλα τα κινηματογραφικά περιοδικά και ήθελε πάση θυσία να βγάλει τα παιδιά της στη σοουμπίζνες. Βρέθηκα λοιπόν κι εγώ εκεί». Δεν φαίνεται ιδιαίτερα ενθουσιασμένος. «Α, όχι, είμαι πραγματικά ευγνώμων. Δεν μπορώ να φανταστώ κάτι άλλο που θα έκανα και που θα μου πρόσφερε μια τόσο καλή ζωή».
Αυτός που παίζει τους τρελούς
Ως βετεράνος ηθοποιός, δεν παραλείπει να μας χαρίσει κι ένα ανέκδοτο. «Ξέρετε, κάποτε έτυχε να καθίσω δίπλα στον Γουόλτερ Ματάου σε μια πτήση. Για αρκετή ώρα δεν μιλούσαμε καθόλου. Ξαφνικά, όμως, γύρισε και μου είπε: “Ξέρω ποιος είσαι! Είσαι ο τύπος που παίζει τους τρελούς! Νομίζω, όμως, πως πρέπει να πατάς πολύ γερά τα πόδια σου στη γη για να μπορείς να υποδύεσαι ψυχοπαθείς όλη την ώρα”. Κι εγώ του είπα (αφήνει να περάσουν μερικές στιγμές): “Ναι, έχεις πέρα για πέρα δίκιο”».
Παρ’ όλα αυτά, οι «τρελοί» τού έχουν εξασφαλίσει οικονομική άνεση. Για πολλά χρόνια, η προσέγγισή του στο θέμα της απασχόλησης ήταν ότι, αν τον ήθελες, ήταν πολύ πιθανό να τον έχεις. «Ποτέ δεν προγραμμάτισα την καριέρα μου», λέει. «Απλώς αποφάσισα να δουλεύω όταν μπορούσα. Και αυτό το κάνεις γνωρίζοντας ότι κάποτε θα γίνει κάτι καλό και κάποτε όχι. Ετσι είναι ο χαρακτήρας μου, και σε γενικές γραμμές η τακτική αυτή λειτούργησε μάλλον καλά».
(η ελληνική μετάφραση δημοσιεύθηκε στην εφ. H KAΘHMEPINH 26-05-13)