Tου Hλια Mαγκλινη
Ηρθαν έτσι τα πράγματα και τις ύστατες ώρες του 2011 κάποιοι αποχαιρετίσαμε τη σκηνοθέτιδα Λουκία Ρικάκη. Η Λουκία πέθανε στα πενήντα της μόλις χρόνια, χτυπημένη από κακοήθη όγκο στον εγκέφαλο. Ηξερε από την αρχή τι της συνέβαινε, το αντιμετώπισε γενναία, ακόμα και με χιούμορ, αλλά, βέβαια, στο τέλος λύγισε.
Οι κριτικοί και οι θεωρητικοί του σινεμά θα αποφανθούν προφανώς για το αμιγώς καλλιτεχνικό έργο της Λουκίας. Από την πλευρά μου, όμως, αισθάνομαι την ανάγκη να αναφερθώ σε μία συγκεκριμένη από τις πολλές δραστηριότητές της: στη διοργάνωση των διεθνών φεστιβάλ ντοκιμαντέρ στη Ρόδο και στην Κω. Εννοείται ότι οι επιλογές των ταινιών βάραιναν τη Λουκία, μα το ένστικτο και το κριτήριό της αποδείχθηκαν περίπου αλάθητα: χωρίς υπερβολή, στη Ρόδο και στην Κω παρακολουθήσαμε μερικά αριστουργήματα από όλο τον πλανήτη, που χωρίς τη συμβολή της Λουκίας δεν θα ξέραμε καν ότι υπάρχουν.
Ειδικά από την Κω, μας έχει μείνει μια γεύση τραγικής ειρωνείας: η Λουκία εμπνεύστηκε ένα διεθνές φεστιβάλ ντοκιμαντέρ με θέμα την υγεία. Το 2009, στο πρώτο από τα δύο που πρόλαβε να διοργανώσει, το μεγάλο βραβείο πήγε σε μια πραγματικά εξαιρετική ταινία, τον «Αγγλο χειρουργό» του Τζέφρι Σμιθ, με θέμα τη φιλανθρωπική δράση ενός επιστήμονα που ειδικεύεται στις χειρουργικές επεμβάσεις όγκων στον εγκέφαλο. Η Λουκία συνδέθηκε με τον δρα Χένρι Μαρς, τον χειρουργό της ταινίας, ο οποίος ήταν στην κριτική επιτροπή του φεστιβάλ τη δεύτερη χρονιά και που, όπως μου είχε ομολογήσει η ίδια, έπαιξε σημαντικό ρόλο ως γιατρός, έστω και εξ αποστάσεως, όταν η ίδια ανακάλυψε ότι η ζωή της απειλούνταν από έναν τέτοιο όγκο.
Το στοίχημα που είχε θέσει το 2009 ο Δήμος της Κω και η Λουκία με τη διοργάνωση του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου «Ιπποκράτης» ήταν πολύ δύσκολο. Σκεφθείτε: όταν σε μια συντροφιά αναφέρεται η περίπτωση προσώπου που αρρώστησε, πολύ γρήγορα η συζήτηση διακόπτεται με τη φράση: «Δεν αλλάζουμε κουβέντα;». Τα θέματα υγείας μοιάζουν με ταμπού, δεν λέγονται. Η ίδια η λέξη «καρκίνος» αντικαθίσταται από φράσεις όπως «το κακό το πράγμα», «το σαράκι» κτλ. Με τις ταινίες που προβλήθηκαν στο νησί του Ιπποκράτη, τέθηκε όμως ένα καίριο, όσο και λεπτό, ερώτημα: Τι γίνεται όταν το σώμα μας, αυτό που θεωρούμε αυτονόητο και δεδομένο, μετατρέπεται ξαφνικά σε ζητούμενο; Τι συμβαίνει όταν το θαυμαστικό γίνεται ερωτηματικό; Πόσο μεγάλη είναι η απόσταση που χωρίζει κάποιον που βρίσκεται κλινήρης στο νοσοκομείο, από τον υγιή συγγενή, σύντροφο ή φίλο που στέκεται στο πλάι του; Εχει τελικά αξία η δύναμη της θέλησης, της αγάπης, της αλληλεγγύης, της συντροφικότητας ή είναι κι αυτά μια ακόμα εξιδανικευμένη, στρογγυλεμένη εκδοχή της ανθρώπινης τραγωδίας; Μερικές από τις ταινίες ήταν γροθιές στο στομάχι, πολλές είχαν ένα λεπτό χιούμορ αλλά και μια αισιοδοξία, αποπνέοντας κάτι σπάνιο: ότι ακόμα και στην αρρώστια κρύβεται πολλή ζωή.
Και όντως, οι ταινίες έκαναν γκελ στον απλό κόσμο, η συγκίνηση ήταν έκδηλη κυρίως στην ανοιχτή συζήτηση που ακολουθούσε των προβολών. Κάποιοι ταυτίζονταν με τις καταστάσεις που έβλεπαν στο πανί (άνθρωποι που έχασαν αγαπημένα πρόσωπα σηκώνονταν και μιλούσαν ανοιχτά με τους σκηνοθέτες). Η ευαίσθητη χορδή του καθενός μας ταλαντώθηκε και τεντώθηκε πολλές φορές κατά τη διάρκεια αυτών των προβολών. Μικρές, λυτρωτικές καθάρσεις στους μικρούς θάνατους που βιώνουμε καθημερινά. Λοιπόν, η ίδια η Λουκία, με το «ροζ συννεφάκι» που έλεγε ότι είχε μέσα στο κεφάλι της, ήταν ακριβώς έτσι: όπως οι ταινίες που επέλεγε να μας δείξει στην Κω.
Η Λουκία κηδεύτηκε στον Αγιο Χαράλαμπο, στα Ιλίσια, στην αγαπημένη της εκκλησία. Το σπίτι της ήταν ακριβώς δίπλα, έβλεπε στον ναό. Από εκεί, την περασμένη Παρασκευή, εάν σήκωνες το βλέμμα ψηλά, έβλεπες το διαμέρισμά της, γεμάτο με τα βιβλία και τις ταινίες της. Το «Πού εστίν η του κόσμου προσπάθεια; Πού εστίν η των προσκαίρων φαντασία;» της Νεκρώσιμης Ακολουθίας βρίσκει την απάντησή του εκεί: στα βιβλία, στις ταινίες. Στα έργα του ανθρώπου.
H KAΘHMEPINH 4-1-12