cannes1.jpg
Του PHILIPPE PERSON*

Στις 17 Μαΐου άνοιξε στις Κάνες το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου, το οποίο θα κλείσει στις 28. Το φεστιβάλ, που διοργανώνεται λίγο πριν από το διάσημο τουρνουά τένις Ρολάν Γκαρός και πάντα μετά τις ανοιξιάτικες κοινωνικές κρίσεις, με το φόβο ότι μπορεί να γίνει εξιλαστήριο θύμα τους, όπως συνέβη με τη διακοπή του το 1968, είναι πάντως... το μεγάλο γεγονός των γαλλικών μέσων ενημέρωσης του πρώτου εξαμήνου κάθε έτους.
Ενώ η μεγάλη οθόνη έχει χάσει την αυτονομία της σε σχέση με τη μικρή, και ενώ η κινηματογραφική βιομηχανία προσπαθεί να παράγει συμβατικές ταινίες που θα συγκινούν κάθε είδους κοινό, το Φεστιβάλ των Κανών συνεχίζει να αναπτύσσεται, ποντάροντας σε μεγάλο βαθμό στο μύθο του, ενσωματώνοντας την παγκοσμιοποίηση και υπερασπίζοντας μια κλειστή λέσχη παγκόσμιων δημιουργών.
Αν και ξεπερασμένο, το τελετουργικό των Κανών γεμίζει τις σελίδες των εφημερίδων και αποτελεί θέμα για τις τηλεοπτικές εκπομπές. Σε μια εποχή που οι μάρκες επιβάλλουν τους νόμους τους, η μάρκα «Κάνες» πουλάει ένα φεστιβάλ του οποίου η αναγκαιότητα δεν είναι πλέον εμφανής.
Με την ακτινοβολία τους στα μέσα ενημέρωσης οι Κάνες καταφέρνουν να παραμένουν ένας χώρος με μοναδική απήχηση στον κόσμο, ο οποίος προσελκύει, εκτός συναγωνισμού, τα «blockbusters», τις υπερπαραγωγές που δεν αφήνουν τίποτα στην τύχη, αφού διαμορφώνονται με βάση το μάρκετινγκ, το οποίο αντιμετωπίζει την προβολή στις Κάνες με τον ίδιο τρόπο όπως την πώληση παραγώγων προϊόντων ή τα διαφημιστικά ρεπορτάζ που είναι μεταμφιεσμένα σε κριτικές.
Ετσι, το 2005, το Φεστιβάλ υπήρξε ο μοχλός προώθησης της ταινίας «Η Εκδίκηση των Σιθ», του τρίτου επεισοδίου από τον «Πόλεμο των Αστρων». Την επομένη της προβολής της, η ταινία του Τζορτζ Λούκας παιζόταν σε είκοσι χιλιάδες αίθουσες σ' ολόκληρο τον κόσμο, ένα πραγματικό ρεκόρ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το «γεγονός» του φεστιβάλ του 2006 θα είναι η κινηματογραφική μεταφορά του «Κώδικα Ντα Βίντσι» από τον Ρον Χάουαρντ, η οποία θα εκμεταλλευτεί τις Κάνες για να ενορχηστρώσει την παγκόσμια προβολή της.
Στη συνέχεια, θα αρχίσει ο διαγωνισμός του 2006 γι' αυτούς που βιάζονται να μάθουν αν θα είναι η σειρά του Πέδρο Αλμοδόβαρ να κερδίσει το Χρυσό Φοίνικα. Ωστόσο, η ανάγνωση των αποτελεσμάτων εκμετάλλευσης μάς επιτρέπει να ισχυριστούμε ότι το ενδιαφέρον για το διαγωνισμό ταινιών φθίνει: εδώ και είκοσι χρόνια μόνο πέντε ταινίες που έχουν βραβευτεί με το Χρυσό Φοίνικα έχουν ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο εισιτήρια στη Γαλλία, ενώ καμία από αυτές δεν έχει φτάσει τα τρία εκατομμύρια θεατές. Μια βραβευμένη ταινία που έμοιαζε να απευθύνεται στο «μεγάλο κοινό», όπως το «Pulp Fiction» του Ταραντίνο, δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία, ενώ ορισμένες άλλες, όπως «Η γεύση του κερασιού» του Ιρανού Αμπάς Κιαροστάμι προσέλκυσαν λιγότερους από εκατό χιλιάδες θεατές στη Γαλλία.
cannes2.jpg
Το κλαμπ των μεγάλων
Οι αριθμοί είναι ακόμη πιο απογοητευτικοί για άλλες βραβευμένες ταινίες. Οσες έχουν προβληθεί στα διάφορα τμήματα («Ενα ιδιαίτερο βλέμμα», «Το δεκαπενθήμερο των σκηνοθετών», «Η εβδομάδα της κριτικής») δεν απολαμβάνουν, από άποψη εισιτηρίων, την προβλεπόμενη λόγω Κανών επιτυχία.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι η παρουσία στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα των Κανών εγγυάται τουλάχιστον τη γαλλική διανομή, ενώ η παρουσία στα άλλα τμήματα εξασφαλίζει πωλήσεις στο εξωτερικό. Η παρουσία τεσσάρων χιλιάδων διανομέων και πλέον, οι οποίοι προέρχονται από ολόκληρο τον κόσμο, ανοίγει αναπάντεχες προοπτικές για τις επιλεγμένες ταινίες.
Αραγε, πώς ερμηνεύεται αυτή η εξέλιξη; Δεν είναι δυνατόν να αμφισβητήσουμε, βέβαια, την επιρροή των τηλεοπτικών σταθμών όσον αφορά την επιλογή και τη χρηματοδότηση των παραγόμενων ταινιών, ούτε να αγνοήσουμε την επακόλουθη αναπόφευκτη «τυποποίηση», η οποία οδηγεί σε πτώση της μέσης ποιότητας της παγκόσμιας παραγωγής. Ομως, φοβόμαστε ότι, μπροστά σ' αυτήν την κατάσταση, εδώ και αρκετά χρόνια διαμορφώνεται μια «φεστιβαλική ποιότητα», ένας «φεστιβαλικός κινηματογράφος», του οποίου τα χαρακτηριστικά διακρίνονται στις επιλογές της τελευταίας δεκαετίας.
Στην πραγματικότητα οι Κάνες έχουν γίνει φεστιβάλ των «μεγάλων δημιουργών». Στο διαγωνιστικό τμήμα από χρόνο σε χρόνο συναντάμε τα μισά έως τα δύο τρίτα από τα διάσημα ονόματα που έχουν ήδη διαγωνιστεί, έχουν ήδη κερδίσει βραβεία, ακόμη και το Χρυσό Φοίνικα. Εξάλλου, ο κατάλογος των κινηματογραφιστών που έχουν κερδίσει δύο φορές το Χρυσό Φοίνικα έχει μεγαλώσει: Εμίρ Κουστουρίτσα, Σοχέι Ιμαμούρα, Μπιλ Ογκαστ, αδελφοί Νταρντέν. Οσον αφορά την προεδρία της κριτικής επιτροπής, συχνά ανατίθεται σε δημιουργούς που έχουν ήδη κερδίσει: Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, Κλιντ Ιστγουντ, Ντέιβιντ Λιντς...
Οι Κάνες πάντοτε ανταποκρίνονταν στο πνεύμα της εποχής τους, και ίσως σ' αυτό οφείλεται η επιτυχία τους σε σχέση με άλλα φεστιβάλ. Απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη μοναδική υπερδύναμη, απέναντι στον πολλαπλασιασμό των συνοριακών, εθνικών ή θρησκευτικών, και όχι πια άμεσα ιδεολογικών, συγκρούσεων, απέναντι στην εξάπλωση της φιλελεύθερης ιδεολογίας, το φεστιβάλ ειδικεύτηκε σε μια «ατομιστική δημιουργία», η οποία του επιτρέπει να πραγματεύεται όλα τα δεινά του κόσμου χωρίς να λάβει σαφή θέση.
Η επιλογή αυτή χαρακτηρίζεται πρώτα απ' όλα από την κυριαρχία της μορφής επί του περιεχομένου, του ατομικού επί του συλλογικού, του αισθητικού επί του πολιτικού.
Επιπλέον, ασυνείδητα βέβαια, οι προτιμήσεις του φεστιβάλ συμβάλλουν στη σύγχυση που έχει εδραιωθεί: εκτός από εξαιρέσεις, κυριαρχεί ένας κινηματογράφος του εγώ, της κακοδαιμονίας, της αναζήτησης ενός άλλου ονειρικού τόπου.
Το πρίσμα του «δημιουργού» δίνει επίσης μια παραμορφωτική όψη της πραγματικότητας. Ετσι, καθιερώνοντας νέους κινέζους κινηματογραφιστές, οι Κάνες ευνόησαν δημιουργούς που περιγράφουν μια Κίνα η οποία είναι προσκολλημένη σ' ένα τμήμα νεοαστών, οι οποίοι έχουν ήδη σε μεγάλο βαθμό «εκδυτικιστεί». Ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής αυτής της χρονιάς, Ουόνγκ Καρ Ουάι, και η συμβολική ταινία του «In the Mood for Love» αποτελούν το ιδανικό παράδειγμα.
Αφού πρωτοεμφανίστηκε στο Χονγκ Κονγκ ως σεναριογράφος και δημιουργός ταινιών κουνγκ φου και πολεμικών τεχνών, στη συνέχεια στράφηκε σ' έναν αισθησιακό κινηματογράφο, στον οποίο αφηγείται ιστορίες ζευγαριών, στιλιζαρισμένες, σιωπηλές και χωρίς καμία ψυχολογική υπόσταση.
Το δημοσιογραφικό σχόλιο ότι ο «μοδάτος», υψηλού επιπέδου κινηματογράφος, αντανακλά έναν ακαδημαϊσμό τον οποίο συναντάμε σε πολλούς δημιουργούς των Κανών, δεν είναι καθόλου ευνοϊκό.
Εξάλλου, σε γενικές γραμμές, οι Κάνες και η κριτική που ακολουθεί τις επιλογές τους προτιμούν τους «εκδυτικισμένους» δημιουργούς, αυτούς των οποίων τις προθέσεις αναγνωρίζουμε αμέσως και όχι αυτούς για τους οποίους απαιτείται προσπάθεια για να κατανοήσουμε και να συλλάβουμε τις ιδιαιτερότητες, καθώς και τον τρόπο σκέψης που είναι άγνωστος στους Δυτικούς. Εξ ου η γοητεία που ασκούν οι διπλά μινιμαλιστές κινηματογραφιστές όπως ο Κιαροστάμι, ο οποίος διηγείται πολύ απλές ιστορίες με πολύ λίγα πλάνα.
cannes3.jpg
Ταινίες αλά καρτ
Ο κίνδυνος που συχνά παραμονεύει γι' αυτούς τους δημιουργούς, οι οποίοι δίνουν στο Φεστιβάλ την ψευδαίσθηση ότι εκφράζει την πολυμορφία του κόσμου, είναι ότι καταλήγουν να δουλεύουν μόνο γι' αυτό και για να κερδίζουν βραβεία που τους καταξιώνουν στη χώρα καταγωγής τους, αποκρύπτοντας έτσι το γεγονός ότι ο κινηματογράφος τους δεν έχει καμία απήχηση στους συμπολίτες τους. Ο Χου Χσιάο Χσιεν, διάσημος στις Κάνες, είναι σχεδόν άγνωστος στην Ταϊπέι.
Μια τέτοια στάση αγνοεί ολόκληρες ηπείρους. Δεν επιδιώκει να προβάλλει ταινίες, αλλά να προωθήσει κινηματογραφιστές.
Οταν, για παράδειγμα, οι κριτές αποδίδουν την σχεδόν πλήρη εξαφάνιση της Αφρικής στην απουσία κινηματογραφιστών του επιπέδου του Σενεγαλέζου Ουζμάν Σεμπένε ή του Μαλινέζου Σουλεϊμάν Κισέ, πρέπει να τους αντιτάξουμε ότι πρώτα θα έπρεπε να επιτρέψουν σε περισσότερους Αφρικανούς να φτιάξουν ταινίες και μετά να αναζητήσουν αφρικανούς δημιουργούς.
Οταν γνωρίζουμε ότι το ένα τέταρτο των ταινιών που παρουσιάζονται στις Κάνες είναι γαλλικές συμπαραγωγές, με σημαντικό μερίδιο θεσμικής χρηματοδότησης, θα περιμέναμε μια πολιτική η οποία θα παρότρυνε τους κριτές να ξαναδούν αφρικανικές ταινίες, πράγμα που, στη συνέχεια, θα προκαλούσε μια δυναμική. Ομως, αν η προσπάθεια αποδώσει, υπάρχει πάλι ο κίνδυνος να ευνοηθούν ορισμένες θεματικές (κατάσταση της γυναίκας, αστυφιλία, AIDS), περιορίζοντας την κινηματογραφημένη Αφρική, όπως στο παρελθόν, στα προβλήματα -ακόμη και στις κοινοτοπίες- τις οποίες έχουν στο κεφάλι τους οι Δυτικοί όταν αναφέρονται σ' αυτήν.
Η Αφρική δεν είναι η μόνη ξεχασμένη ήπειρος. Τι να πει κανείς για τον ινδικό κινηματογράφο, του οποίου η παρουσία στις Κάνες έχει περιοριστεί, για δεκαετίες, στην προβολή ενός μόνο κινηματογραφιστή, του Σατιαγίτ Ρέι;
cannes4.jpg
Κλητοί και εκλεκτοί
Επιπλέον, οι επιλογές των Κανών είναι αδιαφανείς. Οταν οι προβολείς είναι διαρκώς στραμμένοι στη μία ή την άλλη χώρα, χθες στο Ιράν και την Ταϊβάν, σήμερα στην Αργεντινή ή το Ισραήλ, αυτό οφείλεται, άραγε, στην ουσιαστική ποιότητα των ταινιών ή μήπως ορισμένοι, εκμεταλλευόμενοι όσα λέγονται γι' αυτούς στα μέσα ενημέρωσης της κρινόμενης χώρας τους, έχουν κατασκευάσει εξ ολοκλήρου, και με επιτυχία, «νέα κύματα» που παίζουν το χαρτί της αυθόρμητης γενιάς, η οποία εφορμά στις παγκόσμιες μεγάλες οθόνες;
Κατά συνέπεια, λίγοι οι κλητοί και οι εκλεκτοί, ιδιαίτερα αν δεν ανήκουν στις κινηματογραφικές «μεγάλες δυνάμεις». Ετσι, πολλοί δημιουργοί αρνούνται να πάνε στις Κάνες και αναζητούν την τύχη τους στη Μόστρα της Βενετίας, ένα φεστιβάλ που έχει ανθρώπινο μέγεθος και είναι περισσότερο προσηλωμένο στον κινηματογράφο από τον εμπορικό κόσμο των Κανών. Γι' αυτό ο Φιλίπ Γκαρέλ με τον ποιητικό κινηματογράφο του πήγε στη Βενετία, για να αναζητήσει αναγνώριση και καθιέρωση. Για τους δημιουργούς με εύθραυστα έργα, τα οποία αξίζουν πραγματικό ενδιαφέρον, η οχλοβοή των Κανών μπορεί να αποδειχθεί δυσοίωνη.
Σε τελική ανάλυση, για να προτιμηθεί ένας κινηματογραφιστής πρέπει να πραγματεύεται τα ίδια θέματα με τις λεγόμενες εμπορικές ταινίες, τα οποία όμως οφείλει να τα επενδύει με την ατμόσφαιρα του «δημιουργού», για το παγκόσμιο καλλιεργημένο κοινό που διψάει για πολιτιστική διάκριση και καταναλώνει τις ταινίες κατά προτίμηση σε τηλεοπτικούς σταθμούς όπως το Arte(1), το οποίο, εξάλλου, είναι συμπαραγωγός σε πολλές ταινίες των Κανών. Ολα αυτά οδηγούν, σιγά σιγά, στην ανάδυση μιας «ποιότητας», ενός «ακαδημαϊσμού», ο οποίος, πίσω από μια επιφανειακή νεωτερικότητα παράγει στιλιζαρισμένα και ελιτίστικα έργα.
Μπροστά σ' ένα διαγωνισμό χωρίς μεγάλο ενδιαφέρον, σε μια ιδιαίτερα απογοητευτική επιλογή ποιοτικών ταινιών, έχουμε την εντύπωση πως οι νέοι κινηματογραφιστές, με ελάχιστες εξαιρέσεις, έχουν βγει από τον ίδιο κοινωνικό μύλο, ο οποίος τους επιβάλλει την ίδια αντίληψη για τον κόσμο. Παραδόξως, η ελπίδα για ένα άλλο μέλλον για την έβδομη τέχνη προέρχεται από το τμήμα «Αγορά ταινιών».
Το τμήμα αυτό, που δημιουργήθηκε το 1959, είναι η ιδιαιτερότητα του Φεστιβάλ σε σχέση με τους ανταγωνιστές του και ο λόγος για τον οποίο υπερτερεί. Σε περίπου τριάντα αίθουσες πάνω από χίλιες ταινίες από ολόκληρο τον κόσμο δοκιμάζουν την τύχη τους μπροστά σε δέκα χιλιάδες επαγγελματίες που, με την αυστηρή έννοια του όρου, κάνουν εκεί τις αγορές τους.
Η «Αγορά ταινιών», ετερόκλητη, πραγματικό συνονθύλευμα, είναι ένα αληθινό πανηγύρι όπου όλοι προσπαθούν να κλείσουν δουλειές, όλοι υπερασπίζονται λίγο έως πολύ ελκυστικά προϊόντα.
Ορισμένοι κινηματογραφόφιλοι πηγαίνουν πλέον μόνο εκεί: ανάμεσα σε απίστευτες ταινίες μαλινέζικου καράτε ή νοτιοαμερικανικές ταινίες τρόμου, ανακαλύπτουν το ελάχιστο ψήγμα που θα δώσει ξανά νόημα στο πάθος τους, ακόμη κι αν η ταινία δεν προβληθεί ποτέ και δεν κατακτήσει ποτέ την παραμικρή αναγνώριση.
cannes5.jpg
Το τέταρτο της ζωής τους
Μεταξύ αυτών που υπερασπίζονται τις παραγωγές τους, υπάρχουν νέοι παθιασμένοι δημιουργοί που κίνησαν γη και ουρανό, ξόδεψαν όλες τις οικονομίες τους για να νοικιάσουν μια αίθουσα και να δείξουν το ένα τέταρτο της ώρας γύρισμα από την ταινία που θέλουν να κάνουν, ελπίζοντας ότι κάποιος ενδιαφερόμενος παραγωγός θα τους δώσει τα χρήματα για να γυρίσουν την υπόλοιπη ταινία.
Εδώ, διακρίνουμε επίσης τη χαρά κάποιου που απλώς μπόρεσε να προβάλει μια ταινία. Ανάμεσα στο εμπόριο και τον «λούμπεν κινηματογράφο», την τετριμμένη έκφραση της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και το όνειρο του σελιλόιντ, απέχουμε πολύ από την απαθή και ψυχρή ατμόσφαιρα της λέσχης των μεγάλων δημιουργών που έχουν ξεχάσει ότι ο κινηματογράφος είναι λαϊκή τέχνη.
Η «Αγορά των Κανών» έχει ανατρέψει την πρόταση του Αντρέ Μαλρό: επιβεβαιώνει ότι ο κινηματογράφος είναι μια βιομηχανία η οποία, επιπλέον, μπορεί να είναι και τέχνη. Αψηφώντας τους οικονομικούς εξαναγκασμούς και τους εργολαβικούς όρους των μέσων ενημέρωσης, η συγκεκριμένη τέχνη, αναγκαστικά διεφθαρμένη, θα έπρεπε να έχει μόνο μία φιλοδοξία: να διευρύνει τον ορίζοντα του θεατή για τον κόσμο και όχι να του υπαγορεύσει μια επίσημη αντίληψη, ακόμη κι αν αυτή έχει στεφανωθεί με το τρόπαιο των Κανών.

(1) Γαλλογερμανικό τηλεοπτικό κανάλι, γνωστό για την ποιότητά του.

* Συγγραφέας.

Le Monde Diplomatique - 21/05/2006
(http://www.enet.gr/)