του Αχιλλέα Ντελλή
b_505X0_505X0_16777215_00_images_diafora_cinema-large.jpg

Η κινηματογραφική κριτική είναι γέννημα- θρέμμα των περιοδικών. Έντυπα λογοτεχνικά και με το βάρος του σηματωρού στην Αμερική (The New Yorker) και στην Ευρώπη (το γαλλικό περιοδικό Esprit) όχι μόνον αγκάλιασαν τη δημοφιλία αυτής της λαϊκής τέχνης, αλλά όταν αυτή η δημοτικότητά της ανακινούσε ζητήματα αποδοχής από τους διανοούμενους της εποχής, φιλοξένησαν στις σελίδες τους κριτικές και ζητήματα  ανάλυσης και ερμηνείας γύρω από τα οποία γεννήθηκε ένας πολεμικός διάλογος ανάμεσα στις γραφές των Andrew Sarris και Pauline Kael επί παραδείγματι. O πρώτος συνέθεσε έναν κατάλογο (ένα πάνθεον) σκηνοθετών που είναι δημιουργοί, τεχνικά καταρτισμένοι και αναπτύσσουν ένα χαρακτηριστικό ύφος με έντονη προσωπική σφραγίδα. Η δεύτερη υποστήριξε αντίθετα ότι η μυστικιστική δύναμη της θεωρίας του δημιουργού δεν είναι αρκετή για να εξηγήσει το ρόλο προσώπων, όπως οι σεναριογράφοι ή οι ηθοποιοί. 
Στην Ελλάδα μεταπολεμικά έντυπα (Nέα Εστία, Επιθεώρηση Τέχνης, Εποχές) διατήρησαν ή ενσωμάτωσαν κινηματογραφικές στήλες στις μηνιαίες επισκοπήσεις της πολιτιστικής δραστηριότητας. Οι κριτικές ματιές της Αγλαΐας Μητροπούλου, του Αντώνη Μοσχοβάκη και του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου τροφοδοτούνται από το πάθος μιας γενιάς που έμαθε τον κινηματογράφο στις σκοτεινές αίθουσες και έδωσε υπόσταση σε μια θρησκευτικής ευλάβειας σινεφιλία. Αναδύεται με αυτόν τον τρόπο ο πόθος της γραφής, της μεταγραφής που μιλάει για την εικόνα ωσάν να είναι κείμενο. Ο κριτικός το αποδομεί, αναστοχάζεται ο ίδιος και αναπροσανατολίζει τη ματιά του κοινού προς μια νέα κατεύθυνση: οι ταινίες πρέπει να έχουν τη σφραγίδα του σκηνοθέτη- ποιητή, η ρεαλιστική γραφή εικονίζει πιστότερα την εξαθλίωση, την περιθωροποίηση και τα αδιέξοδα της ελληνικής κοινωνίας, το αρχαιοελληνικό κλέος αρδεύει τη νέα τέχνη για να αναπτυχθεί και να ριζώσει.  
Αν αυτή είναι η γλίσχρα πλην όμως όχι αμελητέα παράδοση, υπάρχουν αναλογίες από το τότε (αρχές και μέσα του 20ου αιώνα) στο σήμερα; Μπορεί ο ρόλος του κριτικού και της στήλης που αυτός διατηρεί σε έντυπο και περιοδικό τύπο να επιτελέσει έναν ανάλογο ρόλο, όπως το έπραξαν οι προαναφερόμενοι κριτικοί; Είναι δυνατόν την εποχή που το διαδίκτυο εισχωρεί και ανατρέπει  καθεστηκυίες εμπορικές και ψυχαγωγικές συμπεριφορές (η διανομή των ταινιών μετά τις κινηματογραφικές αίθουσες καλείται να ανταγωνιστεί ή να απαντήσει στο ηλεκτρονικό κατέβασμα) η κριτική να παραμείνει αλώβητη και αναθεώρητη στη στοχοθεσία της; Μπορεί με άλλα λόγια η αφηγηματική έλξη (στοιχείο καθοριστικό του δυτικού πολιτισμού) να παίζει τόσο σαγηνευτικό ρόλο, όταν ετερόκλητες εξελίξεις (από τις έμφυλες σπουδές ως την ενδυματολογία και την αρχιτεκτονική του χώρου) τονίζουν αυτή ή την άλλη πλευρά και ο κριτικός μπροστά στην κατακλυσμιαία μα και κατατμημένη εξέλιξη της επιστήμης να παραμένει σταθερός στην ευκολία της αφήγησης; 
Ας τεθούν τρία παράδειγμα επί δοκιμασία για το εάν και σε ποιο βαθμό ισχύουν κάτι από αυτά ή όχι. Το περιοδικό Σινεμά εδώ και 23 χρόνια φιλοξενεί στις σελίδες του ένα ευρύ φάσμα κινηματογράφου, αρκετές φορές έχει υποστηρικτικό κριτικό λόγο για τον κλασσικό αφηγηματικό κινηματογράφο, μα η δραστικότητα της σκέψης περιορίζεται, όταν μιλά για τον ελληνικό κινηματογράφο. Σε άλλα μη εξειδικευμένα περιοδικά με μεγαλύτερη παράδοση φιλοξενίας κριτικού λόγου εντοπίζονται δύο διαφορετικές υποπεριπτώσεις. Ο αδόκητος θάνατος του Νίκου Κολοβού, ορφάνεψε από τη Λέξη και τη επισκοπική Κλεψύδρα την κινηματογραφική ματιά ενός διεισδυτικού σινεφίλ. Στη Νέα Εστία αντίθετα μετά την  Αγλαΐα  Μητροπούλου και από το 1968 τη στήλη της κινηματογραφικής κριτικής ανέλαβε ο χαλκέντερος Δημήτρης Χαρίτος που συνεχίζει την παράδοση της σινεφιλίας. Στην πρώτη περίπτωση το περιοδικό προσωποποίησε μια στήλη, στο δεύτερο η διάρκεια του χρόνου δίνει υπόσταση στη στήλη. 
Δεύτερο παράδειγμα (η λέξη και με το βάρος του Κuhn). Δύο μηνιαία περιοδικά (Athens Review of Books, Books’ journal) κυριαρχούν με τις πωλήσεις και συνακόλουθα με τη διείδυσή τους μέσα από το εύρος των ιδεών και την έκταση των κειμένων, τη στιγμή ακριβώς που η έλλειψη και η ανταλλαγή απόψεων αφαιμάσσει την πνευματική γονιμότητα και η μεταμοντέρνα (ηλεκτρονική) αποσπασματικότητα αφαιρεί την καθολικότητα της άποψης. Στα δύο εν λόγω περιοδικά ακαδημαϊκοί, πανεπιστημιακοί και δημοσιογράφοι, οι τρεις κυρίαρχες ιδιότητες πιστοποίησης παραγωγής ιδεών, συναντώνται και ανταλλάσσουν (;) απόψεις. Και στα δύο έντυπα, όπως και στο Σινεμά που περιορίζεται σε μισή σελίδα για βιβλιοπαρουσίαση, καθόλη τη διάρκεια του 2011 δεν δημοσιεύτηκε καμία κριτική (δημοσιογραφική ή πανεπιστημιακή) ενός βιβλίου που τυπώθηκε το 2010. Η Ανατομία του κινηματογράφου του Dick Bernard (περί αυτού πρόκειται), κινηματογραφικό εγκόλπιο και ένα από τα βασικά εγχειρίδια με πολλαπλές επανεκδόσεις στον αγγλοσαξονικό χώρο, προοριζόμενο για πανεπιστημιακές παραδόσεις, αγνοήθηκε. Γιατί άραγε; 
Γιατί ένα επίσης άλλο θεμελειακό βιβλίο της φιλμολογίας, όπως είναι η Εισαγωγή στις φιλμικές σπουδές των Hill και Gibson δεν παρουσιάστηκε; Αποτελεί μια αδυναμία των κριτικών να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις της φιλμολογίας; Και αν αυτό ισχύει, τότε πώς δικαιολογείται ότι το μοναδικό αμιγώς κινηματογραφικό τμήμα της χώρας (Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ) και οι επιστήμονες που το στελεχώνουν δεν έγραψαν μία αράδα για αυτό σε ένα από τα δύο περιοδικά; Πρόκειται για ελιτισμό και για πανεπιστημιακή αδιαφορία ή για μια μεθοδολογική αδυναμία της ελληνικής φιλμολογίας να καθορίσει και να βρει την ταυτότητά της; 
Και αν συμβαίνει αυτό στο χώρο παραγωγής ιδεών, τι γίνεται, όταν  εισερχόμαστε στην αφηγηματική διάσταση του κινηματογράφου και στις κριτικές ταινιών; Αν ως κριτήριο τεθεί η μέγιστη οσκαρική υποψηφιότητα του ελληνικού κινηματογράφου το 2011,  η κριτική της φεστιβαλικής ταινίας Κυνόδοντας γίνεται με όρους της γενιάς του Αγγελόπουλου (βλέπε το κείμενο «Σαν Αγγελόπουλος το 2010» στο Book’s Journal του Μαρτίου), όταν το ίδιο το φιλμικό κείμενο εγείρει ζητήματα σχέσης αναλογίας μεταμοντερνισμού και μοντερνισμού. Σκέφτομαι τι θα γινόταν σε περίπτωση που λογοτεχνικό κείμενο ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας, η κριτική (δημοσιογραφική και κυρίως πανεπιστημιακή) θα το συνόδευε και θα το υποστήριζε. Μήπως εν τέλει η κρίση της κινηματογραφικής κριτικής (δημοσιογραφικής και πανεπιστημιακής) και η λειψυδρία ανταλλαγής απόψεων είναι ένα σύμπτωμα γενικότερο του Νεοελληνικού πολιτισμού που είναι μονολογικός και όχι διαλογικός;

(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Ευθύνη τ. 10/ Μάρτιος- Απρίλιος 2012)