του King Vidor
king-vidor.jpg

Για να κατανοήσει κανείς το βεληνεκές και τη σημασία του κινηματογράφου ως μέσου έκφρασης, οφείλει να συνειδητοποιήσει απόλυτα τις αισθητικές του δυνατότητες. Γιατί είναι κίνηση, μιλάει δια μέσου του tempο, του «στησίματος» και του ρυθμού. Εκ της φόρμας του, ο κινηματογράφος είναι κυρίως γραφική παράσταση, είναι, όμως ελεύθερος να γίνει κυριολεκτικός ή αφαιρετικός. Ως γλώσσα των χρωμάτων, δεν γνωρίζει όρια κι όταν το ύφος το απαιτεί, μπορεί να αποφύγει το χρώμα και να μιλήσει μέσα σε όλες τις αποχρώσεις από το αδιαπέραστο μαύρο στο εκτυφλωτικό λευκό. Η φωνή των λέξεων και οι ήχοι της μουσικής δεν είναι προσθέματα στη φύση του, αλλά εκδηλώσεις της εσωτερικής μεγαλοφυΐας του. Μπορεί, σύμφωνα με αυτόν που τον χρησιμοποιεί, να είναι επιφανειακός ή να προκαλεί σε σκέψη. Οι όροι του μπορεί να είναι να είναι χονδροειδώς υλικοί. Μπορεί όμως και να αφίπταται μέσα σε μια μεταφυσική και πνευματική ουσία.
Από την αρχή του αιώνα, εποχή όπου το σινεμά παρουσιάστηκε στο κοινό, θεωρήθηκε γενικώς ένα μέσον αφήγησης ιστοριών ή αυτό που αόριστα ονομάζουμε διασκέδαση. Καθυστερήσαμε να εκτιμήσουμε τις άφθονες δυνατότητες του κι ακόμα περισσότερο να τις καταλάβουμε. Επειδή οι συνήθειες του αγκαλιάζουν όλες τις άλλες τέχνες, η ανακάλυψη του απέραντου βεληνεκούς του δεν έχει ολοκληρωθεί.
Επειδή απασχολήθηκε κυρίως με τον εμπορικό τομέα οι δυνατότητες του, ως μεταβαλλόμενο μέσον επικοινωνίας, ίσως έχουν κατά κάποιο τρόπο παραμεληθεί (…). Δεν θα προσπαθήσω να εξηγήσω εδώ έναν τρόπο χρήσης προορισμένα να εφαρμόζει /χρησιμοποιεί το σινεμά στις πιο ουσιώδες χρήσεις του. Αυτό θα ήταν περιοριστικό, θα ήθελα μόνο να αποσπάσω την προσοχή από την προσλαμβάνουσα ιδέα, σύμφωνα με την οποία η τυπωμένη η προσφερόμενη λέξη φέρει μόνη της και καλύτερα απ’ οτιδήποτε άλλο μια φιλοσοφική αλήθεια(…).
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, είδαμε το περιεχόμενο των ταινιών να περνά από μια δραματική δομή, από μια αφηγηματική φόρμα με μια αρχή, μια μέση και ένα τέλος, πρώτη πράξη, δεύτερη πράξη και τρίτη πράξη, σε μια φόρμα χωρίς δομή, με ψυχολογικές ή φιλοσοφικές ενασχολήσεις.
the-big-parade.jpgΑυτά τα νέα ερευνητικά εδάφη πρόσφεραν στους κινηματογραφιστές την ελευθερία να φέρουν στο φως τόσες άγνωστες πηγές κινηματογραφικού υλικού όσες αντιπροσωπεύει η ατέλειωτη παραλλαγή της ίδιας της ανθρώπινης ψυχής (…).
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας περάσαμε από έναν κόσμο της εξωτερικής αλήθειας της εξωτερικής αρχής στην εσωτερική κατανόηση. «Το Βασίλειο των Ουρανών είναι μέσα μας», το ξέρουμε εδώ και καιρό αλλά χρειαζόταν το κουράγιο των πρόσφατων γενεών για να περάσουμε στην πράξη.
Όσο εισερχόμεθα σε μια εποχή συνειδητής υποκειμενικής πραγματικότητας και πειθόμεθα ότι όλη μας η ζωή είναι ανάβλυση συνείδησης, η κινηματογραφία γίνεται ο πιο πλήρης τρόπος έκφρασης. Εδώ και κάποια χρόνια, ο John Van Druten έγραψε ένα έργο που τιτλοφόρησε «Είμαι μια κάμερα»/  I Am a Camera. Να μια ιδέα άξια προσοχής, γιατί εκφράζει μια βαθιά αλήθεια. Μια κάμερα παρατηρεί, καταγράφει και οδηγούμενη από το άτομο ερμηνεύει τα πάντα. Ως άνθρωπος συνειδητός, κάνω ότι κάνει η κάμερα αλλά είμαι, επιπλέον ικανός να ανατρέψω τη διαδικασία απορρόφησης και να εκφράσω όλα αυτά που είμαι ικανός να αντιληφθώ. Συνεπώς η κάμερα γίνεται το πιο χρήσιμο εργαλείο μου.
Ο σολιψισμός (αυτοκρατία) είναι μια λέξη που συναντάμε συνήθως σε κείμενα, γιατί κατά μια έννοια ο σολιψισμός «γειτνιάζει» με την εγγενή αποκάλυψη της εσωτερικής ανακάλυψης. Κάθε ζωή εξωτερικεύεται. Γι’ αυτό η κάμερα γίνεται το εργαλείο των νέων φιλοσόφων.
Αυτό το εργαλείο, για να μπορεί να διατυπώνει τις ιδέες του νέου σύμπαντος δεν πρέπει να παρεμποδίζεται (…). Ο κινηματογράφος γίνεται μια προέκταση του «εγώ» και ως τέτοια, το φερέφωνο του σολιψιστή μέσα στο σύμπαν του σολιψισμού (…). Όσο η ανθρωπότητα ανοίγει στην ενδοσκόπηση, ένα στοίχημα και ένα χρέος θα μεγαλώνουν γι΄ αυτούς που οδηγούν το λεωφορείο που ονομάζεται κινηματογράφος. Οφείλουν να συνειδητοποιήσουν τις ευθύνες του τρόπου έκφρασης τους και να θέσουν σε λειτουργία το όραμα κα το κουράγιο που απαιτούνται για να επιτύχουν την πλήρη ωριμότητα του.

(Αποσπάσματα από το ομότιτλο κείμενο του Αμερικανού σκηνοθέτη King Vidor (1894-1982), που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1973 στο αμερικάνικο περιοδικό «Arts in Society» και επαναδημοσιεύτηκε στο τρέχον τεύχος του γαλλικού «Positif» / Décembre 1997 για τον επικαιρικό του χαρακτήρα).

(Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στην εφ. Επενδυτής, 24-25 Ιανουαρίου 1998)