akerman2.jpg

Nicole Brenez
Chantal Akerman, The Pajama Interview
Viennale
Βιέννη, 2011
(στη αγγλική & γαλλική γλώσσα)

Πρόσωπο που ανήκει στο χώρο του αποκαλούμενου «σινεμά του δημιουργού» η βελγίδα Chantal Akerman εξ’ αρχής τοποθέτησε τον εαυτό της μέσα στο ρήγμα που δημιουργήθηκε από τις σεισμικές δονήσεις της nouvelle vague και τις αναταράξεις της δεκαετίας του 60: τόσο όσον αφορά τη θεματική των ταινιών όσο κυρίως την αισθητική τους.
Από την πρώτη μικρού μήκους ταινία το 1968–με τίτλο Saute ma ville-, και για πάνω από 40 χρόνια στις ταινίες της αντανακλώνται όχι οι αναταραχές στο κοινωνικό τοπίο, αλλά οι δυσανεξίες, οι αναταράξεις, οι ανησυχίες στις ψυχές και κυρίως τις εικόνες. Ένα μεγάλο μέρος του έργου της Chantal Akerman –και ίσως το σημαντικότερο– είναι θεμελιακό του γυναικείου λόγου στον κινηματογράφο: οι συντεταγμένες του αφορούν όχι μόνο την κοινωνική θέση της γυναίκας, αλλά το βλέμμα, τη σεξουαλικότητα, το πώς η ίδια προσδιορίζει την ταυτότητα της (Jeanne Dielman…, Les Rendez-vous d'Anna). Ένα άλλο, καθόλου αμελητέο τμήμα, εκτείνεται στα ασαφή σύνορα μεταξύ ντοκιμαντέρ και πειραματικού σινεμά: ροές εικόνων που απεικονίζουν χώρους, τόπους, ανθρώπους (Hotel Monterey, News from Home, D'Est, Tombée de Nuit du Shanghai). Αρκετές από αυτές τις ταινίες καταρρίπτουν το ιερό ταμπού της κινηματογραφικής αίθουσας αφού συνιστούν, λόγω της φόρμας τους, μορφές εικαστικών εγκαταστάσεων (video installation).
Η εκτενής συνέντευξή της στη γαλλίδα κριτικό Nicole Brenez, δεν αποτελεί μόνο έναν αυτονόητο απολογισμό μιας μακράς σκηνοθετικής διαδρομής, αλλά και μια αυτό-αποκάλυψη, μια έκθεση της κρυφής ενδοχώρας (νύξεις της οποίας είχαμε στις ταινίες), του τόπου δηλαδή όπου γεννήθηκε το σκηνοθετικό βλέμμα, οι εμμονές της δημιουργίας. Ότι σημάδεψε την Chantal Akerman ήταν μια πράξη εφηβικής εξέγερσης: η απόδραση από την οικογενειακή εστία, η καταφυγή στο Παρίσι, η μαθητεία στους εμβληματικούς της εποχής Deleuze και Lacan. Η αμφισβήτηση της εξουσίας (οικογενειακής και όχι μόνο) και των κανόνων που έξωθεν επιβάλλονται, διατρέχει όχι μόνο το έργο της αλλά και την προσωπική ζωή. «Βγαίνω έξω με τις πυτζάμες μου, δεν λαμβάνω υπ’ όψη τη μόδα», δηλώνει, επεξηγώντας έτσι εν μέρει το παράδοξο του τίτλου της έκδοσης -ο οποίος από την άλλη είναι και ένα hommage στην μουσική κωμωδία The Pajama Game του Stanley Donen.
Η εβραϊκή καταγωγή –η μητέρα της είναι επιζούσα των στρατοπέδων συγκέντρωσης– συνιστά την έτερη αθέατη παράμετρο: Η διαρκής νομαδικότητα της, που είναι τόσο εμφανής στα ντοκιμαντέρ της, η περίπλοκη σχέση με τον πατέρα της και η βαριά σκιά του ολοκαυτώματος. «Γεννήθηκα μέσα σ’ ένα τραύμα.(…) Γεννήθηκα με άγχη και αγωνίες», δηλώνει. Απόρροια ίσως των προηγούμενων είναι η διαρκής σχέση με τη ψυχανάλυση, ως μια θεραπεία απέναντι στη συσσώρευση άγχους, θυμού, την εσωτερίκευση των τραυματικών εμπειριών (κάτι που τη φέρνει τόσο κοντά στις ηρωίδες των ταινιών της).
Οργανωμένη σε λήμματα, εν είδει λεξικού, η συνέντευξη αφιερώνει ένα τμήμα της στις προτιμήσεις και επιρροές: ο Murnau (και το Tabu), η δεκαετία του ’70 -ο Godard, η Varda, ο Pasolini και ο Fassbinder-, ο αμερικανός πειραματιστής Michael Snow (La Région centrale), οι νεώτεροι Gus Van Sant (Last Days) και Wong Kar-wai (Happy Together). Ωστόσο κατά ένα παράδοξο τρόπο για σκηνοθέτιδα, η Chantal Akerman προκρίνει το γραπτό Λόγο απέναντι στην Εικόνα: «Η εικόνα είναι ένα είδωλο σ’ ένα ειδωλολατρικό κόσμο». Εκτός του κινηματογράφου, από την παρισινή θητεία, σημαντική επιρροή υπήρξε ο φιλόσοφος Emmanuel Levinas. Ακολουθώντας τις διδασκαλίες του, η Chantal Akerman «μέσα στην καθημερινότητα της, ζει και δρα διαλογιζόμενη μέσω του Άλλου». Και φυσικά μέγιστη όλων και εύκολα αναγνωρίσιμη, ο εμβληματικός Robert Bresson.
Ακριβώς στο έργο του τελευταίου θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τον τόπο απ’ όπου κατάγεται το έργο της Chantal Akerman. Η Nicole Brenez σημειώνει ότι απόρροια της ανέχειας που βίωσε στο πλαίσιο της οικογενειακής της ανατροφής υπήρξε «ένας υπαρξιακός ασκητισμός που έγινε στυλ. Η αυστηρότητα έγινε μινιμαλισμός». Στις ταινίες της η Chantal Akerman αρνείται να πλησιάσει τα πρόσωπα, διατηρεί μια απόσταση, κάτι που αποτρέπει τις όποιες διαδικασίες ταύτισης του θεατή με τον «ήρωα»: τα πρόσωπα είναι μέρος της αδιάκοπης ροής του πραγματικού. Η Nicole Brenez σημειώνει ότι ένα από τα χαρακτηριστικά του έργου της είναι η εικονοφοβία, δηλαδή η απόρριψη της εικόνας-ειδώλου, μια πάλη ενάντια στην παραγωγή ειδωλολατρικών εικόνων. Και από την άλλη -κυρίως στο ύστερο έργο της (La Captive, Nuit et jour)- υπάρχει ένα πλέγμα από περίπλοκα παιχνίδια αναπαράστασης, μεταβίβασης και προβολής στον Άλλον, μέσω των οποίων εκτίθενται τα ανθρώπινα συναισθήματα, προσδιορίζονται οι ταυτότητες, συγκροτούνται οι σχέσεις. Μέσα σ’ αυτό το πλέγμα, τα πρόσωπα -κυρίως γυναίκες- είναι εγκλωβισμένα, βουβά και αγωνιούν, αποζητούν να εκφέρουν ένα λόγο, σαφή και καθαρό.

Δημήτρης Μπάμπας