api6.jpg

Το ονειρικό σινεμά του Apitchatpong Weerasethakul

Apichatpong Weerasethakul
Επιμέλεια James Quandt
FilmmuseumSynemaPublikationen
Βιέννη, 2009
Σελ. 256

Στις αρχές της χιλιετίας στα διεθνή φεστιβάλ εμφανίσθηκε μια μικρή ομάδα σκηνοθετών με παράξενα ονόματα (Πεν-Εκ Ραταναρουάγκ, Ουισίτ Σασανατατιέγκ κ.α.) και χώρα καταγωγής την Ταϊλάνδη. Οι εικόνες των ταινιών τους, λαμπερές και πολύχρωμες, συνιστούσαν το «exotic chic» της εποχής, δηλαδή ένα ευπρόσδεκτο διάλειμμα απέναντι στην αγγλοσαξονική και ευρωπαϊκή κυριαρχία του κινηματογραφικού τοπίου. Μέσα σ’ αυτή τη μικρή ομάδα ο νεαρός Apichatpong Weerasethakul ή Τζόε (όπως προτείνει στους δυτικούς να τον αποκαλούν) αποτελούσε μια εξαίρεση: η πρώτη ασπρόμαυρη ταινία του με τον τίτλο Το μυστηριώδες αντικείμενο του μεσημεριού (2000) μια ιστορία για ένα παραπληγικό αγόρι και τη δασκάλα του, ακροβατούσε ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία και ήταν εφαρμογή του παιχνιδιού των σουρεαλιστών cadavre exquis. Σήμερα μετά από 6 ταινίες μεγάλους μήκους (όλες βραβευμένες σε διεθνή φεστιβάλ, συμπεριλαμβανομένου της Θεσσαλονίκης και των φετινών Καννών), 23 μικρού μήκους και 13 εγκαταστάσεις (installations), ο χαρακτηρισμός «μυστηριώδης» εξακολουθεί να συνοδεύει κάθε σκηνοθετική του πράξη. Αυτόν το χαρακτηρισμό επιχειρεί να διαλύσει η αφιερωμένη στο σκηνοθέτη έκδοση του Μουσείου Κινηματογράφου της Αυστρίας.
Αν και απουσιάζουν απ’ αυτήν κείμενα γάλλων κριτικών, οι οποίοι εγκαίρως έχουν επισημάνει τον σκηνοθέτη και την ιδιοτυπία του, η επιμελημένη από τον υπεύθυνο της Cinemateque Ontario, James Quandt έκδοση προσεγγίζει με τη δέουσα επιμέλεια τη σύντομη αλλά πλούσια σε έργο σκηνοθετική διαδρομή. Συντίθεται από ένα εκτενές 90 σελίδων κείμενο του επιμελητή που διατρέχει με λεπτομέρεια όλο το έργο του, κείμενα και συνεντεύξεις του σκηνοθέτη, κείμενα από τους κριτικούς Kong Rithdee, Tony Rayns και την εικαστική επιμελήτρια Karen Newman, επιστολές του σκηνοθέτη Mark Cousins και της ηθοποιού Tilda Swinton, αναλυτική φιλμογραφία με σχόλια του σκηνοθέτη και αποσπάσματα κριτικών, επιλεγμένη βιβλιογραφία. Και τέλος, σε μια σπάνια συμμετοχή σε κινηματογραφικό βιβλίο, ένα κείμενο του θεωρητικού Benedict Anderson (Φαντασιακές κοινότητες, Νεφέλη 1997) για την πρόσληψη του έργου του Weerasethakul από την τοπική κοινωνία της Ταϊλάνδης.
api4.jpg
Κεντρικό ζήτημα που τίθεται στο βιβλίο: πως προκαλείται η αίσθηση του ανοίκειου, του μυστηριώδους, του αινιγματικού που συνοδεύει κάθε έργο του Weerasethakul; Αφετηρία του Apitchatpong Weerasethakul είναι το σημείο που έχουν καταλήξει σκηνοθέτες τόσο διαφορετικοί αλλά και τόσο όμοιοι όπως οι David Lynch, Terrence Malick, Victor Erice, Abbas Kiarostami, Hou Hsiao-Hsien, Jean-Luc Godard. Υπό τη σκέπη των επιρροών του σουρεαλισμού αλλά και του αμερικάνικου πειραματικού σινεμά (Andy Warhall, Bruce Baillie) το έργο του αναπτύσσεται πέραν των οικείων χώρων για ένα δυτικό θεατή: αδιαφορεί για μια αφήγηση δομημένη πάνω στην σχέση αιτία –αιτιατού. Το σινεμά του Weerasethakul είναι ονειρικό, κρυπτικό, εκστατικό, παραισθητικό. Αμφισβητεί μια αριστοτελικού τύπου οργάνωση της δραματουργίας, προκρίνοντας μια αφήγηση της οποίας οι συνδετικοί αρμοί είναι ο συνειρμός, το όνειρο, η αντήχηση, η παρήχηση. Θεμέλιοι λίθοι της ποιητικής του είναι η βουδιστική θεολογία-η μετενσάρκωση είναι μια έννοια κλειδί για να γίνει κατανοητή η αφηγηματική ανέλιξη-, η τοπική αφηγηματική παράδοση (θρύλοι και παραμύθια), οι τοπικοί κοινωνικές ή ιστορικές συνθήκες (το ταραγμένο ιστορικό παρελθόν αλλά και παρόν της Ταϊλάνδης), η φανταστική λογοτεχνία και ο παλιός εμπορικός κινηματογράφος της Ταϊλάνδης, η τοπική αισθητική (ένα είδος «ασιατικού κίτς»), τέλος η περιρρέουσα ατμόσφαιρα του χώρου. Μέσα από το σκηνοθετικό χειρισμό του Weerasethakul απ- οικειοποιείται το τετριμμένο, το καθημερινό, το οικείο και μετατρέπεται σε ανοίκειο, μυστηριώδες και εντέλει θαυμαστό.
Το έργο του –κινηματογραφικές ταινίες, video ή εγκαταστάσεις- δεν είναι σαφώς διαχωρισμένο και διακριτό: σε κάθε ταινία βρίσκουμε παρηχήσεις, αντηχήσεις και απόηχους των προηγούμενων ή επόμενων. Επιζητεί να έχει σε μια ταινία «και το γεγονός και τη μυθοπλασία, το ένα να διασταυρώνεται με το άλλο και να το υποστηρίζει». Το σινεμά του Weerasethakul εμπεριέχει μια σειρά από δίπολα: ντοκιμαντέρ -μυθοπλασία, παρελθόν- παρόν, ποπ κουλτούρα -πρωτοπορία, φως-σκιά, εικόνα -ήχος, μνήμη -φαντασία, φύση-πολιτισμός, αστικός χώρος -αγροτικός, άνδρα ς-γυναίκα, υγεία -ασθένεια, οικείο -ανοίκειο. Αυτά τα δίπολα δεν δημιουργούν αντιθέσεις ή συγκρούσεις αλλά οσμώσεις, διαχύσεις, διασταυρώσεις, αναμείξεις. Στο τέλος οι διαχωριστικές γραμμές εξαφανίζονται, οι αντιθέσεις καταρρέουν και τα δίπολα γίνονται μέρη ενός όλου.
«Μ’ ενδιαφέρει να δημιουργώ περιβάλλοντα που να’ ναι πραγματικά και τα οποία ίσως να μην αντιπροσωπεύουν κάτι αληθινό. Που να προέρχονται κυρίως από αναμνήσεις περασμένων γεγονότων. Κάτι σαν ένας μετεωρισμός ανάμεσα σε μια φαντασιακή πραγματικότητα και στην αληθινή πραγματικότητα». Με σπουδές αρχιτεκτονικής ο Weerasethakul μάλλον κατασκευάζει ιδιότυπους χώρους, παρά συνθέτει ιστορίες. Ίσως γι’ αυτό ο δραματουργικός χώρος που είναι προνομιακός για τον σκηνοθέτη είναι η άγρια ζούγκλα της Ταϊλάνδης: Εισερχόμενοι σ’ αυτή οι ήρωες του (και μαζί τους και οι θεατές) απεκδύονται κάθε πολιτισμικής ή άλλης σύμβασης που φέρουν και επιστρέφουν πίσω στο φυσικό κόσμο. Το σινεμά του Weerasethakul δεν εστιάζει στο φυσικό κόσμο -προέρχεται μέσα απ’ αυτόν. Και όπως υπονοεί ο Benedict Anderson στο κείμενο του αυτός ο φυσικός κόσμος σήμερα είναι ένας τόπος άγνωστος, ξένος και ανοίκειος για τον κάτοικο του άστεως (και για τον δυτικό άνθρωπο).

Δημήτρης Μπάμπας

Info: Οι μεγάλες μήκους ταινίες του Apichatpong Weerasethakul είναι οι εξής: Mysterious Object at Noon (Dokfa nai meuman), (2000), Blissfully Yours (Sud sanaeha) (2002), The Adventure of Iron Pussy (Hua jai tor ra nong), συν-σκηνοθεσία (2003), Tropical Malady (Sud pralad) (2004), Syndromes and a Century (Sang sattawat) (2006), Uncle Boonmee Who Can Recall His Past Lives (2010). Με την εξαίρεση της τελευταίας όλες διατίθενται σε DVD (με αγγλικούς ή γαλλικούς υπότιτλούς) από ηλεκτρονικά καταστήματα του διαδικτύου.

(δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή της Κυριακής)