Υπάρχει σίγουρα ένας φελινικός τρόπος αντίληψης του κόσμου. Πραγματοποιημένος στο σύνολο των κινηματογραφικών του εικόνων, ως τρόπος σύλληψης και καταγραφής, μέσα από μια ιδιαίτερη αφηγηματική δομή, των εξωτερικών και εσωτερικών ανθρώπινων τοπίων. Ένας τρόπος μοναδικός, απόλυτα προσωπικός, στην ιστορία του κινηματογράφου και συνάμα καθολικός, οικείος και αναγνωρίσιμος από τον καθένα. Γι’ αυτό και το έργο του αγαπήθηκε τόσο πολύ από το λαϊκό κοινό και άλλο τόσο εκτιμήθηκε ως πρωτότυπο και αριστουργηματικό από τους εστέτ που μπόρεσαν να επικοινωνήσουν μαζί του.
Ο τρόπος αυτός, πάντα θεαματικά συναρπαστικός, χωρίς ποτέ να είναι απλά διασκεδαστικός αλλά και βαθιά στοχαστικός χωρίς ποτέ να είναι διανοουμενίστικος ή ερμητικός, κοινωνικά κριτικός χωρίς ποτέ να είναι ιδεολογικά στρατευμένος ή απορριπτικός, σκηνοθετικά δεξιοτεχνικός χωρίς ποτέ να είναι στυλιζαρισμένος ή επιδεικτικός, δημιούργησε έναν άλλον, ένα θαυμαστό καινούργιο κόσμο κινηματογραφικών μορφών. Έναν κόσμο απόλυτα ρεαλιστικό: απτό, καθημερινό, συμβατικό και συγκεκριμένο και ταυτόχρονα απόλυτα υπερβατικό: ποιητικό, ονειρικό, φαντασμαγορικό. Έναν κόσμο που ονομάστηκε φελινικός και ο ίδιος ο δημιουργός του, σε σχέση με αυτόν τον κόσμο, χαρακτηρίστηκε άλλοτε εθνικά ηθο-γραφικός (ο «Ιταλός») άλλοτε βιωματικός (ο «επαρχιώτης») άλλοτε αποστάτης του νεορεαλισμού (ο «καθολικός») άλλοτε συμβολιστής, σουρεαλιστής και άλλοτε οραματιστής, μάγος, προφήτης.
Αλλά ο Φεντερίκο Φελίνι/ Federico Fellini υπήρξε, πριν και πέρα από οτιδήποτε άλλο, ένας μεγαλοφυής, αυτοδίδακτος και αυτοδημιούργητος, μαέστρος της τέχνης του κινηματογράφου, ένας αυθεντικός και αληθινά πρωτότυπος δημιουργός του κινηματογραφικού θεάματος που αγαπούσε και ήξερε να παίζει το παιχνίδι της αφήγησης. Γι’ αυτό και η πρωτοτυπία του έργου του δεν συνίσταται ούτε στην αυτοβιογραφική επιλογή των θεμάτων του, ούτε στη γραφικότητα των χαρακτήρων και των προσώπων του, ούτε στη φαντασμαγορία των πιο αντιπροσωπευτικών σκηνών του, ούτε στην επεξεργασία των εικόνων του (καδραρίσματα, φωτισμοί, χρώματα, σκηνικά, όγκοι και προοπτικές) αλλά στην ίδια την αφηγηματική δομή των ταινιών με την οποία κτίζει τον κόσμο του.
Κάποιοι εντόπισαν ήδη από τους Βιτελόνι / I Vitelloni (1953) αυτή τη νέα αφηγηματική δομή που ενορχηστρώνει τις διαφορετικές και παράλληλες ιστορίες-πορείες των ηρώων της ταινίας, παρά τη σχετική αφηγηματική τους αυτοτέλεια, ως μέρη ενός συνόλου που απλώνεται στο χώρο και στο χρόνο και την ονόμασαν «επεισοδιογραφική». Στη συνέχεια και κυρίως μετά τις ταινίες Ντόλτσε Βίτα/ La Dolce Vita, 8 ½, Άμαρκορντ/ Amarcord, που αποτελούν από την άποψη αυτή τα σημαντικότερα έργα του, αναγνωρίζεται από όλους σχεδόν αυτός ο τρόπος αφήγησης σε ξεχωριστά κεφάλαια-επεισόδια και χαρακτηρίζεται «ραψωδικός». Εξάλλου και τρόπος εργασίας που ακολουθεί ο Φελίνι, όπου στο στάδιο της συγγραφής του σεναρίου ο ίδιος και συν-σεναριογράφοι του αναλαμβάνουν ο καθένας διαφορετικές σκηνές και επεισόδια, κάτι που κάνει τη σκηνοθεσία και το γύρισμα να προσανατολίζονται στην αναζήτηση της αναλογίας, της συνοχής και της ταυτότητας αυτών των μερών, έρχεται να επιβεβαιώσει αυτήν την άποψη.
Έτσι γίνεται λόγος επίσης για μια «αισθητική του μωσαϊκού». Όπου οι επιμέρους εικόνες, σκηνές και επεισόδια που προκύπτουν μέσα από τις παράλληλες ιστορίες-πορείες που εξελίσσονται αφηγηματικά, λειτουργούν αναπαραστατικά ως ψηφίδες που στοιχειοθετούν αυτό το ενιαίο και ομοιογενές σύνολο που είναι μια ακόμη παραλλαγή και εκδοχή του φελινικού σύμπαντος.
Όπως έχει πει ο ίδιος ο Φεντερίκο Φελίνι, «Δεν μπορώ να ξεχωρίσω μια ταινία από την άλλη, εννοώ από τις ταινίες μου. Εμένα μου φαίνεται ότι γυρίζω πάντα την ίδια ταινία. Πρόκειται για εικόνες και μόνο εικόνες, που γύρισα χρησιμοποιώντας τα ίδια υλικά, ίσως κεντρισμένος κάθε φορά και από άλλα πράγματα».
Πράγματι, αν την εξετάσει σε βάθος κανείς αυτή την αφηγηματική δομή και την αισθητική που της αναλογεί, δεν είναι ποτέ επίπεδη, μονοδιάστατη, ούτε και γραμμική, αλλά αναπτύσσεται προς διαφορετικές κατευθύνσεις, σαν να συγκροτείται μπροστά στα μάτια του θεατή ένας σφαιρικός κόσμος πολλαπλών διαστάσεων και όψεων, που τα πρόσωπα και οι ιστορίες τους θα μπορούσαν να είναι άλλα, πάντα όμως αυτού του ίδιου κόσμου. Κόσμο που κάθε φορά τον συναποτελούν τόσο τα ρεαλιστικά στοιχεία: τύποι προσώπων, χώροι, δράσεις και καταστάσεις αλλά και τελετουργικά, θεάματα, χρονικά, περιστάσεις, όσο και μη ρεαλιστικά στοιχεία: όνειρα, μνήμες, παραληρήματα, φαντασιώσεις.
Έτσι σε αυτή την αφηγηματική δομή δεν υπάρχει κάποια κρίσιμη σκηνή ή κάποιο κεντρικό επεισόδιο, αφού όλα γίνονται με τη σειρά τους κρίσιμα και κεντρικά, εξίσου σημαντικά, συμπεριλαμβανομένων και των σκηνών και επεισοδίων της αρχής και του τέλους. Όποια οπτική γωνία κι αν επιλέξει ο θεατής, ανάλογα με τη σκηνή ή το επεισόδιο που του προκάλεσε την ισχυρότερη εντύπωση, θα βρίσκεται πάντα στο κέντρο του ίδιου κόσμου, στον κόσμο του έργου.
Και ακόμα παρά πέρα, όποια ταινία του Φελίνι κι αν επιλέξει να δει ή και να ξαναδεί ένας θεατής, θα βρίσκεται πάντα στο κέντρο του ίδιου σύμπαντος κινηματογραφικών μορφών, που ονομάστηκε φελινικό. Γιατί υπάρχει ένας φελινικός τρόπος αντίληψης του κόσμου.
Σωτήρης Ζήκος