Ο Γάλλος σκηνοθέτης Μωρίς Πιαλά / Maurice Pialat (1925-2003) δεν αναγνωρίστηκε επαρκώς από τους «πολλούς» όσο ζούσε: ήταν ένας απαιτητικός και δύσκολος δημιουργός και άνθρωπος. Γι αυτούς τους λόγους, γύρισε μόνο 10 ταινίες μεγάλου μήκους, όλες πολύ αξιόλογες, με διαφορετική, πρωτότυπη και συχνά μοναδική θεματολογία. Όλες σφραγισμένες, όμως, με πνεύμα και εργασία βασανιστικού ρεαλισμού, που παλεύει διαρκώς για την αποτύπωση της αλήθειας. Αίτημα απόλυτο, που ο Πιαλά το κυνηγάει με πάθος αδυσώπητο και τελικά πάντα ανικανοποίητο. Πάθος για την αλήθεια των ανθρώπινων αισθημάτων, οικογενειακών ή ερωτικών, για την αλήθεια του κοινωνικού περίγυρου και των αυθεντικών τόπων γυρίσματος, για την αλήθεια στην έκφραση των ηθοποιών. (Άλλωστε ήταν κι ο ίδιος ηθοποιός). Και συνακόλουθα, τυραννική εργασία για την αλήθεια της μορφής. Αυτό το κλίμα της συνεχούς προσέγγισης, αυτή η ασταθής κατάσταση έρευνας εγγράφεται σαν δημιουργικός συντελεστής στο σώμα των ταινιών του. Έχουν όλες μια ιδιαίτερη φυσική αταξία που συγχρόνως γίνεται δύναμη
«Ο κινηματογράφος είναι η αλήθεια της στιγμής του γυρίσματος», λέει ο Πιαλά. Και μαζί γεννιέται μια βαθύτερη, αφανής στην αρχή, αισθητική. Ο Πιαλά είχε περάσει κι από τη ζωγραφική, όπως ο Μπρεσόν, ο άλλος «αδιάλλακτος» συμπατριώτης του. Πίσω από τον πειστικό ρεαλισμό της επιφάνειας, εμφανίζονται και τα βαθύτερα θέματα, που εκτείνονται ως τη μεταφυσική: Ζωή και θάνατος, επαφή και μοναξιά, ελευθερία και δέσμευση, αμαρτία και ενοχή. Όλα μέσα σε συνεχή ερωτήματα, όλα με πάθος και συγκρατημένη οργή, η οποία όταν εκδηλώνεται έχει μέγεθος και ένταση, σαν σηκωμένη γροθιά. Και πίσω της πόνος, ακόμη κι απελπισία αλλά τελικά συμμετοχή και συμπόνοια.
Οι τέσσερις ταινίες του αφιερώματος εκπροσωπούν επαρκώς όλες τις φάσεις στο έργο του Πιαλά: «Δεν θα γεράσουμε μαζί (Nous ne vieillirons pas ensemble)» (1972), «Πρώτα το απολυτήριο» (1978), «Στους έρωτές μου» (1983) και «Βαν Γκογκ» (1991). Ο «Βαν Γκογκ», που έχει συμπεριληφθεί στο πρόσφατο βιβλίο των Cahiers du cinema «100 ταινίες για μια ιδανική ταινιοθήκη» ύστερα από ψηφοφορία πλήθους ειδικών, παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
ΔΕΝ ΘΑ ΓΕΡΑΣΟΥΜΕ ΜΑΖΙ / NOUS NE VIELLIRONS PAS ENSEMBLE (1972)
Ο σκηνοθέτης κινηματογράφου Ζαν είναι παντρεμένος με τη Φρανσουάζ αλλά τα τελευταία έξι χρόνια έχει δεσμό με την Κατρίν. Η Φρανσουάζ το γνωρίζει. Ο Ζαν παίρνει μαζί του την Κατρίν στην περιοχή Καμάργκ, όπου θα γυρίσει μια ταινία. Της φέρεται όμως τόσο άσχημα, που η Κατρίν φεύγει και πηγαίνει να μείνει στη γιαγιά της. Ο Ζαν έρχεται να τη συναντήσει και επιχειρούν να συμφιλιωθούν. Όμως τσακώνονται πάλι κι ο Ζαν γίνεται όλο και πιο αντιπαθητικός και σκληρός….
Ο Πιαλά ενσωματώνει συχνά στις ταινίες του, όπως εδώ, στοιχεία της προσωπικής του ζωής, του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς του. Φορτίζοντας τον κεντρικό χαρακτήρα με φοβερή αρνητική ένταση αλλά και με μεταπτώσεις τρυφερότητας και προσφοράς. Βήμα-βήμα, το φιλμ γίνεται η μελέτη ενός πραγματικού φαλλοκράτη, με σάρκα και οστά, που είναι κάποτε και αξιαγάπητος, συνηθέστερα όμως απεχθής. Μια γυναίκα διαμορφώνεται αντίστοιχα και διεκδικεί την προσωπικότητα και τη θέση της. Ο σκληρός επίμονος ρεαλισμός οικοδομεί αυτή την πορεία, συγκρούσεις και αγάπες σε ακατάπαυστη διαδοχή. Και ο έρωτας που υπάρχει, σβήνει βαθμιαία σε αδιέξοδο. Η αλήθεια των προσώπων, των διαλόγων, των στιγμών, η αυστηρότητα της σκηνοθεσίας, η έξοχη ερμηνεία, με επικεφαλής τον Ζαν Ιάν (Βραβείο Ερμηνείας στις Κάννες), δομούν ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα.
ΠΡΩΤΑ ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΟ / PASSE TON BAC D’ ABORD (1979)
Σε μια πόλη με ορυχεία του Βορρά της Γαλλίας, τη Λανς, τα αγόρια και τα κορίτσια που τελειώνουν το Λύκειο, βλέπουν να πλησιάζουν οι εξετάσεις για το «μπακαλορεά», το απολυτήριο, με κάποια αγωνία, που συνδυάζεται και με αδιαφορία. Οι παραδοσιακές εξετάσεις διατηρούν τον «επίφοβο» τίτλο τους, όμως οι περισσότεροι έφηβοι συνειδητοποιούν ότι έχει σχεδόν χάσει το νόημά του, αφού η ανεργία έχει κατακλύσει την κοινωνική ζωή. Το κλίμα της αβεβαιότητας διαβρώνει τους νέους, που περνούν τις ώρες τους όσο μπορούν καλύτερα μεταξύ τους. Συναντιούνται στο μπιστρό, για να ξεφεύγουν από τους γονείς. Ερωτικές σχέσεις γεννιούνται και διαλύονται…..
Το φιλμ δύσκολα κανείς το συνοψίζει, αφού δεν υπάρχει περίπλοκη δράση ούτε χτυπητά γεγονότα. Η μεγάλη αξία του βρίσκεται ακριβώς σ’ αυτό. Η «ιστορία» δεν «κυριαρχεί», η κατάσταση των νέων είναι το κέντρο του έργου, έτσι όπως «στριμώχνονται» ανάμεσα σε δύο τρόπους ζωής. Την εφηβική, με την αίσθηση της ανεμελιάς, της ασφάλειας και της ανευθυνότητας, κι από την άλλη την ενηλικίωση, όπου θα υποτάξουν προτιμήσεις και όνειρα σε διαθέσιμες κοινωνικές δυνατότητες κι αυτές περιορισμένες. Είναι υποχρεωμένοι ν’ ακολουθήσουν αυτό που τους επιβάλλουν οι άλλοι. Συγκρούσεις με τους προσγειωμένους γονείς, απογοήτευση από τους καθηγητές, που επαναλαμβάνουν κάθε χρόνο την ίδια ρητορική. Ένα γκρίζο μέλλον τους περιμένει. Ο Πιαλά, με φοβερή ακρίβεια, απλότητα και δύναμη, ζωντανεύει αυτή τη νεανική απόγνωση. Ειλικρινής και θερμός, σκληρός και χωρίς ευκολίες και συναισθηματισμούς, αποδεικνύεται πάλι ο μεγάλος ρεαλιστής του γαλλικού κινηματογράφου.
ΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΣ ΜΑΣ ΤΑΙΝΙΕΣ/ A NOS AMOURS (1983)
Η δεκαεξάχρονη Σουζάν ζει δύσκολα το ξύπνημα της σεξουαλικότητάς της. Αποκρούει τον Λικ, τον νεαρό που αγαπάει, και χωρίς να το εξηγεί ούτε σε εκείνον ούτε στον εαυτό της, προσφέρεται σε τυχαίους εραστές. Στο σπίτι, ο πατέρας και η μητέρα συγκρούονται βίαια, η ίδια τα βάζει με τη μητέρα της, ο αδελφός της Ρομπέρ προσπαθεί να κάνει το διαιτητή. Ξαφνικά, ο πατέρας εγκαταλείπει την οικογένεια, γιατί δεν αντέχει άλλο. Η Σουζάν πολλαπλασιάζει τους διαδοχικούς εραστές, αρνιέται πάλι τον Λικ, παρόλο που τον εκτιμάει. Παντρεύεται τον Ζαν Πιέρ, χωρίς έρωτα, ενώ παντρεύεται και ο αδελφός της……
Η Σουζάν, σαν την ηρωίδα του έργου του Μισέ «Δεν παίζουν με τον έρωτα», που υποδύεται ερασιτεχνικά, θέλει να την αγαπούν και να κάνει έρωτα, αλλά εκείνη δε μπορεί ν’ αγαπήσει και κατά βάθος υποφέρει γι αυτό. Αντιμετωπίζει τη ζωή πεισματάρικα, αλλά εκπέμπει και τη λάμψη του χαμόγελού της. Ο πατέρας της ελπίζει μάταια να επικοινωνήσει μαζί της. Άραγε υπάρχει προοπτική να ευτυχήσει; Ο Πιαλά, εκμεταλλεύεται τη φρεσκάδα, όπως και το απρόβλεπτο βάθος της επίσης δεκαεξάχρονης Σαντρίν Μπονέρ, που ο ίδιος ανέδειξε και πλάθει ένα σπάνιο πορτρέτο «δύσκολης» σύγχρονης κοπέλας. Αλλά και το ύφος του σκηνοθέτη έχει φτάσει σε επίπεδο μέγιστης εκφραστικότητας και ακρίβειας. Λιτό, επίμονο και άλλοτε ελλειπτικό, με σπάνιο συνδυασμό ρεαλισμού και λυρισμού, το φιλμ έχει πια αναγορευθεί ανάμεσα στα κλασικά του γαλλικού κινηματογράφου.
ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ / VAN GOGH (1991)
Ο Βενσάν Βαν Γκόγκ βγαίνει από το ψυχιατρικό άσυλο του Σεν Ρεμί της Προβηγκίας και φτάνει στο Οβέρ-σιρ-Ουάζ. Μένει στο πανδοχείο Ραβού και θα τον «κουράρει» ο γιατρός Γκασέ, ο οποίος είναι λάτρης της τέχνης και τον υποδέχεται θερμά. Η δεκαεννιάχρονη κόρη του Μαργαρίτα ενδιαφέρεται για τον Βαν Γκογκ και γίνεται ερωμένη του. Ο πατέρας της θυμώνει και τσακώνεται με το ζωγράφο. Εκείνος συνεχίζει την άτακτη ζωή του: Ζωγραφίζει, τσακώνεται κι ύστερα συμφιλιώνεται με τον αδελφό του Τεό, ο οποίος τον βοηθάει οικονομικά ενώ η γυναίκα του Ζο διαφωνεί…
Η προτελευταία ταινία του Πιαλά ανήκει στα αριστουργήματά του και περιλαμβάνεται στο βιβλίο «100 ταινίες για μια ιδανική ταινιοθήκη», που εξέδωσαν πρόσφατα τα φημισμένα Cahiers du Cinema, ύστερα από ψηφοφορία των κορυφαίων Γάλλων κριτικών και μελετητών. Κι όμως, αυτή η ταινία δεν έχει προβληθεί ποτέ στην Ελλάδα. Είναι λοιπόν μια απόλυτη πρε-μιέρα της Κινηματογραφικής Λέσχης. Ο Πιαλά, που κι αυτός υπήρξε ζωγράφος, βλέπει το Βαν Γκογκ ως ένα κορυφαίο εκπρόσωπο του ιμπρεσιονισμού, μέσα σε μια έξοχη συμφωνία χρωμάτων. Προβάλλει όμως και ο ίδιος μέσα στη μορφή του, ένας καλλιτέχνης που δεν προσαρμόζεται με τους κοινωνικούς κανόνες, που ξεχειλίζει από πάθος, ταλέντο, χιούμορ, πόνο και αγωνία. Ρεαλισμός, αυθεντικότητα, μια χρονογραφική, πρωτότυπη και τολμηρή αίσθηση της εποχής, του περίγυρου, της ατμόσφαιρας.
(πηγή δελτίο τύπου Κινηματογραφική Λέσχη ΕΤ1)