του Θόδωρου Σούμα
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_jean-luc-godard.jpg

Απεβίωσε μια από τις μεγάλες μορφές του μοντέρνου, παγκόσμιου σινεμά, ο μεγάλος Ζαν Λυκ Γκοντάρ, στα 91 του χρόνια. Τελευταία ζούσε στο σπίτι του στο Rolle της Ελβετίας, κοντά στη λίμνη της Γενεύης, που αποτελούσε για χρόνια το καταφύγιό του και εκεί επεξεργαζόταν και μοντάριζε τα τελευταία ψηφιακά φιλμ του. Υπήρξε ο νεωτεριστής κι επαναστάτης της nouvelle vague, ο ανανεωτής της γλώσσας του γαλλικού και παγκόσμιου σινεμά, που απομακρύνθηκε ριζικά από το γραμμικό, αμερικάνικο, παραδοσιακό αφηγηματικό στυλ της "διαφανούς", αδιόρατης σκηνοθεσίας με το αρμονικό, κανονικό ντεκουπάζ και μοντάζ. Ο Γκοντάρ αντίθετα διατάραξε ριζοσπαστικά το ντεκουπάζ, τη σκηνοθεσία και το μοντάζ. Υπήρξε ακραίος προσωπικά, πολιτικά, αισθητικά κι ιδεολογικά, και καταστροφέας κι έπειτα ανανεωτής των κινηματογραφικών μορφών. Διακρίθηκε εντονότατα για τις ιδέες, τις παραδοξολογίες, τους φιλμικούς συνειρμούς του και την ετερογένεια των υλικών του που λειτουργούσαν στο έργο του σαν κολάζ! Το ρηξικέλευθο, γκονταρικό σινεμά διακρίνεται για την ασυνέχεια και την αποσπασματικότητα στην ανάπτυξη της μυθοπλασίας και στην αφήγηση.   
Μιά από τις σημαντικότερες ταινίες του ήταν η εικονοπλαστική, ποιητική κι υπαρξιακή περιπέτεια Pierrot le Fou (1965). Στον κινηματογράφο του Γκοντάρ προέχει η αποσπασματικότητα της αφήγησης και της δράσης. Το Pierrot le fou ανοίγεται σε δεκάδες ετερόκλητους δρόμους, ακολουθώντας μια τεθλασμένη πορεία γεμάτη χάσματα και υπονομεύσεις. Η δραματουργία και η δράση «αδειάζουν» ή ακινητοποιούνται εξαιτίας των εκτροπών προς τις αναφορές στα έργα τέχνης (ζωγραφική, λογοτεχνία, κινηματογράφος) ή τα υλικά της καταναλωτικής κοινωνίας (διαφημίσεις, λαϊκά περιοδικά κ.τ.λ.). Είναι κινηματογράφος της ασυνέχειας και υιοθετεί την αποσπασματική θέαση μιας διαλυμένης και χαοτικής πραγματικότητας. Πιο απλά, δεν είναι μόνο η γκονταρική κινηματογράφηση τεμαχισμένη, αλλά και η κοινωνία, ο κόσμος, σύμφωνα με την αντίληψη του δημιουργού. Ένας κόσμος θραυσμάτων τα οποία δεν μπορούν να ενοποιηθούν και να αποκτήσουν νόημα και σκοπό. Ατό ίσχυσε σε πολλές ταινίες του.
To σινεμά του Γκοντάρ διέσχισε πέντε περιόδους από το 1954 και τις πρώτες μικρού μήκους του έως χθες. Η πρώτη περίοδος ήταν η χρυσή, αυτή των γνωστών αριστουργημάτων του της nouvelle vague.
Η δεύτερη, από τον Μάη του 1968 κι έπειτα, αυτή της ακροαριστερής, πολιτικής, κινηματογραφικής στράτευσης στα πλαίσια μιας δουλειάς συλλογικής (ομάδα Τζίγκα Βερτόφ), με τα φιλμ που φτιάχτηκαν να υιοθετούν όμως πάλι μια πρωτοποριακή και πειραματιζόμενη, αυτή τη φορά “διαλεκτική” αισθητική.
Η τρίτη περίοδός του συνίσταται στην επιστροφή του στις καλλιτεχνικές ταινίες, στα φιλμ art-house που βγαίνουν στις αίθουσες, που ξεκινούν με το Όλα πάνε καλά (Tout va bien, 1972), συνεχίζουν αργότερα με το υπέροχο Ο σώζων εαυτόν σωθήτω [Sauve qui peut (la vie), 1980] και το μάλλον τελευταίο σπουδαίο του κινηματογραφικό φιλμ, το Χαίρε Μαρία (Je vous salue Marie, 1985), κ.α.
Η τέταρτη, εξίσου σημαντική, δημιουργική κι ανανεωτική της γλώσσας του σινεμά, βλέπε Numéro deux (1976) και France tour detour deux enfants, géographie et géometrie (1986), ήταν η περίοδος του video και των τηλεταινιών του για την τηλεόραση.
Και κατόπιν, μια συνέχεια της προηγούμενης περιόδου απετέλεσε η τελική περίοδος των πειραματικών, δύσκολων, ψηφιακών φιλμ του, με κυριότερο το μνημειώδες Histoire(s) de cinéma (1998-2007, διάρκεια 5 ώρες, 14΄), ένα δημιουργικό, ποιητικό και συνάμα δοκιμιακό ντοκιμαντέρ μια αφηρημένη, πειραματική “επιστημολογία” του σινεμά που τον απασχόλησε περίπου για δέκα χρόνια και η οποία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο. Tα τελευταία του φιλμ έγιναν ιδιαίτερα εσωστρεφή και δυσνόητα, αν και οι κινηματογραφικοί συνειρμοί και οι αντιπαραθέσεις εικόνων του ήταν πάντοτε δυσεξιχνίαστες...
Μαζί με τον Γκοντάρ πέθανε κι ένα μέρος της δροσερής, αγνής κι ερευνητικής νιότης μας... Ακολουθεί πένθος!...

(13/9/2022)