(συνέντευξη στη Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_karel-och-2023.jpg

Είχα σχεδόν δύο δεκαετίες να δω τον Κάρελ Οχ, απ’ όταν ήταν ακόμα ένας νεαρός ταλαντούχος προγραμματιστής. Τα τελευταία 13 χρόνια είναι πετυχημένος διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κάρλοβι Βάρι στην Τσεχία που φέτος, το 2023, στην 57η του διοργάνωση παρουσιάζει ένα πολύ δυνατό πρόγραμμα και μερικές πραγματικά πολύ καλές καινούργιες ταινίες. Όταν του δίνω τις ερωτήσεις, παραμερίζει λίγο το χαρτί και λέει «μήπως να πούμε κάτι πιο συγκεκριμένο;» Κι αυτό γιατί η αυθεντικότητα ενδιαφέρει τον Κάρελ Οχ σχεδόν όσο κι η αξιοπρέπεια, όπως θα διαπιστώσουμε στις επόμενες γραμμές, σε μια συνέντευξη που διαθέτει πολύ κι απ’ τα δύο, καθώς και μια δόση υπόγειου, τσέχικου χιούμορ.
Ζ.-Μ. Ρ.


Σε μια απ’ τις συζητήσεις εδώ, λέχθηκε ότι το ζητούμενο στις Κάννες είναι ταινίες που να προκαλούν και να έχουν δύναμη. Αναρωτιόμουν ποιο είναι το δικό σου ζητούμενο, όταν επιλέγεις ταινίες για το Κάρλοβι Βάρι, πώς έχει αλλάξει με τα χρόνια και πώς διαφοροποιείται ανάλογα με το τμήμα για το οποίο επιλέγεις κάθε φορά;

Νομίζω πως αν, αν υπάρχει κάποια αλλαγή, αυτή έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα μέλη της ομάδας προγραμματισμού έχουμε μεγαλώσει, έχουμε αποκτήσει οικογένειες κι έχουμε γίνει κάπως πιο τρωτοί απέναντι σε κάποια θέματα, αυτό, όμως, σ’ ό,τι αφορά ένα πιο προσωπικό, πιο εσωτερικό επίπεδο αλλαγής. Δεν νομίζω, ότι εμείς, απ’ ότι θυμάμαι σε σχέση με 20 χρόνια πριν, αλλάξαμε ποτέ την εστίασή μας. Για να το θέσω κάπως πιο συγκεκριμένα, αναζητάμε πάντα το ίδιο, αναζητάμε πάντα ταινίες που να είναι, ή έστω να προσπαθούν να είναι κάπως διαφορετικές σε επίπεδο θεματολογίας, ή σε επίπεδο αισθητικής. Πιο συγκεκριμένος δεν μπορώ να γίνω, διότι αντιμετωπίζουμε όλες τις ταινίες με τον ίδιο τρόπο, είτε πρόκειται για καλλιτεχνικές ταινίες (art-house films), κωμωδίες, ταινίες επιστημονικής φαντασίας, ή για καταθλιπτικά θρίλερ με καλλιτεχνικό χαρακτήρα (depressive art-house thriller). Πραγματικά, δεν έχουμε καθόλου προκαταλήψεις ή περιορισμούς σε σχέση με θέματα ή ομάδες. Προσεγγίζουμε την κάθε ταινία με καθαρό μυαλό.

Σ’ ό,τι αφορά στα θέματα σε κάποια άλλη συνέντευξη σε είχαν ρωτήσει για τη θεματολογία των τελευταίων ετών και πως εξελίσσεται. Είπες πριν μεγαλώσαμε, κάναμε οικογένειες. Όμως η νοοτροπία δεν αλλάζει, οι άνθρωποι δεν έχουν γίνει πιο εύθικτοι;

Κι επίσης έχουμε περάσει κι απ’ αυτό το σοκ που ονομάζεται πανδημία ή κορονοϊός. Οπότε προφανώς όλο αυτό επηρεάζει την ψυχολογία σου, τον τρόπο που φέρεσαι στους άλλους ανθρώπους, τον τρόπο που αποτιμάς την πραγματικότητα, τον τρόπο που βλέπεις την πραγματικότητα. Δεν ξέρω, αλλά φέτος όταν τελειώσαμε την επιλογή των ταινιών, είπαμε με τους συνεργάτες μου πως μάλλον αυτή τη χρονιά έχουμε κάπως περισσότερες ταινίες που να είναι καταθλιπτικές, ή πολύ σοβαρές, περιλαμβάνουν, όμως, ίσως, περισσότερο και κάποιους λίγο πιο ανάλαφρους τόνους ή τουλάχιστον προσπαθούν να είναι λίγο πιο εμψυχωτικές, ως συνέπεια πιθανόν αυτού που συμβαίνει δίπλα μας στην Ουκρανία, αλλά και άλλων προβλημάτων σ’ άλλα μέρη του κόσμου. Έχουμε, επίσης, πολλές ταινίες, στις οποίες οι ήρωες, κυριολεκτικά ή μεταφορικά προσπαθούν να βρουν το δρόμο για το σπίτι, αναζητούν τις ρίζες τους, προσπαθούν να καταλάβουν αν πρέπει να μείνουν στο μέρος στο οποίο μένουν ή στο οποίο γεννήθηκαν ή να φύγουν κι αυτό είναι προφανώς ένα πολύ δυνατό θέμα κινηματογραφικά.

Όπως ας πούμε στο Empty nets;

Ναι στο Empty nets και στο ντοκιμαντέρ απ’ το Λίβανο, Dancing on the edge of a volcano, ή στην τσέχικη ταινία, A sensitive person. Όπως είπα, σε κυριολεκτικό και μεταφορικό επίπεδο, κι όταν μιλάμε βεβαίως για οποιοδήποτε είδους δρόμου σε μια ταινία, κυριολεκτικά ή μη, αυτό συνδυάζεται με αλλαγές στον ηρώα, κάτι που το σινεμά αγαπά πολύ. Βλέπεις έναν χαρακτήρα να αλλάζει ή να είναι σε διαδικασία αλλαγής.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_blaga-s-lessons.jpg
Είναι ενδιαφέρον αυτό, γιατί για παράδειγμα στο Blaga’s Lesson η ηλικιωμένη κυρία δεν αλλάζει. Είναι κάπως ένας αρνητικός χαρακτήρας, με έναν παράδοξο τρόπο, που δεν έχουμε συνηθίσει στο σινεμά, ο οποίος δεν αλλάζει.

Ναι, κι αυτό έχει μεγάλη δύναμη σε σχέση με το πώς η πραγματικότητα, ή μάλλον σε σχέση με το πώς η πραγματικότητα της ταινίας προσπαθεί να κάνει την ηρωίδα να αλλάξει, αλλά εκείνη το αρνείται κι αυτό είναι πολύ παράδοξο – οπότε είναι πολύ καλή επισήμανση. Κι αυτό ακριβώς είναι που το κάνει ακόμα πιο αποτελεσματικό, νομίζω. Καθώς εσύ ως θεατής δεν θες τίποτα άλλο στο τελευταίο μέρος της ταινίας παρά να αλλάξει. Επειδή την έχεις συμπονέσει πολύ. Επειδή έχεις παρακολουθήσει τι της έχει συμβεί από την αρχή κι αυτό σε κάνει κάπως φίλο της ή κάποιον που της κρατά συντροφιά ελπίζοντας ότι θα κατορθώσει με κάποιο τρόπο να συνεχίσει το μονοπάτι της στη ζωή με αξιοπρέπεια, αλλά ας μην πούμε και περισσότερα γιατί δεν θέλω να χαλάσουμε την έκπληξη του θεατή. Είναι πάντως ένα καταθλιπτικό τέλος.

Καθώς έβλεπα τις ταινίες εδώ, αναρωτιόμουνα σε σχέση με τις εθνικές κινηματογραφίες και τα θέματα, αν νομίζεις ότι κάποια θέματα ενδιαφέρουν περισσότερο κάποιες χώρες; Είδαμε ας πούμε το Hypnosis, την σουηδική ταινία που έχει επίσης κωμικά στοιχεία, ν’ ασχολείται μ’ ένα θέμα πολύ δημοφιλές στις σουηδικές ταινίες τα τελευταία χρόνια, αυτό της αναντιστοιχίας ανάμεσα σ’ ένα πολύ πολιτισμένο φαίνεσθαι, και στην ωμή πραγματικότητα πίσω απ’ αυτό.

Πράγματι, το φαίνεσθαι, η πλαστότητα των ανθρώπων, οι μάσκες, η κοινωνική αλληλεπίδραση, οι κοινωνικές αναστολές κι η ταινία αυτή αφορά στο τι γίνεται όταν χάνεις τις κοινωνικές σου αναστολές και στο πως αυτό επηρεάζει και τους άλλους ανθρώπους, είναι κάπως ενδεικτικά του σκανδιναβικού σινεμά. Και θα θυμηθώ μια από τις πιο διάσημες ταινίες που παίχτηκαν εδώ στο Κάρλοβι Βάρι, πάνω από δέκα χρόνια πριν, μια ταινία από τη Νορβηγία που ονομαζόταν Η τέχνη της αρνητικής σκέψης, η οποία ήταν πραγματικά αρκετά ριζοσπαστική στον τρόπο που απεικόνιζε την ανθρώπινη συμπεριφορά. Και το Hypnosis είναι σε κάποιο βαθμό ριζοσπαστικό. Υπάρχει, όμως πάντα ένας στόχος. Οι σκηνές αυτές δεν γίνονται για κάποιο είδος επιφανειακού κέρδους. Υπάρχει μια βαθιά αίσθηση για το τι σημαίνει η ακρότητα, η υπερβολή, η τρελή συμπεριφορά.

Μετά απ’ όλα αυτά τα χρόνια που βλέπεις ταινίες και θα επιμείνω λίγο σ’ αυτό, τι είναι αυτό που σου τραβάει την προσοχή. Είπες για το ότι όλοι μεγαλώσατε, κάνετε οικογένειες. Είναι αυτό το μόνο που άλλαξε;

Μπορεί να μην σου δώσω ικανοποιητική απάντηση σ’ αυτό (γέλια – πώς νοιώθεις θέλουμε να μας πεις) Αλλά μ’ ενδιαφέρουν όλα. Ένας από τους καθηγητές μου στην σχολή μου έλεγε πως όταν πηγαίνεις στο σινεμά για να δεις μια ταινία θα κάθεσαι στην καρέκλα σου και θα τα ξεχνάς όλα, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι είναι αυτό που θα βγει από την οθόνη, μπορεί να είναι ένα μεγαλοπρεπές θέαμα ή μια πολύ προσωπική ιστορία δύο ανθρώπων. Δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο που να ψάχνω, εκτός από αυτή τη λέξη που ανέφερα ήδη, δηλαδή την αξιοπρέπεια. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ ο τρόπος που απεικονίζεται η αξιοπρέπεια στις ταινίες, ίσως επειδή προέρχομαι από την εργατική τάξη, όπου τα μέσα σου είναι περιορισμένα και δεν σου έχουν μείνει πολλά, οπότε είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος ζωής και θες να τον περπατήσεις ίσια και γι αυτό με ενδιαφέρουν ταινίες με ήρωες όπως η Μπλάγκα στο Blaga’s Lessons. Γιατί τελικά αυτό το οποίο επιθυμεί δεν είναι απλά να βρει χρήματα για την ταφόπλακα, αλλά να τελειώσει η ζωή της με τρόπο που δεν θα την κάνει να ντρέπεται, ή να νοιώθει ότι πήγε χαμένη εξαιτίας αυτού που συνέβη, καθώς διατρέχει στ’ αλήθεια τον κίνδυνο να φωτιστεί πολύ αρνητικά το τελευταίο αυτό μέρος της ζωής της και θέλει να αγωνιστεί γι αυτό, για μια απλή, αλλά δίκαιη, ή σωστή ζωή.

Ναι, βέβαια, κάνοντάς το όμως κοιτάει μόνο τον εαυτό της κι αυτό είναι κάτι που το βλέπουμε στην κοινωνία σήμερα.

Ναι, αυτό συμβαίνει, κι είναι περίεργο γιατί αυτή ήταν μια τυπική συμπεριφορά στη διάρκεια του σοσιαλισμού στο δικό μας μέρος του κόσμου. Ο μεγάλος αδελφός από πάνω σε ανάγκαζε μ’ ένα τρόπο να κλειστείς σε μια γωνιά και να μην δίνεις δεκάρα για τους άλλους, γιατί ήξερες ότι δεν μπορούσες με κανένα τρόπο να έχεις την οποιαδήποτε επιρροή. Για πολιτικούς, ιδεολογικούς, λόγους τότε, διότι ήταν το κομμουνιστικό καθεστώς. Τώρα είναι μάλλον καπιταλιστικό, οικονομικό ή υλιστικό, οι επιπτώσεις, όμως, είναι οι ίδιες. Οι άνθρωποι έχουν την τάση να λένε, α, δεν μπορώ να επηρεάσω τίποτα, διότι μόνο οι πλούσιοι μπορούν να επηρεάσουν τα πράγματα οπότε απλά αυτό-απομονώνονται για να μπορέσουν κάπως να επιβιώσουν ή αποκλείουν τον εαυτό τους από πράγματα στα οποία δεν έχουν καμία επιρροή. Κι αυτό είναι περίεργο, διότι δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα.

Ναι, γιατί όπως λες, τώρα προέρχεται από μια άλλη πηγή, είναι όμως το ίδιο πράγμα, που τώρα εμφανίζεται ως νόρμα, ως ο τρόπος που τα πράγματα πρέπει να είναι. Πιστεύεις πως αυτό έχει επηρεάσει το δυτικό σινεμά; Έχουμε δει τα τελευταία χρόνια, και θα ήθελα τη γνώμη σου σ’ αυτό, ότι οι εθνικές κινηματογραφίες που αναδεικνύονται προέρχονται πιο πολύ από την Ασία κι όχι τόσο από την Ευρώπη. Τι πιστεύεις γι αυτό;

Νομίζω ότι έχει να κάνει επίσης με την γενικότερη κατάσταση της χρηματοδότησης. Και είναι μια απόδειξη ότι δεν αρκούν τα χρήματα. Δεν είναι τα χρήματα που θα σε βοηθήσουν να κάνεις μια καλή ταινία. Μιλήσαμε πριν για την σκανδιναβική ταινία, το Hypnosis, που για εμάς εδώ είναι πραγματικά ένα συναρπαστικό σκηνοθετικό ντεμπούτο, αλλά πες μου εσύ, πόσα συναρπαστικά ντεμπούτα έχεις δει τα τελευταία χρόνια από τη Σκανδιναβία. Πολύ λίγα, σε σχέση με όλα αυτά τα χρήματα που ξοδεύουν για τις ταινίες, και με τέτοια χρηματοδότηση, δεν είναι ικανοποιητικό. Και μετά, για παράδειγμα, όλα ξεκίνησαν από την Ελλάδα. Ο κόσμος συνειδητοποίησε, είτε σ’ αρέσει (σ.τ.σ. το ελληνικό σινεμά), είτε όχι, ο κόσμος συνειδητοποίησε ότι μπορείς να κάνεις ταινίες, που να στέκονται σε διεθνές επίπεδο χωρίς χρήματα, επειδή η κοινότητα των σκηνοθετών εκεί συνδέθηκε και δέθηκε πιο πολύ μεταξύ της και οι άνθρωποι ανταλλάσσαν ιδέες. Στην Γεωργία βλέπω το ίδιο, στο γεωργιανό σινεμά δεν υπάρχουν κυριολεκτικά καθόλου χρήματα από κρατική χρηματοδότηση, ή πολύ λίγα και κρίνοντας από τις υποψήφιες ταινίες που μας έρχονται όλα αυτά τα χρόνια, βλέπω και νέους σε ηλικία σκηνοθέτες, αλλά και μεσήλικους και είναι απίστευτη η πρωτοτυπία, η δημιουργικότητα, είναι, όπως είπες, ότι μπορεί να υπάρχουν μικρότερες χώρες, κάπως απομακρυσμένες απ’ το επίκεντρο του πλούτου.

Μήπως αυτό το «κάπως απομακρυσμένες» είναι βοηθητικό αυτή την εποχή δεδομένου του τρόπου που τα τελευταία χρόνια μιας λένε το πώς πρέπει να λέγονται οι ιστορίες; Στα pitching κλπ; Ότι το σενάριο πρέπει να είναι έτσι ή αλλιώς.

Είμαι πεπεισμένος ότι οι μισές από τις ταινίες που γίνονται δεν θα έπρεπε να είχαν γίνει, αλλά γίνονται και μετά πρέπει όλοι μας να δουλεύουμε πολύ. Φέτος δεχτήκαμε 400 περισσότερες αιτήσεις ταινιών απ’ ότι πέρσι. Και απ’ τη μια μεριά, είμαι βέβαια ευγνώμων. Απ’ την άλλη, όμως, ξέρω πως [έχει να κάνει μ’] όλους αυτούς τους χώρους σεμιναρίων, με τα εργαστήρια, με τις συνεδρίες επιμέλειας σεναρίων. Πολλές ταινίες θα έπρεπε να είχαν εγκαταλειφθεί σε ένα πρώιμο στάδιο, αλλά κρατιούνται με κάποιο τρόπο στη ζωή με τη βοήθεια των επιμελητών σεναρίων και κατόπιν έρχονται κι οι παραγωγοί, και μετά γίνεται μια ταινία την οποία αργότερα κανείς δεν θέλει κι η οποία κάνει τον γύρο των φεστιβάλ και στο τέλος της μέρας δεν καταλήγει πουθενά και είναι λυπηρό, γιατί υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι που έχουν δουλέψει σ’ αυτήν. Οπότε, θα ήθελα να είμαι πιο αυστηρός κι έντονος σε σχέση μ’ όλες αυτές τις εκδηλώσεις που συνδέονται με την παραγωγή ταινιών, κι αυτό είναι κάτι ευρωπαϊκό κι όταν αρχίζεις να κάνεις πολλές τέτοιες βλακείες ή και όχι βλακείες, αλλά μέτριες ταινίες τότε χάνεις το σχήμα, την πρωτοτυπία, το βλέμμα ή όπως αλλιώς θέλεις να το πεις κι αυτό κάνει κάπως πιο θολές πολλές ταινίες. Είναι σαν να έχουν κάπως εξισωθεί.

Μιλώντας γι αυτό, ξέρεις βέβαια τους νέους κανόνες των Όσκαρ που έχουν ήδη αρχίσει να επηρεάζουν τις χρηματοδοτήσεις. Νομίζεις ότι είναι κάτι παροδικό; Και πιστεύεις θα επηρεάσει τις ταινίες;

Δεν ξέρω. Έρχεται βέβαια από τη Βόρεια Αμερική, αλλά την βλέπουμε μερικές φορές και στην Ευρώπη, αυτή την τάση για αυτολογοκρισία, πριν κάποιος σου πει ότι κάνεις κάτι στραβό, διορθώνεις μόνος σου τον εαυτό σου έτσι ώστε να μην προλάβει να σε κατηγορήσει κάποιος άλλος ότι κάνεις κάτι που αποκαλείται λάθος, είτε σε σχέση με τις ποσοστώσεις, είτε σε σχέση με κάποιες συγκεκριμένες ομάδες που πρέπει να εκπροσωπηθούν, όλα αυτά μου φαίνονται πολύ τεχνητά. Οπότε δεν ξέρω αν είναι κάτι παροδικό, αλλά ελπίζω να είναι. Διότι κάθε τεχνητό στοιχείο που εκχέεται στην καλλιτεχνική δημιουργία είναι βλαπτικό, πολύ βλαπτικό, καθώς αναχαιτίζει ή σταματά τον σκηνοθέτη ή τον σεναριογράφο από το να εκφράσουν τους εαυτούς τους ελεύθερα, μια και πώς μπορείς να γράψεις ένα σενάριο όταν, ξέρεις, έχεις στο πίσω μέρος του μυαλού σου ότι δεν πρέπει να γράψεις το ένα ή το άλλο. Είναι αναπόφευκτο πως αυτό θα οδηγήσει σε μια καταστροφή ή σε μια μετριότητα, έστω.

Για παράδειγμα, κι αυτό είναι μόνο η γνώμη μου, στο The girls are all right, μια πολύ ωραία ισπανική ταινία, αισθάνθηκα πως υπήρχαν πολύ μικρά ψήγματα αυτολογοκρισίας. Θα μπορούσαμε άραγε να πούμε ότι στη Δύση μαθαίνουμε να αυτολογοκρινόμαστε περισσότερο, ενώ στην Ασία όχι τόσο; Κι υπάρχουν κάποιες εθνικές κινηματογραφίες που να νομίζεις πως δημιουργούν σχολή αυτή την περίοδο;

Θα πρέπει να το σκεφτώ αυτό (για την ισπανική ταινία). Δεν νοιώθω να υπάρχει κάποια (εθνική κινηματογραφία). Τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά ακόμα και μέσα σε κάθε χώρα, ακόμα και στην Τσεχία, έχεις σκηνοθέτες που είναι πιο φιλόδοξοι, που είναι πιο συμβατικοί, νέους που είναι πιο προκλητικοί. Νομίζω ότι σε κάθε χώρα του κόσμου υπάρχουν κάποιοι σκηνοθέτες που είναι ενδιαφέροντες. Υπάρχει, όμως, διαφορά ανάμεσα σε μια χώρα που μπορεί να το στηρίξει αυτό οικονομικά και έχει ήδη βάλει κάποια εμπόδια, μια και το χρήμα φέρνει εμπόδια. Ή μπορεί σε μια χώρα τα πράγματα να μην πάνε πολύ καλά, κι αυτό παραδόξως, όπως είπα και πριν, μπορεί να οδηγήσει σε πρωτότυπο σινεμά, γιατί αν δεν υπάρχουν άλλες εναλλακτικές, πρέπει να βρεις κάπως έναν τρόπο να εκφράσεις τον εαυτό σου, χωρίς καθόλου λεφτά ή με λίγα λεφτά. Οπότε δεν βλέπω αυτή τη στιγμή να υπάρχει μια συγκεκριμένη χώρα πιο δυνατή απ’ τις άλλες. Δεν είναι κι εύκολο να πεις.

Τι θα έλεγες για παράδειγμα για το ιρανικό σινεμά;

Ήταν πάντα δυνατό. Ο Κιαροστάμι, ο Παναχί, ο Μοχσέν Μακμαλμπάφ, θέλω να πω ότι υπάρχει μια παράδοση στο Ιρανικό σινεμά. Κι υπάρχει και το νέο ιρανικό σινεμά στο οποίο κάνουμε μια ρετροσπεκτίβα φέτος – και μπορείς να δεις τη σύνδεσή των νέων σκηνοθετών του σήμερα μ’ αυτούς τους μεγάλους δεξιοτέχνες. Το Ιράν είναι προφανώς μια χώρα που μέσα στα χρόνια, οι κοινωνικές συνθήκες, η καθημερινότητα της ζωής, αλλάζουν ανάλογα με το ποιο κόμμα κυβερνάει ή μάλλον όχι με το κόμμα, αλλά ανάλογα με το πόσο αυστηρός είναι ο πρόεδρος ή η θρησκευτική επιτροπή κλπ. Οπότε από τη μια μέρα στην άλλη, ή σε πέντε χρόνια από σήμερα, μπορεί να είναι δύσκολο για ένα σκηνοθέτη να εκφράσει τον εαυτό του. Οπότε προφανώς, μετά, είναι αξιοθαύμαστο ότι οι σκηνοθέτες συνεχίζουν με κάποιο τρόπο να κάνουν πράγματα και π.χ. τα βγάζουν κρυφά με κινητά τηλέφωνα έξω από τη χώρα. Κι αυτό είναι κάτι που οι Ευρωπαίοι δεν συνειδητοποιούν. Για παράδειγμα έχουμε φέτος στη ρετροσπεκτίβα, έναν σκηνοθέτη που δεν μπορεί να έρθει, γιατί είναι στο Παρίσι πρόσφυγας και δεν μπορεί να ταξιδέψει γιατί περιμένει να βγουν τα χαρτιά του, και συνδεθήκαμε με τους φίλους του μέσω Skype και μπόρεσε να δει το σινεμά, μπόρεσε για πρώτη φορά να δει ανθρώπους να βλέπουν την ταινία του. Αυτό είναι κάτι που οι Ευρωπαίοι θεωρούν δεδομένο.

Είναι κάτι που λέγεται και στην ταινία από το Λίβανο. Είναι πολύ εύκολο για τους Ευρωπαίους.

Ναι, είναι πολύ εύκολο για τους Ευρωπαίους και τείνουν να το παίρνουν ξέρεις για δεδομένο, πρέπει, όμως, να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν έρχονται όλα τα πράγματα το ίδιο εύκολα και στους άλλους, κι αυτό είναι μια απάντηση στο πως αυτό επηρεάζει το αποτέλεσμα της ταινίας, την ίδια την ταινία. Επειδή είναι κάτι τόσο δυνατό, φαίνεται, μπορείς να το νοιώσεις από την ταινία, η οποία μπορεί να μην σου αρέσει τόσο αισθητικά, επειδή μοιάζει, ή μάλλον επειδή είναι φθηνή από πλευράς προϋπολογισμού και παραγωγής, υπάρχει όμως αυτή η υπόγεια αίσθηση ότι τα λόγια της είναι αυθεντικά, όσο αυθεντικές είναι και οι δυσκολίες της ζωής σε μια συγκεκριμένη χώρα.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_karel-myrto.jpg
Είναι ενδιαφέρον γιατί οι Αμερικανοί το 60 με το ανεξάρτητο σινεμά απέδειξαν στους εαυτούς τους ότι μπορείς να κάνεις ταινίες χωρίς χρήματα, και μετά μοιάζει σαν να το ξέχασαν.

Ναι, εντελώς. Νομίζω, όμως πως είναι κάτι που συμβαίνει, ειδικά στις μεγάλες μπίζνες, όπως αυτή του κινηματογράφου, ξεκινάς με το Easy Rider, συνειδητοποιείς ότι μπορείς να βγάλεις φοβερά λεφτά χωρίς καθόλου μπάτζετ, και τότε αρχίζεις να ενδιαφέρεσαι ή να ενδιαφέρονται για μεγαλύτερα πράγματα γιατί πάντα προσπαθούν να δουν πως θα διαχειριστούν τους νέους. Οπότε αυτοί που ξεκίνησαν με ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού, όπως ο Σκορτσέζε ή ο Κόπολα, αργότερα τους έστριψε λιγάκι, γιατί άρχισαν να πληρώνονται από τα στούντιο και να τους δίνουν μεγάλα μπάτζετ και η ευαισθησία τους μειώθηκε λίγο σε μια περίοδο που άρχισαν να τρελαίνονται κάπως παραπάνω, κι έχασαν τον έλεγχο, όπως με το Αποκάλυψη τώρα και το New York, New York, οπότε κατέστρεψαν τους εαυτούς τους μ’ ένα τρόπο. Είναι μάλλον κάτι πολύ φυσιολογικό. Μπορεί να συμβεί παντού, αν σε πλημμυρίσει το χρήμα, θες να υπερβείς τ’ ανθρώπινο μέγεθος. Και δουλεύεις ασταμάτητα, γυρνάς ταινίες, ταινίες, ταινίες.

Είναι ίσως τότε αυτό ένα μέρος του ρόλου των φεστιβάλ να βοηθάνε τις ταινίες που δεν μπορούν να βρουν διανομή, να συναντήσουν το κοινό;

Εντελώς, ταυτόχρονα, όμως, είναι και πολύ αγχωτικό γιατί πολλές ταινίες δεν κατορθώνουν να παιχτούν σε κανένα φεστιβάλ. Λαμβάνουμε δύο χιλιάδες αιτήσεις και είμαστε πολύ επιλεκτικοί. Και οι ταινίες κάνουν κάθε φορά τον ετήσιο γύρο των φεστιβάλ και συχνά δεν βρίσκουν κανένα μέρος να ξαποστάσουν, κι αυτό είναι πραγματικά πολύ αγχωτικό γιατί ο σκηνοθέτης είναι υπεύθυνος για όλη την ομάδα, για όλη την ταινία, οπότε είναι πολύ καλύτερο να είσαι συγγραφέας ή ζωγράφος γιατί είσαι εσύ και η δουλειά σου, ενώ ένας σκηνοθέτης έχει τόση πολλή πίεση, οπότε πραγματικά τα κινηματογραφικά φεστιβάλ έχουν γίνει υπερβολικά σημαντικά γι αυτούς αφού για αυτές τις ταινίες είναι ο μοναδικός τρόπος να παιχτούν, μια κι η διανομή είναι αυτή που ξέρουμε.

Και υπάρχει και το θέμα με τις κινηματογραφικές αίθουσες, καθώς οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να βλέπουν τις ταινίες σε πλατφόρμες. Νομίζεις ότι τα φεστιβάλ μπορούν να παίξουν έναν ρόλο σ’ αυτό;

Προσπαθούμε, προσπαθούμε. Για παράδειγμα έχουμε από πέρσι αυτή την πλατφόρμα που την λένε kviff.tv και μπορείς να την δεις οποιαδήποτε ώρα της μέρας. Είναι βασικά μια προέκταση του Φεστιβάλ όλο το χρόνο στην Τσεχία και τη Σλοβακία και τώρα στη διάρκεια του Φεστιβάλ σφύζει από ζωή και γίνεται ένας αποτελεσματικός τρόπος επικοινωνίας με τον κόσμο, καθώς απ’ όπου κι αν είσαι στον κόσμο μπορείς να δεις Q&A, συζητήσεις, εμφανίσεις στο κόκκινο χαλί, masterclass, όλα αυτά μεταδίδονται μέσω της πλατφόρμας μας. Όπως είπα κάνουμε πρεμιέρα εκεί τις ταινίες μας μετά το σινεμά, δεν θα πω ότι μας αρέσει ιδιαίτερα, ότι είναι το αγαπημένο μας, αλλά θέλουμε να το έχουμε προκειμένου να το ελέγχουμε, γιατί πιστεύουμε ότι μπορούμε να το ισορροπούμε, και ότι η κινηματογραφική εμπειρία ενισχύεται από τη θέαση της πλατφόρμας και το αντίθετο, οπότε αν το χειριστείς σωστά σε σχέση ας πούμε με κάποια ευφάνταστη στρατηγική για τις ταινίες που θα βγουν στα σινεμά είναι βοηθητικό. Αλλά προφανώς πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός για να μην χάσεις τον έλεγχο.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_karel-och-2023-2.jpg
Βλέπουν οι Τσέχοι σινεμά σ’ αυτή τη φάση και τι τους αρέσει να βλέπουν;

Επιστρέφουν. Χρειάστηκε κάποιος χρόνος για να τους φέρουμε πίσω, αλλά έχουν επιστρέψει σε κάποιο βαθμό και συνεχίζουν να επιστρέφουν. Εννοώ, κρίνω απ’ το κοινό μας που είναι υπερβολικά πεινασμένο για ποιοτικές ταινίες. Μερικές φορές όταν είσαι στην Πράγα, κι αυτό είναι ένα μειονέκτημα κάθε εκδήλωσης που γίνεται στην Πράγα, διότι είναι η πόλη που οι άνθρωποι μένουν και εργάζονται, ενώ εδώ έρχεσαι με καθαρό μυαλό και χωρίς να έχεις τις ανησυχίες της καθημερινότητας, οπότε είσαι πιο προσβάσιμος σε σχέση με το να σε βασανίσουμε με ποιοτικές ταινίες. Οπότε, αυτό που μπορώ να πω είναι πως τους βλέπω να είναι πολύ ανοιχτοί, τους βλέπω πολύ αλλαγμένους 20 χρόνια πριν όταν έκανες Q&A κανείς δεν έκανε ερωτήσεις, ήταν όλοι πολύ ντροπαλοί, προσπαθούσαν μ’ έναν τρόπο να αφομοιώσουν την εμπειρία. Τώρα βλέπεις ένα πλήθος από χέρια, και οι άνθρωποι προκαλούν το σκηνοθέτη ή τη σκηνοθέτρια με πολύ εκλεπτυσμένες ερωτήσεις κι αυτό συνδέεται και με τις αλλαγές στην κοινωνία και με τις πληροφορίες για την κοινωνία στις οποίες ανοίγονται οι άνθρωποι από το πρώην ανατολικό μπλοκ.

Και μια τελευταία ερώτηση. Ξέρουμε ότι αγαπάς το Ελληνικό σινεμά, οπότε θα ήθελα να σε ρωτήσω σε τι δρόμο νομίζεις ότι βρισκόμαστε; Τι συμβαίνει στο Ελληνικό σινεμά σήμερα; Ποιες είναι οι τάσεις;

Πάντα, κάθε συζήτηση που κάνω για το ελληνικό σινεμά, μου φέρνει στο μυαλό κάποιες συζητήσεις με τους Έλληνες φίλους μου που δεν είναι στο χώρο του σινεμά. Και μου λένε, α σιχαινόμαστε το ελληνικό σινεμά. Αυτές τις φεστιβαλικές ταινίες. Λένε, ζούμε αυτή την πραγματικότητα, οπότε δεν θέλουμε να την βλέπουμε ξανά, στην καλλιτεχνική της εκδοχή, που είναι ακόμα πιο καταθλιπτική κι απ’ την ίδια την πραγματικότητα. Υπερβάλλω, προφανώς, και είμαι σίγουρος ότι πολλοί Έλληνες αγαπάνε το σινεμά τους. Για μένα, όμως, αυτό που πάντα αγαπάω στο ελληνικό σινεμά είναι αυτή η μόνιμη τάση να είναι κάπως πιο πολύ εκλεπτυσμένοι, ιδιαίτερα στο θέμα της φόρμας. Δεν πετυχαίνει πάντα, δεν πετυχαίνει πάντα, αλλά μου αρέσει το ότι δεν σταματά ποτέ, σαν μια πρόκληση φόρμας, σαν την επιθυμία του σκηνοθέτη να προκαλέσει το θεατή, με το να είναι πολύ αινιγματικός, ή με το να μπαινοβγαίνει σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, ή με το να έχει πολύ μπερδεμένες αφηγηματικές γραμμές ή αισθητικά. Εννοώ ότι είναι μια υπογραφή, ήταν πάντα ένα σήμα κατατεθέν του Ελληνικού σινεμά, δεν πρόκειται ποτέ να δεις μια απλή ιστορία ενός αγοριού κι ενός κοριτσιού σε μια εξοχή. Οι Έλληνες δεν θέλουν αυτό.

Προσπαθούμε να είμαστε ποιητικοί θα έλεγες;

Ναι, αλλά προχωρημένα ποιητικοί Μου λείπουν άνθρωποι σαν τον Έκτωρα Λυγίζο. Μακάρι να κάνει κι άλλες ταινίες. Για μένα ήταν μια αλησμόνητη εμπειρία όταν είχα την ταινία του Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού, στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ. Ήταν κι αυτή μια πολύ στιλιζαρισμένη ταινία, είχε, όμως, πολύ ζωή μέσα της και μπορούσες να αισθανθείς ότι είχε μια μεγάλη ψυχή. Αγαπάω, όπως είπες, το Ελληνικό σινεμά, μερικές φορές όμως, έχει τις περιπτώσεις αυτών των εκλεπτυσμένων μικρών τεράτων, μπορείς να νοιώσεις αυτή την απουσία ψυχής, είναι πολύ γεωμετρικοί, πολύ λογικοί, αλλά θέλεις κάποιος να τους μπολιάσει με λίγη ζωή ή με κάποια έλλειψη προβλεψιμότητας στη ζωή. Δεν είμαι σκηνοθέτης, οπότε δεν ξέρω πως να το κάνω, αλλά θα μου άρεσε πολύ να το δω. Νομίζω, όμως, ότι έτσι συμβαίνει παντού στον κόσμο μ’ έναν τρόπο. Έχεις πετυχημένα παραδείγματα και λιγότερο πετυχημένα παραδείγματα. Οι Έλληνες, όμως, συνεχίζουν να εκτίθενται πάρα πολύ. Όταν λες Ελληνικό σινεμά οι άνθρωποι αμέσως καταλαβαίνουν τι εννοείς. Κι επίσης χάρη σ’ ανθρώπους σαν τον Γιώργο Λάνθιμο που είναι αυτή τη στιγμή στην πρώτη κλάση του παγκόσμιου σινεμά και όλοι περιμένουν με ανυπομονησία τις ταινίες του. Και άλλοι σκηνοθέτες προφανώς.
Είναι ακόμα ένα κύμα, πιο διασκορπισμένο ίσως, αλλά ακόμα ένα κύμα, που ακόμα προχωρά, οπότε θα δούμε προς τα που θα πάει.