Ο κινηματογράφος του σύγχρονου, νέου ελληνικού ρεύματος της τελευταίας δωδεκαετίας
του Θόδωρου Σούμα (*)
Από το 1992-93, κάνει έντονη την παρουσία του ένα κινηματογραφικό ρεύμα νεότερων σκηνοθετών, με τις ταινίες Κλειστή στροφή κι Η εποχή των δολοφόνων του Ν.Γραμματικού, Δέσποινα κι Απ’το χιόνι του Σ.Γκορίτσα, και Λευτέρης Δημακόπουλος του Π.Χούρσογλου. Ακολουθεί τo 1994, η πρώτη μεγάλη, εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία του νέου ρεύματος Τέλος εποχής του Α.Κόκκινου, και το Αντίο Βερολίνο του Δ.Αθανίτη.
Οι περισσότεροι και δυναμικότεροι νέοι Έλληνες σκηνοθέτες προσπαθούν να ενστερνιστούν την αφηγηματική μυθοπλασία, τη βατή αφήγηση μιας ιστορίας. Μάλλον είναι περισσότερο επηρρεασμένοι από τον αφηγηματικό αμερικάνικο (ή και αφηγηματικό ευρωπαϊκό) κινηματογράφο. Το σινεμά των νεότερων είναι πρώτα απ’όλα μυθοπλαστικό κι αφηγηματικό, ακολουθεί τους παραδεκτούς αφηγηματικούς κανόνες (συνηθέστερα τους κώδικες του αμερικάνικου αφηγηματικού κινηματογράφου, κλασικότροπου ή ανεξάρτητου). Έχουμε, κυρίως, να κάνουμε με ταινίες καταστάσεων και χαρακτήρων.
Το 1999 εμφανίζεται η ποιητική, αισθαντική, φυσιολατρική και λυρική Εαρινή σύναξις των αγροφυλάκων του Δήμου Αβδελιώδη.
Όμως σε αντίθεση με τον κάπως παλαιότερό τους Αβδελιώδη, οι νεότεροι σκηνοθέτες, στην πλειοψηφία τους υιοθετούν μια πιο στρωτή και δυναμική αφήγηση με αρχή, μέση και τέλος. Οι περισσότεροι έχουν απομακρυνθεί από το αποστασιοποιημένο στιλ του Αγγελόπουλου, την αδιεξοδική, ενοχική ή φοβική, παραδοσιακή προβληματική της αριστεράς. Δεν κάνουν κινηματογράφο ιδεών ή της αριστεράς, αφηρημένο ή ακραία ποιητικό. Επίσης, έχουν διαφοροποιηθεί από την μεγαλεπήβολη, φαντασμαγορική ποιητική, ή την επικολυρική αισθητική παλαιότερων Ευρωπαίων σκηνοθετών (π.χ. Ταρκόφσκι, Φελίνι, Γιάντσο, Αγγελόπουλος, Μπερτολούτσι, Αντονιόνι).
Ο κινηματογράφος των νεότερων είναι πιο ζωντανός και σπιρτόζος από αυτόν των παλαιότερων, τον πολιτικοποιημένο -και ενίοτε- ερμητικότερο «Νέο Ελληνικό Κινηματογράφος», συνήθως στρατευμένο ή ποιητικό, τον πολύ προσωπικό, καλλιτεχνικό κινηματογράφο που είχε την αφετηρία του στα χρόνια της δικτατορίας και συνέχισε με την μεταπολίτευση, περίπου ως τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Το νεότερο σημερινό σινεμά έχει νεύρο, πότε-πότε χιούμορ και τη διάθεση να πει ιστορίες, να πλάσει κινηματογραφικούς χαρακτήρες, να πιάσει επαφή με τους θεατές, να τους σαγηνεύσει και να τους οδηγήσει στα ταμεία των αιθουσών. Οι ταινίες των νέων φιλμουργών είναι πιο ανοιχτές και προσιτές, βελτιώνουν τη σχέση του ελληνικού σινεμά με το κοινό του, θέλουν να δημιουργήσουν μια πιο σταθερή επαφή μαζί του και να πιάσουν το σφυγμό του.
Ορισμένα φιλμ είναι έντονα αφηγηματικά, εξελίσσονται και κυλούν πολύ άνετα (όπως π.χ. αυτά του Γραμματικού, του Καπάκα, του Μπουλμέτη, του Γκορίτσα). Αυτό ισχύει πρώτα απ’όλα για τα φιλμ του Γιάνναρη, που έχουν πολύ επεξεργασμένα τη διηγηματική γραμμή και το μοντάζ τους.
Παρουσιάζονται, πλέον, ταινίες κινηματογραφικών ειδών: Οι κωμωδίες π.χ. του Γκορίτσα (Βαλκανιζατέρ, Μπραζιλέρο), της Μαλέα, του Καφετζόπουλου, κ.α. Συναντάμε συχνά κινηματογράφο, της νέας γενιάς, με χιούμορ, το οποίο αποτελεί βασικό συστατικό αρκετών ταινιών π.χ. του Καπάκα, του Ινδαρέ, του Κόκκινου, της Ευαγγελάτου, κ.α. Βρίσκουμε συχνά στα φιλμ μια σκωπτική διάθεση και ατμόσφαιρα, και αρκετά αστεία, σε αντίθεση με τη σοβαρή και κάπως ζοφερή αίσθηση που απέπνεαν αρκετές ταινίες του Ν.Ε.Κ.
Συναντάμε επίσης ταινίες του αστυνομικού είδους (για παράδειγμα του Γραμματικού), ακόμη και ταινίες τρόμου (Το κακό).
Οι σημαντικότεροι νέοι Έλληνες σκηνοθέτες ταινιών με υπόθεση πιστεύουμε ότι, μάλλον, είναι οι Κωνσταντίνος Γιάνναρης, Γιάννης Οικονομίδης, Νίκος Γραμματικός, Περικλής Χούρσογλου, Αγγελική Αντωνίου, Σωτήρης Γκορίτσας, Δημήτρης Αθανίτης, Τάσος Μπουλμέτης, Άγγελος Φραντζής, Κατερίνα Ευαγγελάκου, Αντώνης Κόκκινος, Κώστας Καπάκας, Όλγα Μαλέα.
Επίσης, οι Φωτεινή Σισκοπούλου (Η ζωή ενάμισυ χιλιάρικο,1996, Rakushka, 2004), Λάγια Γιούργου (Το σπίτι στην εξοχή,1994, Αύριο θα είναι αργά,2001, Λιούμπη, 2005), Δημήτρης Ινδαρές (Ο τσαλαπετεινός του Γουαϊόμινγκ,1995, Γαμήλια νάρκη, 2003), Παναγιώτης Καρκανεβάτος (Μεταίχμιο,1995, Χώμα και νερό, 1999), Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος (Ύψωμα 33, 1998, Ο γιος του φύλακα, 2006), Θάνος Αναστόπουλος (Όλο το βάρος του κόσμου,2003, Διόρθωση, 2007), Αλέξανδρος Βούλγαρης (Κλαις;,2003, Ροζ, 2006), Χρήστος Δήμας (Τέσσερα,2000, Οι ακροβάτες του κήπου, 2001), Πάνος Κούτρας (Η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά,1999, Αληθινή ζωή, 2004), Βαγγέλης Σεϊτανίδης (Αιώνιος φοιτητής,2001, Η εύκολη Λία, 2005), Ρένος Χαραλαμπίδης (No budget story,1997, Φτηνά τσιγάρα,2000, Η καρδιά του κτήνους, 2005).
Υπάρχουν επίσης οι διακεκριμένοι ντοκιμαντερίστες Φίλιππος Κουτσαφτής (Αγέλαστος πέτρα, 2001) και Μάρκος Γκαστίν (Μασσαλία, μακρινή κόρη, 2004).
Ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης (Από την άκρη της πόλης,1995, Δεκαπενταύγουστος,2001, Όμηρος,2005, και το αγγλικό φιλμ Κοντά στον παράδεισο, 1995) κυριαρχεί στα κινηματογραφικά μέσα του όσο ελάχιστοι Έλληνες σκηνοθέτες. Έχει σκηνοθετική, μονταζική, μα και ιδεολογική άποψη για τις ταινίες του, τις οποίες πραγματώνει με ιδιαίτερα δεξιοτεχνικό τρόπο. Υιοθετεί ένα βλέμμα ανυπόταχτο, το οποίο υπηρετεί με σφρίγος και μεγάλη αισθητική επάρκεια. Το Από την άκρη της πόλης, πρώτη ελληνική μεγάλου μήκους ταινία του [μετά την πετυχημένη αγγλική Κοντά στον παράδεισο (1995)], αφηγείται με νεύρο, δύναμη και ωμότητα τη σκληρή και δύσκολη ζωή των γιων των Ρωσοπόντιων μεταναστών, που εφορμούν από το Μενίδι στην Αθήνα, βιαιοπραγούν, εκπορνεύονται στους εύπορους Έλληνες ομοφυλόφιλους, εκμεταλλεύονται Ρωσίδες πόρνες, κάνουν χρήση ναρκωτικών. Τα θέματα της σπαρακτικής αυτής ταινίας, είναι η πάλη για τη ζωή, τα χαμένα όνειρα, η ανεργία και η αλητεία, ο (αγοραίος και μη) έρωτας, και ο θάνατος, η μαστροπεία, η ομοφυλοφιλία, τα ναρκωτικά, η νεανική, χορευτική, ηλεκτρονική house μουσική. Ο Γιάνναρης στήνει, με ένταση και μοντέρνο κινηματογραφικό στιλ, έναν κόσμο σκληρό και φτωχικό, χωρίς πολλά συναισθήματα.
Η τρίτη ταινία του Γιάνναρη, ο Δεκαπενταύγουστος, θέτει με ενάργεια και εκφραστική δύναμη τα θέματα της αποξένωσης και της δυσκολίας επικοινωνίας των σύγχρονων ανθρώπων, μέσα από την περιγραφή της ζωής ολογάριθμων ζευγαριών, την οποία περιδιαβαίνει ένας νεαρός κλέφτης, ο οποίος διεισδύει στα, λόγω διακοπών, εγκαταλειμμένα διαμερίσματά τους, και στα άδυτα του ιδιωτικού τους βίου. Ολόκληρη την ταινία διατρέχει, από τη σύλληψή της, το μοτίβο της μητρότητας και της μητέρας-Μαντόνας. Η μεγάλη σκηνοθετική επιδεξιότητά του επιβεβαιώνεται και στην τελευταία ταινία του, τον Όμηρο, όπου ο νεαρός Αλβανός απαγωγέας του λεωφορείου, επειδή έχει κατακτήσει ερωτικά τη γυναίκα του αστυνόμου του χωριού, πέφτει θύμα εκδίκησης και σεξουαλικής κακοποίησης, μέσα στο τοπικό αστυνομικό τμήμα. Όλη η μυθοπλασία μπορεί να εκληφθεί ως η εξιστόρηση δύο διαδοχικών ερωτικών εκδικήσεων (η δεύτερη, του Αλβανού, είναι η απαγωγή του λεωφορείου, και μέσω αυτής επιδιώκει – με βιαιότητα– να αντισταθμίσει και να σβήσει το βιασμό του, να αποκαταστήσει τη χαμένη αντρική τιμή του ).
Ο Τάσος Μπουλμέτης, μετά τη Βιοτεχνία ονείρων του (1990) γύρισε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του σημερινού ελληνικού κινηματογράφου, τη φαντασμαγορική, ρεαλιστική και ταυτόχρονα ατμοσφαιρική, πολύ καλοκουρδισμένη και μαεστρικά σκηνοθετημένη Πολίτικη κουζίνα. Το 2003 σφραγίστηκε καθοριστικά από τη μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία της Πολίτικης κουζίνας του Τάσου Μπουλμέτη. Ταινία πολύ μεγάλου κόστους για τα ελληνικά δεδομένα, στην παραγωγή και στη διανομή της συμμετείχε επίσης η εταιρεία Village Roadshow Production. Η Πολίτικη κουζίνα διηγείται με συναίσθημα, αισθαντικότητα και φαντασμαγορικές εικόνες, την ιστορία ενός παιδιού που μεγαλώνει στην Κωνσταντινούπολη, τη δεκαετία του ‘50. Η οικογένειά του θα απελαθεί, όπως και πολλές άλλες, από την τουρκική κυβέρνηση και θα βρεθεί στην Αθήνα. Ακολουθώντας τα μαθήματα που πήρε από τον παππού του στην Πόλη, πρώτα θα γίνει μάγειρας και κατόπιν αστροφυσικός. Η Πολίτικη κουζίνα ξεχωρίζει για τη νοσταλγία και τη συγκίνηση που μεταδίδει. Ο Μπουλμέτης αφηγείται την ιστορία του με φλας μπακ, με θεαματικό τρόπο, χιούμορ και ηδονιστική άποψη για τη ζωή. Χάρη στην έμπνευση, την αφηγηματική ικανότητα και το απολαυστικό ύφος της, η ταινία κατόρθωσε να κόψει περίπου 1.100.000 εισητήρια.
Ο Νίκος Γραμματικός (Κλειστή στροφή, 1991, Η εποχή των δολοφόνων,1993, Απόντες,1996, Ο βασιλιάς,2002, Αγρύπνια, 2005) έχει δουλέψει πολύ πάνω στο κοινωνικό και το αστυνομικό είδος (συχνά συνδυάζοντας και τα δύο), με πολύ μεράκι, κινηματογραφοφιλική διάθεση, νοσταλγία, σκηνοθετική επιδεξιότητα και γνώση των κοινωνικών (μα και των κινηματογραφικών) μηχανισμών και λειτουργιών. Ο Γραμματικός είναι ένας στυλίστας που έχει μεγάλη κινηματογραφική παιδεία, και αυτό διακρίνεται άμεσα και καθαρά στις ταινίες του…
Ο Γιάννης Οικονομίδης (Σπιρτόκουτο,2003, Η ψυχή στο στόμα, 2006) κάνει ένα σινεμά σκληρού ρεαλισμού, δυνατό κι επιθετικό, που αμφισβητεί τα κοινώς παραδεκτά κοινωνικά πράγματα, με ένταση και παλμό, με εικαστική δύναμη στη λιτή και λειτουργική εικόνα του, και σκληρό, αθυρόστομο λόγο. Η σύνθεσή του, ρεαλισμού και νατουραλισμού, είναι ιδιαίτερα πετυχημένη και το σινεμά του ξεχωρίζει για την τραχύτητα, την αποτελεσματικότητα και την ωμή εκφραστικότητά του…
Ο Περικλής Χούρσογλου (Λευτέρης Δημακόπουλος,1993, Ο κύριος με τα γκρι,1997, Μάτια από νύχτα, 2002), βασίζεται στο πλάσιμο χαρακτήρων και μυθοπλαστικών και δραματικών καταστάσεων. Στηρίζεται πρωτευόντως στα πλούσια βιώματα και συναισθήματα που ενυπάρχουν στις ταινίες του, και ειδικότερα στους ήρωές του….
Ο Σωτήρης Γκορίτσας (Δέσποινα, 1990, Απ’ το χιόνι,1993, Βαλκανιζατέρ,1998, Μπραζιλέρο, 2001, Παρέες, 2006) έχει γνήσια κωμική φλέβα και ευαισθησίες για τα νεοελληνικά κοινωνικά ζητήματα, και γι’αυτό καταφέρνει να δημιουργεί προβληματιζόμενα φιλμ που κεντρίζουν το ενδιαφέρον του θεατή και τον διασκεδάζουν.
Η Αγγελική Αντωνίου (Δονούσα,1992, Χαμένες νύχτες,1997, Eduart, 2006) μεριμνά, με σκηνοθετική φροντίδα, καλλιέπεια και γνώση της κινηματογραφικής αισθητικής, για τη σκιαγράφηση των ηρώων της και των καταστάσεων που βιώνουν.
Η Κατερίνα Ευαγγελάκου (Ιαγουάρος,1994, Θα το μετανιώσεις,2001, Ώρες κοινής ησυχίας, 2006) φτιάχνει πιο εύστοχες, ζωντανές και δημιουργικές ταινίες όταν τις μπολιάζει με το χιούμορ της. Έχει έντονη αίσθηση των κοινωνικών δεδομένων και δρώμενων.
Ο Δημήτρης Αθανίτης (Αντίο Βερολίνο,1994, Καμιά συμπάθεια για το διάβολο,1997, Όνειρα καλοκαιρινής νύχτας,1999, 2000+1 στιγμές,2000, Η πόλη των θαυμάτων, 2005) είναι ένας ψαγμένος στυλίστας, ένας μοντερνιστής δημιουργός με πλούσια και πρωτότυπη φιλμογραφία, αν και, παρ’όλη τη γοητεία τους, οι ταινίες του -αδίκως- δεν έχουν μεγάλη απήχηση.
Ο Αντώνης Κόκκινος σκηνοθέτησε τα φιλμ Τέλος εποχής,1994, Ο αδελφός μου και εγώ,1997, Πάμπτωχοι Α.Ε.,2000, Μαραθώνιος, 2004. Αν εξαιρέσουμε την άκαμπτη κωμωδία Πάμπτωχοι Α.Ε., ο Κόκκινος διακρίνεται ως ένας νοσταλγικός, διακριτικός κι ευαίσθητος σκηνοθέτης συναισθημάτων.
Ο Κώστας Καπάκας (Peppermint,1999, Uranya, 2006) περιγράφει με τρυφερότητα, νοσταλγία και χιούμορ τον κόσμο των χαμένων παιδικών μας χρόνων…
Ο Άγγελος Φραντζής (Polaroid, 2000, Το όνειρο του σκύλου, 2005) είναι ένας στυλίστας του σύγχρονου ελληνικού σινεμά, ο οποίος διερευνά τις φόρμες, την αισθητική και το θέμα του, με φαντασία, εφευρετικότητα και πρωτοτυπία.
Τέλος, η εμπορικότερη Όλγα Μαλέα κατόρθωσε κι αυτή όπως ο Περράκης, με τις κιτς και κάπως νατουραλιστικές, κοινωνικές κωμωδίες της, να συνδυάσει την εμπορικότητα με τις απαιτήσεις για σκηνοθετική επάρκεια και ποιότητα (με υλικό της τη σάτιρα, τη σεξουαλικότητα και τη γυναικεία ματιά). Τα φιλμ της, ο γυναικείος Οργασμός της αγελάδας (1996), η αξιοπρόσεχτη, ενδιαφέρουσα Διακριτική γοητεία των αρσενικών (1998), το μάλλον τηλεοπτικο-διαφημιστικής αισθητικής Ριζότο (2000), οι Λουκουμάδες με μέλι (2005) και η πολιτική σάτιρα Πρώτη φορά νονός (2007), έφεραν αρκετό κόσμο στα σινεμά. Τα φιλμ της Μαλέα εντάσσονται ενίοτε στη θεματική της ερωτικής κωμωδίας και της σεξοκωμωδίας (κυρίαρχα θεματικά μοτίβα, κωμωδία και σεξ): Λουκουμάδες με μέλι, Ριζότο, Ο οργασμός της αγελάδας.
(*) Ο Θόδωρος Σούμας είναι κριτικός κινηματογράφου και συγγραφέας κινηματογραφικών βιβλίων.