Σε λίγες μέρες κάνει πρεμιέρα η τελευταία ταινία του Δημήτρη Αθανίτη, Τρεις μέρες ευτυχίας. Το κινηματογραφικό έργο του Αθανίτη, οι έξη μεγάλου μήκους ταινίες του, μπορεί να διακριθεί σε δύο περιόδους εξέλιξής του. Στην πρώτη περίοδο, τα δύο πρώτα φιλμ του, Αντίο Βερολίνο (1994) και Καμιά συμπάθεια για τον διάβολο (1997), είναι ασπρόμαυρα, ως ένα βαθμό εξπρεσιονιστικά, σκληρά και λιτά φιλμ. Από αφηγηματική οπτική, είναι απλές μυθοπλασίες, που εξιστορούν μια μοναδική ιστορία που αναπτύσσεται προχωρώντας προς το τέλος της.
Με το Όνειρα καλοκαιρινής νύχτας (1999) περνά σε μια μυθοπλασία πολυπρόσωπη, δηλαδή με πολλούς χαρακτήρες, που όμως διέπεται από ενότητα χώρου και δράσης: περιστρέφεται γύρω από το ανέβασμα του ομώνυμου θεατρικού έργου του Σέξπιρ. Στην δεύτερη περίοδο του έργου του, στα φιλμ 2000+1 στιγμές (2000), Η πόλη των θαυμάτων (2005) και τις Τρεις μέρες ευτυχίας (2011), η μυθοπλασία διασπάται, με επιτυχία, σε παράλληλες αφηγήσεις που ακολουθούν τις πορείες των διαφορετικών χαρακτήρων. Σε αυτή τη δεύτερη, διακριτή περίοδο της φιλμογραφίας του, η αφήγηση είναι πολυπρόσωπη (και τριτοπρόσωπη) και ακολουθεί τις πολλαπλές, σε πρώτη όψη παράλληλες (στην πραγματικότητα συγκλίνουσες) τροχιές και ιστορίες των διαφόρων προσώπων της μυθοπλασίας, οι οποίες κάπου, συνήθως προς το τέλος, συναντιούνται.
Οι περισσότερες ταινίες του Αθανίτη διαρκούν γύρω στα 80 λεπτά. Είναι σύντομες λες και η πολύ μεγάλη διάρκεια θα επιβάρυνε ταινίες που χαρακτηρίζονται από εικαστική πυκνότητα και, στη δεύτερη περίοδο του έργου του, από αφηγηματική πολυπλοκότητα.
Ο Αθανίτης είναι ένας μοντερνιστής σκηνοθέτης, ένας ψαγμένος στυλίστας. Τα φιλμ του κατά κανόνα είναι σύνθετα, πολυπρόσωπα και, ταυτόχρονα, πολύ ελλειπτικά, αρκετά αφαιρετικά, με μια τάση μινιμαλισμού. Αυτές οι ιδιότητες τα κάνουν δυσπρόσιτα στον μέσο, ανεξοικείωτο με αυτές τις φόρμες, θεατή. Πρόκειται για σινεμά ιδιότυπο, ιδιόμορφο, απαιτητικό· διαφορετικό και ανεξάρτητο (μικρές παραγωγές, φιλμ στα οποία έγινε blow up ή γυρίστηκαν με ψηφιακή κάμερα), με προωθημένα αισθητικά, αφηγηματικά και σκηνοθετικά στάνταρ, που -λόγω αυτής του της κατεύθυνσης- δεν μετασχηματίζεται σε προσιτό, ιδιαίτερα ανοιχτό κι εμπορικό κινηματογράφο κοινής αποδοχής. Επειδή, όμως, οι κινηματογραφικοί και άλλοι κόσμοι μας είναι σε σημαντικό βαθμό κοινοί, βρήκα αρκετά στοιχεία που με ενδιαφέρουν στο σινεμά του…
Τρεις μέρες ευτυχίας
Στο προηγούμενο φιλμ του σκηνοθέτη, Η πόλη των θαυμάτων, που εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών αγώνων, υπάρχει κάποια αισιοδοξία και θετική ματιά. Το 2011, χρονιά του φιλμ με τον κάπως ειρωνικό τίτλο, Τρεις μέρες ευτυχίας, έχει πια τελειώσει άδοξα η φάση της ανάπτυξης και της ανόδου, έχει έρθει η εποχή της κρίσης, της κοινωνικής αποσύνθεσης και παρακμής, της αιφνιδιαστικής απώλειας της αθωότητας.
Η τελευταία ταινία του Αθανίτη, Τρεις μέρες ευτυχίας, παρακολουθεί τρεις διαφορετικές ιστορίες τριών νέων γυναικών σε κρίση και σε αναζήτηση ευτυχίας και διεξόδου στη ζωή τους. Η ταινία και οι χαρακτήρες προσπαθούν να δώσουν σχήμα σ’ αυτό που ψάχνουν, στην ευτυχία, σε κάτι ρευστό, που διαφεύγει ή που δεν υπάρχει αντικειμενικά. Ίσως αυτό που παρακολουθούμε στο φιλμ είναι λιγότερο η ευτυχία και περισσότερο η δυστυχία, μιας και αυτή κι ο πόνος σφραγίζουν πιο έντονα τις εικόνες που βλέπουμε…
Η αφηγηματική δομή που ακολουθείται είναι η εξής: και στις τρεις ιστορίες, στις τρεις ζωές, κάποια καθοριστικά περιστατικά, ήτοι «πρωτεύουσες λειτουργίες», δρουν καταλυτικά στην εξέλιξη της πορείας της καθεμίας. Πιο συγκεκριμένα, η ζωή της φοιτήτριας Βέρας διαταράσσεται όταν αυτοκτονεί η μητέρα της. Το αποτέλεσμα είναι ότι η οικογένεια διαλύεται ολοκληρωτικά, γιατί παρατάει τον υπεύθυνο για την αυτοκτονία, άπιστο πατέρα της, που τα είχε με την πόρνη Ιρένα. Στη δεύτερη, και κομβική ιστορία -γιατί απλώνεται και συναντά τις άλλες δύο- η νεαρή, παγιδευμένη και αποκλεισμένη, Ρωσίδα Ιρένα αποφασίζει να σταματήσει να πουλιέται και να φύγει στον Καναδά με το φίλο της, απόφαση που επιφέρει την τιμωρία των νταβατζήδων. Στην τρίτη ιστορία, η Άννα πρόκειται να παντρευτεί, μα η ξαφνική απιστία του αγαπημένου της και αυριανού γαμπρού, στο μπάτσελορ πάρτυ, με την «αγορασμένη» Ιρένα, την κλονίζει και την κάνει να αμφιταλαντεύεται…
Συνδετικός κρίκος, κοινό, κομβικό πρόσωπο των τριών ιστοριών είναι η Ρωσίδα πόρνη. Το μοντάζ των τριών ιστοριών είναι κυρίως παράλληλο, μα μερικές φορές επανέρχεται στα προηγούμενα πρόσωπα, οι ιστορίες πλέκονται και κάποιοι χαρακτήρες τους συναντιούνται.
Το Τρεις μέρες ευτυχίας μας μιλά για την οδύνη, την αποξένωση, τη βία, την εκμετάλλευση και την αδικία (κυρίως εναντίον της γυναίκας), την απελπισία, το κλάμα, τη δυσκολία επικοινωνίας, το σαρκικό σεξ και τον έρωτα, την ανάγκη να προχωρήσεις και να συγχωρέσεις… Στο τέλος της μυθοπλασίας, μετά από αρκετές απώλειες, καταστροφές και θανάτους (η μητέρα αυτοκτονεί, η κόρη παρατά τον ανεύθυνο πατέρα και οι Ρώσοι νταβατζήδες σκοτώνουν τον Ρώσο αγαπητικό της πόρνης), αναγεννιέται μια ελπιδοφόρα ερωτική σχέση, της Άννας με τον αγαπημένο της.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιλογή και η κινηματογράφηση των χώρων με τους αυτοκινητόδρομους, τις αερογέφυρες και πεζογέφυρες, τα τραίνα, λεωφορεία και φορτηγά, δηλαδή οι εικόνες των βιομηχανικών, λαϊκών περιοχών. Η δυναμική χρήση τους στα εικαστικά φροντισμένα πλάνα, προδίδει τις αρχιτεκτονικές σπουδές του Αθανίτη.
Η πόλη των θαυμάτων
Συνεχίζουμε από τα νεότερα προς στα παλιότερα, πρώτα φιλμ του. Το αμέσως προηγούμενο είναι, λοιπόν, Η πόλη των θαυμάτων, που διαδραματίζεται τις μέρες των Ολυμπιακών αγώνων στην Αθήνα, τον Αύγουστο του 2004. Ο Αθανίτης υιοθετεί και εδώ, με αφηγηματική δεξιοτεχνία, την πολυπρόσωπη, παράλληλη αφήγηση πολλών ιστοριών πολλών χαρακτήρων, που συγκλίνουν και που εκτυλίσσονται ταυτόχρονα με την Ολυμπιάδα, επηρεασμένες από τα γεγονότα της. Η κυριότερη διαφορά με τις άλλες ταινίες του είναι η αισιοδοξία και η θετική ματιά του, βασισμένες κυρίως στον έρωτα που υποστηρίζει πολλές από της ιστορίες και τους δίνει σάρκα και οστά. Επίσης, διαφέρει από τις υπόλοιπες ταινίες του γιατί είναι πιο ανθρώπινη και, με απλό τρόπο, συναισθηματική. Η μυθοπλασία εκθέτει μικρά ή μεγάλα δράματα και έρωτες, ιστορίες συναισθηματικές, μελοδραματικές ή σκληρές.
Παρόλο που έχει γυριστεί με μια απλή ψηφιακή κάμερα, η ταινία περικλείει μια πλούσια, καλειδοσκοπική φαντασμαγορία, βασισμένη στις εικόνες της μεγάλης και κατ’ ουσίαν λαϊκής γιορτής της Ολυμπιάδας και των διαφόρων όμορφων χώρων και περιοχών της Αθήνας: Εικόνες της Αθήνας να ζει, σε αναβρασμό· με οπτικά ιντερμέδια από διαφορετικές όψεις και γειτονιές, αρχαιολογικούς, νεοκλασικούς ή σύγχρονους χώρους και γιορτές δρόμου. Σημαντική, άρα, διαφορά του φιλμ με τα υπόλοιπα, είναι η πολύχρωμη, πλουμιστή, θεαματική εικόνα και φωτογραφία του…
Κάθε τόσο οι χαρακτήρες, ο ένας μετά τον άλλο, μιλούν στον κινηματογραφικό φακό, για τις επιθυμίες και τις προσδοκίες τους απ’ αυτές τις γιορταστικές μέρες, σαν να δίνουν συνέντευξη (πιθανά στην τηλεοπτική ρεπόρτερ Μελίνα).
Η φιξιόν παρακολουθεί τους ήρωες από το χρονικό διάστημα του ερχομού τους στην ανάστατη, φωταγωγημένη πόλη, με αεροπλάνο, τραίνο, πλοίο ή λεωφορείο. Τα πρόσωπα αυτά, που παρακολουθούμε σε παράλληλο μοντάζ κατά μόνας ή κατά ζευγάρια, κάποιες φορές συναντιούνται. Τα δύο ζευγάρια και η μικρή κόρη της Διδασκάλου, σχηματίζουν τελικά ένα πεντάγωνο του οποίου οι κορυφές αποτελούνται από την τηλεοπτική δημοσιογράφο Μελίνα (Ματσάγγου) που παρουσιάζει ανθρώπους που ήρθαν να δουν τους Ολυμπιακούς αγώνες· τον εραστή της Νίκο (Χατζηδάκης) που δεν θέλει να κάνει παιδί· το εξαφανισμένο, στους Ολυμπιακούς αγώνες, κοριτσάκι με το οποίο συναντιέται τυχαία και το παίρνει υπό την προστασία του, πράγμα που τον κάνει να αλλάξει άποψη για την πατρότητα· τη μητέρα του χαμένου κοριτσιού (Διδασκάλου) που ανησυχεί και θλίβεται· και τον νεοαφιχθέντα Ελληνορώσο (Β.Ελεύθερος) που την επισκέπτεται μετά από χρόνια και της ζητά να τα ξαναφτιάξουν.
Μέσω μιας Αμερικανίδας δημοσιογράφου που παίρνει συνέντευξη από τη Μελίνα, συνδεόμαστε με ένα τρίτο ζευγάρι, την κόρη της Αμερικανίδας (Ε.Ντούμα) και τον Γαλλοβραζιλιάνο φωτογράφο, που γνωρίζονται και ερωτεύονται στην Ολυμπιάδα. Τελευταίο ζευγάρι, που δεν συνδέεται με τα άλλα, αυτό των Γιαπωνέζων που ήρθαν να παντρευτούν στην Αθήνα, μα το ελληνικό πρακτορείο-μαϊμού τους ξεγέλασε και τους πήρε τα λεφτά χωρίς να τους παράσχει τίποτα. Η Αθήνα των Ολυμπιακών μετατρέπεται σε τόπο συνάντησης διαφορετικών φυλών, πολιτισμών και νοοτροπιών. Σταδιακά, η πολυπλοκότητα της κινηματ.διήγησης και τα θέματά της γίνονται εμφανή…
Η εορταστική, σε εγρήγορση Αθήνα της Ολυμπιάδας μάς παρουσιάζεται σαν μια μεγαλούπολη που κάνει επανεκκίνηση και μετατρέπεται αδιόρατα σε πόλη των θαυμάτων, όπου όλα μπορούν να συμβούν… Κυρίως, να ανθίσει ο έρωτας… Να αλλάξουν οι άνθρωποι άποψη για τη δυνατότητα να αποκτήσουν παιδί και την πατρότητα (απασχολεί τα πέντε πρόσωπα του προαναφερθέντος πενταγώνου συν τον φωτογράφο). Τα πρόσωπα βλέπουν πάρα πολλά τις μέρες των Ολυμπιακών, πράγματα που δεν τα κοίταζαν πριν, σαν να βγήκαν από τα κλειστά όρια του εαυτού τους. Τα ξανανακαλύπτουν όλα από την αρχή, μονάχοι τους. Η ιστορία τους ξαναξεκινά όταν αρχίζουν να αισθάνονται, να βλέπουν και να αγγίζουν εκ νέου. Και γι’ αυτό περιμένουν από τη ζωή τα πάντα (ιδίως οι γυναίκες και οι νέοι)…
Η ταινία δεν είχε την υποδοχή που δικαιούτο, ίσως λόγω της «ιδεολογικοπολιτικού» τύπου προκατάληψης πολλών Ελλήνων προοδευτικών εναντίον της Ολυμπιάδας. Αυτά τα ιδεολογήματα πιθανά να μέτρησαν περισσότερο από κάποιες αδυναμίες της ταινίας, π.χ. την κάπως εσπευσμένη, από αφηγηματική άποψη, απόληξη ορισμένων από τα εξιστορούμενα δράματα, ή την υπερβολικά γλυκιά ερμηνεία της Ντούμα.
Η αλήθεια όμως είναι ότι ο σκηνοθέτης είδε αμερόληπτα, αντικειμενικά και κριτικά -μα με διακριτικό τρόπο- την Ολυμπιάδα: π.χ. ο Νίκος αναφέρεται στην ψύχωση που κατέλαβε τους Έλληνες με τους Ολυμπιακούς, γιατί θέλουν να βάλουν κάτι δυνατό στη ζωή τους που θα τους ξυπνήσει και εξιτάρει. Ο σκηνοθέτης περιγράφει απομυθοποιητικά τη στάση του πρωταθλητή που χάνει την πίστη στο σκοπό του, καταλαμβάνεται από φόβο κι άγχος και τα παρατάει χωρίς να πάρει μέρος. Η ταινία μας λέει ότι οι μέρες είναι γιορτινές, αλλά όχι για όλους… Πως η ζωή, τα προβλήματά της και τα πράγματα που διακόψαμε, μετά το τέλος των αγώνων, δεν θα μας ξεχάσουν και θα είναι πάντα εδώ… Κι ακόμη πως -σύμφωνα με όσα λέει κι η Έλενα (Ντούμα)- οι πλούσιες, χρωματιστές, πολλές εικόνες και φωτογραφίες των ανθρώπων και της ζωής τους, ως αποτυπώσεις παρελθόντων, χαμένων στιγμών, αποθανατίζουν κι αποτυπώνουν το τέλος όλων των πραγμάτων και συνδέονται έτσι με τον θάνατο…
2000+1 στιγμές
Το 2000+1 στιγμές είναι η πρώτη του πολύ αξιόλογη ταινία πολυπρόσωπης, παράλληλης αφήγησης πολλών μικροϊστοριών. Διαδραματίζεται τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά του 2000, λίγο πριν από μια σημαντική μέρα, την αλλαγή χιλιετίας. Η ταινία παρακολουθεί την πορεία οκτώ προσώπων τις ημέρες του Μιλλένιουμ. Η αφήγηση παρακολουθεί παράλληλα την εξέλιξη αυτών των διαδρομών, που κάποιες στιγμές τέμνονται, και μάλιστα ιδιαίτερα βίαια, ειδικά προς το τέλος, τη στιγμή της αλλαγής του χρόνου: Τότε ο άνεργος, παντρεμένος άντρας δολοφονεί, κατ’ εντολή και για χρήματα, το παράνομο ζευγάρι του έγγαμου, εκβιαζόμενου επιχειρηματία και της εγκύου ερωμένης του.
Και αυτή η ταινία του Αθανίτη περιστρέφεται γύρω από τα θέματα της μοναξιάς και της ανθρώπινης αποξένωσης, ιδιαίτερα των ζευγαριών. Οι ψυχρές, γαλαζωπές εικόνες (εδώ η φωτογραφία είναι πιο λειτουργική από τις απόλυτα μπλε μονοχρωμίες του Τρεις μέρες ευτυχίας) δίνουν πολύ καλά την αίσθηση της παγωμένης μοναχικότητας. Επίσης, οι όψεις της Αθήνας ως παγερής μεγαλούπολης που προετοιμάζεται -με κάποια αποστασιοποίηση- για το Μιλλένιουμ, λεωφόροι, αυτοκίνητα, φώτα, χριστουγεννιάτικα δένδρα κ.λπ., είναι πολύ παραστατικές. Γενικά, τα πλάνα είναι εκφραστικά κι ατμοσφαιρικά.
Το ντεκουπάζ των πλάνων και η σκηνοθεσία, είναι πολύ ελλειπτικά. Τίποτα δεν υπερτονίζεται ή δραματοποιείται, όλα αποδίδονται χωρίς πολλές πληροφορίες και λεπτομέρειες, με λιγοστά λόγια, με εικόνες λιτές και φειδωλές. Μερικές φορές η στόχευση της έλλειψης είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική, ακριβής και διακριτική, όπως τη φορά που ο ηλικιωμένος κάτοικος της άδειας πολυκατοικίας, τη νύχτα της παραμονής πρωτοχρονιάς, χτυπά το κουδούνι του φοιτητή που ξέμεινε μόνος του για να γράψει στο pc τη διπλωματική του, για να του ευχηθεί χρόνια πολλά και να του πει ότι χάρηκε πολύ που έμεινε στην ερημωμένη πολυκατοικία... Ή όταν, για να χαρεί κι αυτός λιγάκι τα Χριστούγεννα, φέρνει ένα αστείο, λιλιπούτειο δενδράκι, που μετά από κάποιο ψάξιμο, τοποθετεί πάνω στην τηλεόραση, η οποία είναι αυτή που συντροφεύει τις μοναχικές στιγμές του…
Τα μοτίβα της μοναξιάς, της απόγνωσης και αποξένωσης, διαπερνούν όλη τη μυθοπλασία και τους χαρακτήρες της: Τον ηλικιωμένο και το φοιτητή της πολυκατοικίας, και την απατημένη σύζυγο την οποία ο φοιτητής παρατηρεί στο απέναντι σπίτι· το ζευγάρι της εργαζόμενης συζύγου και του δυσαρεστημένου άνεργου άντρα της, που τελικά αναλαμβάνει να κάνει, για τα λεφτά, έναν φόνο· του μικρού, άστεγου Αλβανού, που χωρίς γονείς, περιφέρεται στην Αθήνα με μοναδικό σκοπό του να δει στον Λυκαβηττό την εκτόξευση των εορταστικών πυροτεχνημάτων. Η μόνη κάπως ελπιδοφόρα και ζεστή σχέση είναι αυτή του παράνομου ζευγαριού που μαθαίνει ότι περιμένει παιδί, το οποίο όμως δολοφονεί ο άνεργος, εκτελώντας το συμβόλαιο θανάτου…
Άλλη μια έκφραση της βίας και δυστυχίας, είναι η εκμετάλλευση και μιζέρια που βιώνει ο Αλβανός πιτσιρίκος, η εικόνα του οποίου κλείνει αμφίσημα την ταινία και αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην ελπίδα (ο μικρός αγναντεύει τον ουρανό) και τον κίνδυνο και θάνατο (μετά στέκεται, αφημένος, στη μέση του αυτοκινητόδρομου, ανάμεσα στα αυτοκίνητα, με κλειστά τα μάτια)… Γιατί όπως λένε τα τηλεοπτικά επίκαιρα, που βλέπουμε για πολλοστή φορά, στο τέλος του φιλμ, αυτή τη φορά από το Σεράγεβο, πρέπει να ζήσουμε όλοι μαζί, με ειρήνη. Μα, όπως αναρωτιέται, μαζί με την ταινία, μια εικονιζόμενη σχολιαστής, πώς άραγε μπορούμε να νοιώσουμε αισιοδοξία για τα επερχόμενα που δεν μπορούμε να προβλέψουμε;
Σε διάφορες, διάσπαρτες παντού συσκευές, εικόνες από τις ειδήσεις εμφανίζονται κάθε τόσο στις τηλεοράσεις των ανθρώπων ή των μαγαζιών. Εικόνες φτώχειας, μιζέριας, εξεγέρσεων, προετοιμασίας της γιορτής του Μιλλένιουμ, συγκρούσεων ή δυστυχίας, που δίνουν τον τόνο στην ταινία…
Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας
Το Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας (1999) περιγράφει το ανέβασμα του ομώνυμου έργου του Σαίξπηρ από έναν νεανικό θίασο, υπό τη διεύθυνση του νέου σκηνοθέτη Άκη.
Στο φιλμ έχουμε να κάνουμε με πολλά πρόσωπα, μα όχι με παράλληλη αφήγηση, όχι με πολλές ιστορίες διαφορετικών προσώπων που τελικά συγκλίνουν, όπως στα μεταγενέστερα του Αθανίτη. Τα πρόσωπα εδώ συμμετέχουν στην ίδια ιστορία, στην ίδια παράσταση, στο ανέβασμα μιας μοντέρνας διασκευής, και έχουν κοινό (καλλιτεχνικό και συναισθηματικό) αγώνα.
Επειδή το θέμα του έργου είναι ο έρωτας και φορείς του οι νέοι, ο σκηνοθέτης διασκευάζει και μεταφέρει το κλασικό, ρομαντικό θεατρικό έργο στη σύγχρονη εποχή, στην Αθήνα του σήμερα.
Κεντρικός άξονας τόσο του θεατρικού, όσο και των σχέσεων των ηθοποιών είναι οι έρωτες, τα ερωτικά συναισθήματα. Οι ερωτικές επιθυμίες και διαθέσεις των ανθρώπων αλλάζουν, μετατοπίζονται από τον έναν στον άλλον. Οι πόθοι ανταλλάσσονται, ο ένας αγαπά τον άλλη που αγαπά κάποιον άλλον, και μετά οι επιθυμίες και προτιμήσεις επαναδιατάσσονται. Όπως λέει και ο Σαίξπηρ, ο έρωτας σαν παλαβούς κάνει όλους τους θνητούς… Οι ήρωες αγαπούν ή παίζουν; Υποκρίνονται, ακόμη και στους εαυτούς τους, πως αγαπούν; Οι περιπλοκές αυξάνονται, κλιμακώνονται, μα στο τέλος κάπως καταλαγιάζουν…
Η ταινία πραγματεύεται το θέμα της σχέσης τέχνης και πραγματικότητας, ζωής και τέχνης, ή θεάτρου και ζωής. Τα λόγια και οι πράξεις των χαρακτήρων, που είναι ηθοποιοί, ταιριάζουν με τα λόγια του έργου του Σαίξπηρ. Οι διάλογοι και οι σκέψεις των σαιξπηρικών ρόλων και των προσώπων του σήμερα ταιριάζουν ή ταυτίζονται...
Η ταινία βασίστηκε στον αυτοσχεδιασμό. Οι ηθοποιοί διατήρησαν τα πραγματικά ονόματά τους, φορούν τα ρούχα τους χωρίς μακιγιάζ, παίζουν στα σπίτια τους, βάζουν ένα κομμάτι από τους εαυτούς τους στους ρόλους και εν μέρει αυτοσχεδιάζουν. (Ίσως, ο Σολωμός, στο βασικό, κεντρικό ρόλο του σκηνοθέτη της παράστασης, να μην είχε την απαιτούμενη ακτινοβολία). Το σενάριο γράφτηκε από τον Αθανίτη πάνω στους ηθοποιούς, και συνέχισε να δουλεύεται στις πρόβες και τα γυρίσματα, εμπλουτισμένο από τους αυτοσχεδιασμούς των ηθοποιών. Πρόκειται για μικρή παραγωγή, με μικρό συνεργείο, κάμερα στο χέρι, χωρίς φώτα και κατασκευασμένα ντεκόρ.
Kαμιά συμπάθεια για τον διάβολο
Το Kαμιά συμπάθεια για τον διάβολο (1997) είναι μια σύγχρονη, πολύ ερωτική, σκοτεινή και μοντέρνα εκδοχή του μύθου της Ευρυδίκης και του Ορφέα. Πρόκειται για μια πολύ αξιόλογη, ασπρόμαυρη, ζοφερή, ατμοσφαιρική ταινία ερωτισμού και οπτικής, κινηματογραφικής ποίησης. Ο Αθανίτης κατασκεύασε ένα πρωτότυπο, μοντέρνο δημιούργημα, υπέρβασης των συμβατικών μυθοπλαστικών ορίων, ένα κινηματογραφικό πόνημα σκληρό, θανατερό και σκοτεινό. Παραμένοντας συνειδητά στα όρια της μικρής και οικονομικής παραγωγής, επέλεξε μια λιτή, «σκληρή» αισθητική με έντονα κοντράστα, δυνατά, φωτεινά άσπρα και έντονα μαύρα στην εικόνα, απειλητικούς, μυστηριακούς και φθαρμένους βιομηχανικούς χώρους ως ντεκόρ, γυμνά, προκλητικά σώματα σε κατάσταση ερωτικού παροξυσμού, ερωτικής επιβολής ή βίας (από τη μεριά κάποιων δυναστευτικών ανδρών), ή σεξουαλικής επίδειξης (στριπτίζ ή σεξ), έντονη εικαστικότητα, διαλόγους απότομους, απλούς ή ποιητικούς. Το σύνολο συναπαρτίζει ένα απόκοσμο, φετιχιστικό, φορτισμένο σεξουαλικά, βίαιο και μαγικό σύμπαν στα όρια του φανταστικού κινηματογράφου, αν και κινείται μέσα στη βρώμικη, μισοερειπωμένη, νυχτερινή πόλη και τα όριά της (π.χ. βιομηχανικό τοπίο λιμανιού).
Η εκπληκτικά σαγηνευτική κι αισθησιακή Ευρυδίκη (Λένα Κιτσοπούλου), άγριας κι αλήτικης ομορφιάς, που μόλις έχει βγει από τη φυλακή, είναι χωμένη ως τα μπούνια στον κόσμο των μπαρ, των στριπτίζ και των ναρκωτικών. Δουλεύει ή κινείται σε φαστ φουντ, χαμαιτυπεία, ανάμεσα στον υπόκοσμο και τους εκμεταλλευτές του σεξ και του γυναικείου σώματος… Ο Ορφέας (Καζανάς), μποξέρ και ταμίας σε σουπερμάρκετ όπου τη συλλαμβάνει να κλέβει, δεν αργεί να την ερωτευτεί παθιασμένα και σαρκικά. Κάνουν έντονο σεξ και ζουν τον (σουρεαλιστικό) τρελό έρωτα. Όταν η Ευρυδίκη εξαφανίζεται, καταδύεται στην κόλασή της και την αναζητά μέσα στο βρωμερό, ανήθικο (υπό)κόσμο της με σκοπό να την σώσει από τους κινδύνους του ξεπεσμού και των overdose (τελικά πεθαίνει από υπερβολική δόση και τις καταχρήσεις).
Αντίο Βερολίνο
Η πρώτη μεγάλου μήκους του, το 1994, είναι μια τυπικά ανεξάρτητη ταινία χαμηλού προϋπολογισμού, μινιμαλιστική, ασπρόμαυρη με σκληρά κοντράστα, και ατμοσφαιρική, με μπόλικο διαβρωτικό, αυτοϋπονομευτικό χιούμορ, δεδομένου ότι η ιστορία της εκτυλίσσεται στο χώρο του κινηματογράφου. Χαρακτηρίζεται επίσης για τη μινιμαλιστική παγεράδα της, καθώς και για μια αίσθηση αποτυχίας και απελπισίας, διανθισμένη από (αυτό)σαρκασμό. Έχουμε να κάνουμε με ένα αυτοαναφορικό, σινεφιλ φιλμ που αυτοπαρωδείται.
Αν και μικρή παραγωγή, οι εικόνες του είναι μεστές, λειτουργικές, εικαστικά επεξεργασμένες, και ποικίλουν, ήτοι ξετυλίγονται από το Βερολίνο του τίτλου ως τις περιοχές της Αθήνας. Ο ήρωας της μυθοπλασίας Άλεξ, είναι ένας Έλληνας σκηνοθέτης, που στο Βερολίνο έχει στο ενεργητικό του μια ασήμαντη καριέρα μα και ένα μεγάλο όνειρο, ένα σημαντικό πρότζεκτ κι ένα σενάριο που το γράφει αναλώνοντας τρία χρόνια από τη ζωή του, περιμένοντας μάταια να του βρει παραγωγό ο ελληνογερμανός ατζέντης του. Η πολυπόθητη ευκαιρία θα του δοθεί στη γενέτειρά του Αθήνα, όπου θα βρεθεί, προσκαλεσμένος, σε ένα δωμάτιο ακριβού ξενοδοχείου.
O Άλεξ έχει στιλ, αστείο πρόσωπο και ντύσιμο, ταυτίζεται περίφημα με τον ηθοποιό Π. Θανασούλη, φευγάτο, ποιητικό και παράταιρο όπως ακριβώς ταιριάζει… Η πορεία του διαγράφεται από την προσμονή, την ελπίδα και την απογοήτευση και παραίτηση, έως την διάψευση, την απόρριψη και την καταστροφή, τον θάνατο. Η διάψευση του μεγάλου κινηματογραφικού ονείρου, είναι κοινός τόπος με άλλα πρόσωπα της ιστορίας, π.χ. της Γερμανίδας ηθοποιού που ποθούσε, μάταια, να πάρει μέρος σε μια μεγάλη, αμερικάνικη, χολιγουντιανή παραγωγή. Πολλοί ήρωες τρέφουν μεγάλα κινηματογραφικά όνειρα αναγνώρισης, επιθυμούν να γίνουν σταρ στον τομέα τους, ο Άλεξ, η νεαρή γκαρσόνα που επιλέγει για να υποδυθεί την ηρωίδα του σεναρίου του, ο πατέρας της για λογαριασμό της, η Γερμανίδα ηθοποιός, ακόμη -έμμεσα- και οι παραγωγοί που συναντά.
Η διαδρομή που διανύει είναι διάσπαρτη από ανθρώπους του σινεμά: Ατζέντης, παραγωγοί (εκ των οποίων ο Έλληνας θυμίζει κάπως τον Μαξ Ρόμαν), μια αναγνωρισμένη Γερμανίδα ηθοποιός που απορρίπτει τον κεντρικό ρόλο του, μια νεαρή Ελληνίδα που ονειρεύεται να γίνει σταρ, ο γέρος πατέρας του, πρώην αιθουσάρχης κ.α.…
Το φιλμ είναι, ως ένα βαθμό, και road movie, γιατί περιπλανάται σε διάφορους ψυχρούς, σκοτεινούς, περίεργους και μισοάδειους χώρους. Θυμίζει λίγο τα πρώτα φιλμ του Τζάρμους. Άλλωστε ανάμεσα στους δύο κακοποιούς που παρακολουθούν τον Άλεξ (τους υποδύονται δυο σκηνοθέτες -άλλη μία κινηματογραφοφιλική αναφορά- ο ίδιος ο Αθανίτης και ο Νίκος Τριανταφυλλίδης), ο ένας είναι φτυστός ο Τζάρμους… Κυνηγάνε από λάθος τον Άλεξ, συγχέοντάς τον με έναν άντρα που χρωστά λεφτά στον υπόκοσμο και του μοιάζει ως σωσίας και alter ego του.
Στην πορεία της μυθοπλασίας κάνουν την εμφάνισή τους ένα σωρό απορρίψεις και ματαιώσεις. Έτσι, στο τέλος, αφού το σενάριο εποχής του Άλεξ έχει απορριφθεί από τον παραγωγό ως πανάκριβο και πεπαλαιωμένης σύλληψης, τον δολοφονούν, δίνοντας στο κλείσιμο μια επιπλέον οδυνηρή νότα, μια πικρή γεύση θανατερής αποτυχίας, αν και το δροσιστικό, διαβρωτικό χιούμορ είναι παντού παρόν.
Το φιλμ έχει, μεταξύ άλλων, και μια διάσταση (γερμανο)εξπρεσιονιστική -όπως και το επόμενο του σκηνοθέτη-, έτσι όπως χρησιμοποιεί τις έντονες αντιθέσεις άσπρου/μαύρου και τις σκιές, για παράδειγμα τη σκιά του Έλληνα παραγωγού που μιλά πίσω από το άσπρο πανί (ο οποίος περιέργως θυμίζει λίγο …Δρ. Μαμπούζε).
Στο φιλμαρισμένο χώρο, στο φόντο, εμφανίζονται συχνά συσκευές τηλεόρασης που παίζουν ταινίες (ακόμη κι ένα παλιό ελληνικό μιούζικαλ) ή βιντεοκλίπ από το ΜΤV, συνήθως χιπ χοπ. Όλα τα παραπάνω συμβάλλουν στη δημιουργία μιας παράξενης, αλλόκοτης ατμόσφαιρας… Όπως διατείνονται ο σκηνοθέτης και ο αιθουσάρχης πατέρας του, στο σινεμά η ζωή γίνεται όνειρο και όλα επιτρέπονται…