«Ψάχνω τις αισθήσεις μου σαν εξερευνητής των πόλων. Μόλις ανακαλύψω μια μικρή συγκίνηση, μια τόση δα, έστω και ανάμνηση από την πληθώρα εκείνη του παλιού μου καιρού, τη βάζω στο σεντούκι με προσοχή και την καταγράφω σαν χρυσοθήρας στο αρχείο...»
Τώνια Μαρκετάκη.
Η Τώνια Μαρκετάκη γεννήθηκε το 1942. Σπούδαζει κινηματογράφο στην I.D.H.E.C. στο Παρίσι και ξεκινά την ένταξη της στον ελληνικό χώρο ως κριτικός κινηματογράφου από το 1963 ως το 1967 για τα έντυπα Δημοκρατική Αλλαγή, Το Βήμα, Ταχυδρόμος. Το 1967 παρουσιάζει την πρώτη μικρού μήκους ταινία της Ο Γιάννης και ο Δρόμος. Την ίδια χρονιά φυλακίζεται και εξορίζεται. Εργάζεται στην Αγγλία, ως βοηθός μοντέρ, και στο Αλγέρι, ως σκηνοθέτης εκπαιδευτικών ταινιών για αγράμματους αγρότες. Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Ιωάννης ο Βίαιος (1973) βραβεύεται στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και κέρδιζει την εκτίμηση των κριτικών στο Φόρουμ του Φεστιβάλ του Βερολίνου. Ακολουθούν, η τηλεοπτική σειρά Λεμονοδάσος (1978), και οι επίσης πολυβραβευμένες ταινίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό Η Τιμή της Αγάπης και Κρυστάλλινες Νύχτες. Σκηνοθέτει θεατρικά έργα. Εργάζεται σαν Βοηθός Γενικού Διευθυντή στην Κρατική Τηλεόραση και κάνει ραδιοφωνικές εκπομπές. Μεταφράζει και γράφει ποιήματα και πεζά.
Αν και χάθηκε πρόωρα, μόλις στα 52 της, θεωρείται από τις σημαντικότερες γυναίκες σκηνοθέτες του νέου ελληνικού κινηματογράφου.
ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
1967 Ο Γιάννης και ο Δρόμος / 1973 Ιωάννης ο Βίαιος / 1978 Λεμονοδάσος (τηλεοπτική σειρά) / 1983 Η τιμή της αγάπης / 1992 Κρυστάλλινες Νύχτες
Για την πρώτη της ταινία Ο Γιάννης και ο Δρόμος, η Τώνια Μαρκετάκη γράφει: "Δεν θυμάμαι πια τί ήθελα να κάνω μ'αυτή την πρώτη ταινία. Θυμάμαι όμως μια σχετική μου φράση, τότε: "Ένας άνθρωπος πού κολυμπά ανάμεσα στα πράγματα..." Θυμάμαι επίσης μια ατμόσφαιρα μεταξύ πνιγμού κι εγκυμοσύνης πού βάραινε πάνω μας, το πολιτικό αδιέξοδο, τη μοναξιά της μετεφηβικής ηλικίας πού μάταια προσπαθεί να σπάσει τον κλοιό της με την ένταξη σε ομάδες. Περιφέρεται στους δρόμους, βλέπει κι αισθάνεται θαμπά, δεν ξέρει που τελειώνει ή ονειροπόληση και που αρχίζει ή πραγματικότητα. Κι όμως, μέσα σ' όλα αυτά, υπάρχει μια διαύγεια, μια υποσυνείδητη διαύγεια: το πίσω μέρος του μυαλού καταγράφει τα μηνύματα, τα επεξεργάζεται ερήμην σου και το υποσυνείδητο καταλήγει να ξέρει αυτό πού εσύ δεν ξέρεις. Δεν μπορεί να το εκφράσει με λόγια και βγάζει μια κραυγή: ένα σήμα κινδύνου. Άλλα κι ένα στωικό χαμόγελο, μια και ή περιπέτεια ανοίγεται στο μέλλον και το μέλλον είσαι εσύ. "Θα δούμε, λοιπόν. Γεια χαρά" ."
Ο Ιωάννης ο βίαιος είναι μια ταινία για τον νόμο και την θεατρικότητα του νόμου. Μια κοπέλα βρίσκεται δολοφονημένη. Η αναπαράσταση της σκηνής γίνεται με αλλεπάλληλα φλας μπακ, με αλλεπάλληλες μαρτυρίες αυτοπτών. Μέσα από τον ημερήσιο τύπο δεν πληροφορούμαστε τόσο για τις συνθήκες της δολοφονίας, όσο για το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής -της Ελλάδας της δεκαετίας του ’60- τα ήθη που κυριαρχούν και εκείνα που αρχίζουν να δημιουργούνται. Στο περιθώριο αυτής της κοινωνίας, ο Γιάννης Ζάχος ζει στο δικό του φανταστικό και ποιητικό κόσμο. Είναι άτομο ψυχολογικά βεβαρημένο, του οποίου όμως η διάνοια είναι πάνω από τα συνηθισμένα επίπεδα. Ζει τις ερωτικές του φαντασιώσεις μέσα στο όνειρο της καθαρτικής βίας, ονειρεύεται να σκοτώσει μια γυναίκα για να επιβεβαιώσει τον ανδρισμό του και τα όνειρα εξουσίας και δύναμης. (...) Αναπαριστά ότι έχει διαβάσει στις εφημερίδες και η σχιζοφρένεια τέμνει το κοινωνικό και το ψυχολογικό πεδίο όταν ο Γιάννης γοητεύει το κοινό, τους δημοσιογράφους, τους ψυχιάτρους και τους δικαστές, «γιατί το περιθωριακό, απομονωμένο και αδικημένο από τη φύση του άτομο συμβαίνει να είναι προικισμένο όχι μόνο με ευφυΐα, αλλά και με γοητεία και χάρη, ενώ το ανιδιοτελές του κίνητρο, η ομολογία για μια μάταιη πράξη βίας, προς χάριν μιας εκτόνωσης μιας παγιδευμένης ψυχής, συναρπάζει κυριολεκτικά τη νεολαία της εποχής, που βλέπει στο πρόσωπο του Γιάννη έναν γνήσιο εκφραστή των βαθύτερων αναγκών της». Το θέατρο του νόμου αντιμετωπίζεται κλινικά από την Μαρκετάκη, ενώ εισάγει με δεξιοτεχνία την τρέλα στο κοινωνικό πεδίο.
Ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος σημειώνει για την ταινία Η τιμή της αγάπης:" «Η τιμή της αγάπης» δεν είναι ρεαλιστική ταινία. Η προσέγγιση διαθλάται μέσα από τη φιλολογία, που διπλασιάζει την παρουσία της, με αφηγήσεις. Όμως η Μαρκετάκη βρίσκει το ισοδύναμο σε μια στιλιστική άποψη. Συνθέτει τις εικόνες της, ιδίως στις εξωτερικές λήψεις, με αντίληψη εικαστική. Κάτι περισσότερο: Με μνήμες ζωγραφικής, τόσο στην μνημειακή και στοχαστική τοποθέτηση των ανθρώπινων μορφών, όσο και στις γενικές συνθέσεις των όγκων των γραμμών και στο χρώμα, ένα μελιχρό κιτρινωπό φως.
Τελικά δεν προκύπτει έτσι μόνο μια φορμαλιστική λαμπρότητα αλλά αισθανόμαστε πια ότι το συνολικό «τοπίο» - πόλη – άνθρωποι, παίζει ρόλο ενεργό, διευρύνοντας το πλαίσιο ζωής και απηχώντας το δράμα, σαν το ηχείο των μουσικών οργάνων. Σ’ αυτή τη γενική τάση για αισθητική λεπτότητα, (μαζί με την επιβλητική για τα ελληνικά δεδομένα αναπαράσταση της εποχής) η σκηνοθέτης παρεμβάλλει μιαν αντίρροπη δύναμη. Δουλεύοντας σε μεγάλο ποσοστό με ντόπιους μη επαγγελματίες ηθοποιούς, φέρνει στο «παιχνίδι» μια αδιόρατη γεύση ερασιτεχνισμού, που διαταράσσει δημιουργικά τη ραφινάτη ισορροπία."
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης αναφέρει για την ταινία Κρυστάλλινες Νύχτες: "Η τελευταία ταινία της Τώνιας Μαρκετάκη επιβάλλει πολλαπλές αναγνώσεις της - πολλαπλές, τόσο ως προς τον αριθμό των αναγνώσεων όσο και ως προς τον τρόπο ανάγνωσης γιατί, αν στην Τιμή της αγάπης η Μαρκετάκη κατάφερε να κάνει να συμπλεύσουν αρμονικά ο ρεαλισμός και η ποίηση των συμβόλων, εδώ το εγχείρημα αγγίζει τα όρια μιας τρελής, δαιμονικής ακροβασίας χωρίς δίχτυ: τα σύμβολα και η ρεαλιστική αφήγηση δεν συμπλέουν απλώς - συμμιγνύονται, γίνονται ένα. Το συντακτικό της ρεαλιστικής αφήγησης δομείται πάνω στη γραμματική των συμβόλων, τα οποία, με τη σειρά τους, χωρίς να ξεπουλάνε τίποτα απ' τη φορμαλιστική τους αυτοτέλεια, δρουν μέσα στην αφήγηση, συμπράττουν στην άρθρωσ-συχνά μεταλλάσσονται, υποδύονται αντικείμενα αυτού που στο ρεαλισμό ονομάζουμε ζούμε «πραγματικότητα». Το ίδιο συμβαίνει και με τα πιο σχηματικά στοιχεία κινηματογραφικής αφήγησης: τη μουσική και τα χρώματα. Ακόμα κι ένα κομμάτι πάγος δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται ότι είναι - εκπροσωπεί και τη στιγμιαία τη φαινομενική τελείωση μιας φυσικής μετάλλαξης, αλλά μπορεί και να συμβολίζει ζει τη μεταφυσική δυνατότητα σύγχυσης ή υπέρβασης των παραδεκτών διαστάσεων. Γι' αυτό και στην ταινία ο πάγος καίει - και καίγεται. Πάνω απ' όλα, όμως, οι Κρυστάλλινες νύχτες είναι μια ταινία για τον έρωτα, τον απόλυτο έρωτα, για τον έρωτα που ξεπερνάει τους φραγμούς του χρόνου, που ταλαντεΰεται μαγικά ανάμεσα στο πάντα και στο ποτέ, που μένει αγέρωχος εκεί που τα πάντα υποκλίνονται, για τον έρωτα που, όπως στο Άσμα Ασμάτων, αγγίζει τα όρια της θρησκευτικής λατρείας, τείνει προς το υπέρτατο, το άφατο, το «ευλόγως ακατανόητο» που λέει και ο Ελύτης. Κι η ωραιότερη ερωτική σκηνή που έχει γυριστεί ποτέ στον ελληνικό κινηματογράφο, κατατίθεται σαν μυστική τελετουργία, σαν άνθος ευλάβειας προς τη ζωή - και το ακόμα πιο πέρα."
(πηγή δημοσιεύματα του τύπου)