(Μοιραία Συνάντηση)
του Edgar G. Ulmer
Ο Αλ ένας άνεργος και άφραγκος πιανίστας προσπαθεί να φτάσει, κάνοντας ωτοστόπ, στο Λος Άντζελες για να συναντηθεί με την κοπέλα του, που έχει πάει εκεί για να κάνει καριέρα στο Χόλιγουντ. Ο Χάσκελ που τον παίρνει στο αυτοκίνητό του, του διηγείται για το πως μια κοπέλα που κι αυτή έκανε ωτοστόπ και που την είχε πάρει την προηγούμενη μέρα, του επιτέθηκε βίαια, όταν προσπάθησε να την φλερτάρει. Κάποια στιγμή ο Αλ παίρνει το τιμόνι για να ξεκουράσει τον οδηγό, αλλά όταν προσπαθεί να τον ξυπνήσει, αντιλαμβάνεται ότι εκείνος είναι νεκρός από καρδιακή συγκοπή. Εντελώς τρομοκρατημένος από το αναπάντεχο γεγονός και φοβισμένος για τις πιθανές συνέπειες, ξεφορτώνεται το πτώμα, οικειοποιείται την ταυτότητα και τα υπάρχοντα του νεκρού και συνεχίζει το ταξίδι. Σ’ ένα μοτέλ συναντά τη Βέρα, η οποία είναι η κοπέλα για την οποία του είχε μιλήσει ο Χάσκελ. Όταν κι αυτή πεθαίνει, από δική του αμέλεια, ο Αλ τρέπεται σε μια φυγή χωρίς προορισμό και χωρίς καν να ξέρει από τι και από ποιον προσπαθεί να ξεφύγει και η ζωή του παίρνει ακριβώς μια απρόβλεπτη, όσο και απρόσμενη τροπή, δηλαδή μια παράκαμψη...
Ο Edgar G. Ulmer/ ΄Εντγκαρ Τζ. Ούλμερ, «αδιαφιλονίκητος βασιλιάς των b-movies» σύμφωνα με τον Πήτερ Μπογκντάνοβιτς, Εβραίος τσεχικής καταγωγής, βοηθός του Βίλχελμ Μουρνάου στα αριστουργήματα του μεγάλου Γερμανού Αυγή (1927) και Ταμπού (1931), γύρισε την Παράκαμψη (Μοιραία Συνάντηση) το 1945, σε έξι μέρες και μ’ ένα μπάτζετ 20.000 δολαρίων. Βασισμένη στο μυθιστόρημα του Μάρτιν Γκόλντσμιθ, πρόκειται για μια ταινία-παραίσθηση, καφκικής ατμόσφαιρας, ένα είδος μεταφυσικής αλληγορίας για την ύπαρξη μιας σκοτεινής μοίρας, η οποία, με τη μορφή του τυχαίου και του απρόβλεπτου, οδηγεί τον ήρωα σε μια παράκαμψη, όπου χάνει ούτε λίγο ούτε πολύ την αίσθηση της πραγματικότητας και εντέλει τον ίδιο του τον εαυτό. Ο πρωταγωνιστής πέφτοντας από τη μια παγίδα στην άλλη, από τη μια ατυχία σε μια μεγαλύτερη, βυθίζεται σε μια υπαρξιακή δίνη, καθώς αναγκάζεται να ταυτιστεί μ’ έναν νεκρό για να καταφέρει να συνεχίσει να ζει μέσα σ’ έναν αλλότριο εφιάλτη. Με έξοχη χρήση της τεχνικής του voice over (δομικό στοιχείο του νουάρ ύφους) και ακροβατώντας αφηγηματικά στα σύνορα της παραίσθησης με την πραγματικότητα, η ταινία μοιάζει με το εφιαλτικό όνειρο κάποιου που βλέπει τον κόσμο κρατώντας το τηλεσκόπιο απ’ την ανάποδη. Το ταξίδι του Αλ με οδηγό το τίποτα δεν μπορεί παρά να καταλήξει στο πουθενά. Ταινία χαμένη για δεκαετίες, σήμερα έχει περάσει στον χώρο των cult-movies, επηρέασε καθοριστικά το παραισθητικό κινηματογραφικό ύφος του Αντρέι Ζουλάφσκι και είναι (και αυτή) μια από τις αγαπημένες (και βασική επιρροή στο Μετά τα Μεσάνυχτα) του Μάρτιν Σκορσέζε.
(δ.τ.)