του Jim Jarmusch
(ένα κείμενο της Ελίζας Σικαλοπούλου)
Το σφυρί συνδέεται ήδη με το καρφί και το καρφί, κι αυτό με τη σειρά του, ήδη με τον τοίχο, όπως το σπίτι με τον κόσμο.
– ελεύθερη απόδοση από Martin Heidegger, Είναι και Χρόνος, Division Ι.
Τι θαυμάσιο
Κόβω ξύλα
Ανάβω φωτιά.
– Γιαπωνέζικο χαϊκού
Ι.
Ένας άνδρας κάθεται σε ένα παγκάκι. Στο χέρι του, ένα τετράδιο, προσεκτικά γραμμένο. Το τραγούδι ενός καταρράκτη από απέναντι. Καμία αναμονή, καμία έκσταση της μελετημένης έμπνευσης, καμία προσπάθεια. Οι σκέψεις του, κοχλάζουσες αντηχήσεις, σαν ήχος νερού που ρέει μέσα στη φαντασία. Τα μεγάλα γεγονότα λείπουν γιατί δεν είναι τόσο ηχηρά.
ΙΙ.
Κρυφοί κανόνες, σιωπηλά εμπεδωμένοι, και ντελικάτη φιλοσοφική διάθεση συνθέτουν την καρδιά της ποιητικής του Paterson, στην οποία ο ομώνυμος πρωταγωνιστής, οδηγός Transit αστικού λεωφορείου και ποιητής εξ ενστίκτου, περιδιαβαίνει τη μικρή επαρχιακή του πόλη παρατηρώντας τα διεσπαρμένα κομμάτια της να αποκαλύπτονται στη φιλήσυχη, τοπική του ύπαρξη: η εγκάρδια σχέση με τη γυναίκα του, οι φίλοι και θαμώνες του μπαρ, ο σκύλος του, η καθημερινή συναναστροφή με συναδέλφους και επιβάτες στο λεωφορείο, συστήνουν την προσωπική του μυθολογία, ενώ η γενναιόδωρη παράδοσή του στους όρους της καθημερινής ζωής εγγράφεται μέσα από την αυστηρά κυκλική δομή της αφήγησης, επιτρέποντας την είσοδό του σε όλες τις φευγαλέες λεπτομέρειες. Κλείνοντας μέσα της επτά επεισόδια σαν ποιητικές στροφές, σε επτά ημέρες, η ποίηση της ταινίας συναντά στη μεγάλη κλίμακα την ποίηση του Jarmusch, και συμπυκνώνει τη μοντέρνα ερωτηματοθεσία για μια μη αντικειμενική αναπαράσταση του κόσμου, την αποδυνάμωση της κυριαρχίας του βλέμματος σε κάτι καθολικά δοσμένο.
ΙΙΙ.
Μια φαινομενολογική προβληματική σκέπει την πόλη του Paterson, όπου οι θνητοί ζουν κάτω από τους θεούς και τον ουρανό, εν μέσω ενός ήδη πάντα κατασκευασμένου κόσμου, πάνω στη γη και μαζί με τους άλλους (Gewiert). Τίποτε δεν είναι διαχωρισμένο από το άλλο μέσα στο συν-είναι της καθημερινής δοσοληψίας, της ποίησης του κόσμου, που εκφράζεται μέσα στο τετριμμένο της δημόσιας σφαίρας και την ερωτική οικειότητα της κοινής ζωής. Κάθε σκηνή φέρει τα πανομοιότυπα μοτίβα μιας στοιχειώδους “δράσης”, όπως το απαλό ξύπνημα στο κρεβάτι που μυρίζει Κυριακή, η καθημερινή πορεία στη δουλειά, τα ποιήματα που αναβλύζουν κάθε μέρα μέσα απ’ τις διπλοτυπίες του καταρράκτη από μια ζωή καθ’ όλα ουδέτερη, στα κατακόρυφα μήκη των χρωμάτων που ρέουν σα βροχή από την κοσμική ψυχή για να συναντηθούν με το χωμάτινο στοιχείο.
IV.
Ο χρόνος γλιστράει γλυκά σαν το σεντόνι, στις παρυφές των ωραρίων, καθώς, όπως και στην τέχνη, έτσι και στη ζωή η επιλογή της εστίασης είναι ανοικτός φάκελος. Έτσι, κάθε μικρή επαναληπτικότητα ανανεώνει τα δεδομένα της, εφόσον ο ήρωας έχει ήδη αφιερωθεί στην ερμηνεία τους, πολλές φορές αισθανόμενος ότι βρίσκεται στο επίκεντρο ενός διάχυτου, αστείρευτου σουρεαλισμού που τον κάνει να μειδιά και να ομορφαίνει. Η ταινία δεν έχει τις αξιώσεις μιας άσκησης ύφους. Ακόμη κι αν τα φαινόμενα, το αντιληπτικό πράγμα δε μεταμορφώνονται, η ίδια η ποιητική ματιά τα στολίζει με τη λεπτή αξία μιας νέας νοηματοδότησης. Η χρήση της μεταφοράς στα ποιήματά του αγγίζει το φλοιό του κόσμου και, συγχρόνως, αφήνει το αίνιγμα ανέγγιχτο.
V.
Η μεταβλητότητα, άπιαστο, μαύρο πουλί της εύθραυστης φωλιάς μας, είναι η μεγαλύτερη σταθερά της διαρκούς κίνησης του Είναι. Ο σταθερός ρυθμός και το χαμηλών τόνων μουσικό ύφος της ταινίας ξύνει την κασίδα του πάνω στη γιαπωνέζικης προέλευσης ιδέα του mujō (transience), που, στη βουδιστική υπαρξιακή τυπολογία, περιγράφει τη γέννηση και τη φθορά όλων των πραγμάτων γύρω από μία κοινή ρίζα, το φευγαλέο, χωρίς ουσία, ασταμάτητα μεταβαλλόμενο πυρήνα που είναι για την κατανόησή μας, ό,τι σημαίνει ένα φορτωμένο κεφάλι μέσα στη θηλιά του θανάτου. Ο έρωτας του Paterson είναι το μέσο της αποκαλυπτικότητας και της επαφής με το Είναι και ο πρωταγωνιστής ζει ασυνειδήτως με τη συναίσθηση της γλωσσικής και βιοτικής ακροβασίας ανάμεσα στη μεταφορά και την κυριολεξία, το φευγαλέο και το στερεωμένο.
VI.
Η ηρεμία του βρίσκεται στην αιχμή μεταξύ των ζωντανών και νεκρών παρόντων, που φέρνουν στη ζωή τα δίδυμα από το όνειρο της γυναίκας του στο ξύπνημα της νέας ζωής. Η πρώτη και η τελευταία σελίδα του τετραδίου είναι ίδιες, χάρτινες, υλικές, άγραφες, θεωρητικά αταξινόμητες, προεκτάσεις του χεριού μιας κρυμμένης νόησης. Φθορά ή αφθαρσία, η διάζευξη παραμένει πυρηνική. Η αρμονία των διπόλων στην ταινία (δίδυμα αδέρφια, άσπρο-μαύρο, αρσενικό-θηλυκό), μια δυαδικότητα χαρακτηριστική της δημιουργικής τάξης, είναι μια σπουδή πάνω στη διυποκειμενικότητα, που κορυφώνεται στη σκηνή του αφοπλισμού στο μπαρ ως βία της φιλειρηνικής φύσης κατά της διατάραξης μιας αέρινης, ενυπάρχουσας κοσμικής ισορροπίας.
VII.
The Line
There’s an old song
my grandfather used to sing
that has the question,
“or would you rather be a fish?”
In the same song
is the same question
but with a mule and a pig,
but the one I hear sometimes
in my head is the fish one.
Just that one line.
Would you rather be a fish?
As if the rest of the song
didn’t have to be there.”
Τελικά, η συμφιλίωση του Paterson με τη ρευστότητα των πραγμάτων δοκιμάζεται όταν ο σκύλος καταστρέφει το τετράδιό του. Η στάση που διατηρεί δεν είναι ψύχραιμη, αλλά φιλοσοφημένη, και η ίδια η ζωή θα γεμίσει εμπιστευτικά τα κενά της για να του προσφέρει εξισορρόπηση. Το νέο ποίημα είναι ακριβώς περιγεγραμμένο με το μελαγχολικά όμορφο και ασύλληπτο σχήμα που έχουν τα δώρα της ζωής μέσα στην κυκλικότητα της αρχής και του τέλους τους. “Ή θα ήθελες να είσαι ψάρι;” Το μόνο που στοιχειοθετείται στη μνήμη, είναι το μόνο που είναι κοντά του. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το ερώτημα με τα κατηγορήματά του τίθεται ως διάζευξη μεταξύ γενών, όμως αυτός θυμάται μόνο το στίχο που τον αφορά και, μαγικά, τον οδηγεί πάντοτε μέσα στον εαυτό του, σαν ακούσια υπαρξιακή επιλογή. Είναι βουβός, υδάτινος δεσμός που έρχεται από κάπου πολύ μακριά, απ’ την πρώτη δημιουργία, από τις τεκτονικές πλάκες του κόσμου που χτυπούν σαν τον ήχο που γεννούν τα πρώτα δύο βράγχια στην πρώτη ανάσα του σύμπαντος.