της Sarah Friedland
(κριτική: Καλλιόπη Πουτούρογλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2425_familiar-touch.jpg

Η Ruth Goldman ετοιμάζεται να υποδεχτεί έναν ξεχωριστό καλεσμένο.  Αναζητά με επιμονή το κατάλληλο ρούχο από τη ντουλάπα της και βάζει όλη της την τέχνη στην ετοιμασία του γεύματος, αφήνοντας - παρά την όποια ακαταστασία- την προσωπική της πινελιά. Όταν ο μυστηριώδης ξένος εμφανίζεται, εκείνη κατακλύζεται από αισθήματα ευτυχίας και ικανοποίησης. Κι ας μη θυμάται το όνομά του. Όταν λίγο αργότερα ο άντρας, με ευγένεια αλλά και φανερή αμηχανία την οδηγεί έντεχνα στη Bella Vista, ένα καλαίσθητο ίδρυμα φροντίδας ηλικιωμένων, η γυναίκα εκλαμβάνει τον χώρο ως το λόμπι ενός φιλόξενου ξενοδοχείου. Και συμπεριφέρεται αναλόγως. Η Ruth Goldman πάσχει από άνοια και ο μυστηριώδης ξένος δεν είναι παρά ο γιος της.
Ταξίδι μετάβασης σε μια νέα συνθήκη αλλά και στη ρευστότητα που προκύπτει από την απώλεια μνήμης το Familiar Touch της  Sarah Friedland, φωτίζει με διαφορετικό τρόπο το θέμα της γήρανσης, της εξασθένησης των νοητικών λειτουργιών και του εγκλιματισμού στην υποβοηθούμενη διαβίωση, απέχοντας από τις έως τώρα γνωστές απεικονίσεις. Η ταινία υιοθετεί εξαρχής την οπτική της κεντρικής της ηρωίδας (εξαιρετική η ερμηνεία της θεατρικής ηθοποιού Kathleen Chalfant) για να εξερευνήσει αθόρυβα και χωρίς μελοδραματικές εξάρσεις την ολίσθηση σε μια χαλαρή αποσταθεροποίηση, στην πνευματική σύγχυση αλλά και στη διατήρηση μιας αίσθησης στοιχειώδους ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας. Με απαλές κινήσεις η Friedland, που υπογράφει και το σενάριο, μετακινεί την ηρωίδα της σε έντονους χρωματικά  εσωτερικούς χώρους, χορογραφώντας με γεωμετρική ακρίβεια το πέρασμα από το εξωτερικό χάος σε ένα εσωτερικό φως. Άλλοτε με μια λεπτή μελαγχολία, άλλοτε με παιγνιώδη και χιουμοριστική διάθεση, ποτέ όμως σε τόνους καταθλιπτικούς.
Σε αυτό το ταξίδι η κάμερα ακολουθεί τη Ruth με ήπιες κινήσεις, καθώς αυτή γλιστράει ανεπαίσθητα σε νεότερους εαυτούς ή στον χώρο των  αναμνήσεων , αποκαλύπτοντας  πτυχές της παλιάς της ζωής (μαγείρισσα, επαναστάτρια, συγγραφέας) και βγάζοντας στην επιφάνεια μια σπίθα που αρνείται να σβήσει οριστικά. Εστιάζοντας στο πρόσωπο και στο σώμα της, σε λεπτές χειρονομίες και απαλά αγγίγματα που ενέχουν και μία σεξουαλικότητα αλλά και σε κάποιες ευφυείς αναλαμπές που εκφράζονται με ιδιαίτερη γλωσσική ευφράδεια, η Friedland σκιαγραφεί το πορτρέτο μιας γυναίκας με διαταραχές μνήμης χωρίς ξεκάθαρη ηλικιακή ταυτότητα, που αντιστέκεται στους αναμενόμενους από αυτήν ρόλους:  της μητέρας, της τροφίμου, της γηραιάς κυρίας.
Ό,τι διακρίνει ωστόσο το Familiar Touch είναι το ότι ο θεατής παρακολουθεί τη Ruth σε αυτή την προσπάθεια προσαρμογής σε ένα νέο περιβάλλον μέσα από τα μάτια της ίδιας και όχι των ανθρώπων που την πλαισιώνουν, όπως συνηθίζεται σε ταινίες του είδους, αν και ο ρόλος των φροντιστών, είναι εδώ διακριτικός αλλά καθοριστικός. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια μετάβαση δραματική,  εφόσον ο κόσμος της ηρωίδας αλλάζει αμετάκλητα, που η Friedland ωστόσο,  απελευθερωμένη από αφηγηματικές συμβάσεις, οργανώνει με μια γλώσσα ποιητική, σχεδόν μυστικιστική, στηριζόμενη κυρίως στην αίσθηση της αφής. Είναι σα να μεταφέρεται από το σώμα της ηρωίδας σε αυτό του θεατή η αίσθηση ότι, ακόμα κι όταν ο κόσμος γύρω μας μεταμορφώνεται, οι ίδιοι παραμένουμε πάντα ο εαυτός μας.

Φεστιβάλ Βενετίας 2024 / Orizzonti