(To κορίτσι που εξαφανίστηκε)
του David Fincher
[Προδημοσίευση από το βιβλίο του Θόδωρου Σούμα, Ο έρωτας στο σινεμά, εκδ.Αιγόκερως]
Βρήκα Το κορίτσι που εξαφανίστηκε (2014) ιδιαίτερα διασκεδαστικό και ιντριγκαδόρικο λόγω της πλοκής του με τις διαδοχικές ανατροπές της, λόγω του γοητευτικού ερμηνευτικού δίδυμου (Μπεν Άφλεκ και Ρόζμαρι Πικ) και της χημείας του, καθώς και λόγω της σχέσης έλξης / απώθησης προς τον θεατή, που χτίζει ο καθηλωτικός, μαγνητικός σκηνοθέτης. Ο Φίντσερ οικοδομεί λεπτό προς λεπτό μια τρελή, παθιασμένη, αντιφατική σχέση αγάπης/μίσους μεταξύ δυο παντρεμένων, που –περνώντας μέσα από ανείπωτες συγκρούσεις και δοκιμασίες– καταλήγει σε έναν δυσκολοχώνευτο συμβιβασμό, όλο υποκρισία, πίκα, μα και πάθος. Γιατί ανάμεσα στους δυο παντρεμένους, που ξεκίνησαν με πολύ έρωτα και κατέληξαν με πολύ μίσος και απέχθεια, κυκλοφορεί αναντίρρητα μια μεγάλη ποσότητα ανοικονόμητης λίμπιντο. Λίμπιντο που τους ξεπερνάει, που τους δημιουργεί πολλές απαιτήσεις, εξιδανικεύσεις και προκλήσεις, και την οποία κι οι δυο δεν μπορούν να διαχειριστούν, ακόμη και η πιο αυτοελεγχόμενη, κυριαρχική Έιμι.
Η μυθοπλασία εξιστορεί την ταραχώδη, παθιασμένη σχέση ενός ζευγαριού, που περνά από σαράντα θυελλώδη κύματα, από κόντρες, ψέματα, αίμα και φόνο, πριν καταλήξει (προσωρινά ξανά;) σε κάποιον, ίσως ασταθή συμβιβασμό. Η Έιμι, πλούσια, όμορφη, σαγηνευτική και προικισμένη, υπέκυψε, αγάπησε και παντρεύτηκε τον Νικ, ένα ωραίο, αρρενωπό και άξεστο επαρχιωτόπουλο από το Μιζούρι. Επειδή έχει μεγάλη οικογενειακή περιουσία και ο άντρας που αγάπησε δεν δείχνει πολύ σοβαρός και φερέγγυος, του επιβάλλει προγαμιαίο συμβόλαιο. Ο Νικ, μάτσο αρσενικό, την φέρνει να ζήσουν, με το έτσι θέλω, στην κωμόπολή του και δεν αργεί να ξεδιπλώσει τη ροπή του προς τη μπύρα, το μπαρ, τα ριάλιτι σόου στην τηλεόραση, τις αντροπαρέες και τα γερά πηδήματα, αρχικά με την Έιμι και κατόπιν με μια εικοσάχρονη που τον ερωτεύεται... Η Έιμι, μια γυναίκα που έθαψε τα πολλά προσόντα της για τον απλοϊκό παίδαρο, βαθμιαία τον απομυθοποιεί και τον αποκαθηλώνει πλήρως, από υπάκουο σέξυ θηλυκό μεταμορφώνεται σε κυριαρχική, απόμακρη, δύσκολη κι απαιτητική γυναίκα που απαξιώνει και τελικά περιφρονεί τον σύζυγό της. Την έχει απογοητεύσει και διαψεύσει, στα μάτια της είναι πλέον ένας τεμπέλης κι άπιστος ψεύτης χωρίς προσόντα... Αποφασίζει, κατά συνέπεια, να του ξεφύγει, να τον παρατήσει και να τον εκδικηθεί. Η πλοκή είναι κάπως τρελή και φέρνει στο νου τον Πόλεμο των Ρόουζ μεταξύ Μ.Ντάγκλας και Κ.Τέρνερ, με πιο ύπουλα μέσα και σε πολυσύνθετη αφηγηματική δομή. Η Έιμι, περίπλοκη και καταχθόνια, καταστρώνει και εκτελεί το σχέδιο της (αυτο)εξαφάνισής της που ενορχηστρώνει μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια για να ενοχοποιήσει τον σύζυγό της για την υποτιθέμενη δολοφονία της και την απόκρυψη του πτώματός της (το σχέδιο θα σκοντάψει για τα καλά στην παλιά, προβληματική σχέση της που αναζωπυρώνεται, με έναν άνοστο, μισοπάλαβο και ανόητο πρώην γκόμενό της).
Η μυθοπλασία του Φίντσερ αναπτύσσεται λοιπόν σαν μια αλληλοδιαδοχή διαψεύσεων, στροφών της διήγησης, εξελίξεων και ανατροπών στην πλοκή αλλά και τα συναισθήματα. Ο κάθε ήρωας, μετά την περίοδο του μέλιτος και του έρωτα, δημιουργεί κάποια σκηνοθεσία, η οποία στη συνέχεια αντιπαρατίθεται στην αντι-σκηνοθεσία του άλλου και ούτω καθεξής, μέχρι οι σκηνοθεσίες της γυναίκας και του συζύγου να συνταυτιστούν υποχρεωτικά, θέλοντας και μη. Αυτή είναι η δομή της αφήγησης του Φίντσερ, σκηνοθεσία κόντρα σε σκηνοθεσία (και όποια σκηνοθεσία μπορέσει να επιβληθεί...)
Κατ' αρχάς το ζευγάρι αυτοσκηνοθετείται, από αγάπη και πόθο, από κοινού. Αργότερα, στην γενέτειρά του, ο Νικ παίρνει τα ηνία και κάνει –επιβάλλει– παιχνίδι, μετατρέπεται σε μάλλον πρωτόγονο επαρχιώτη ο οποίος διαφεντεύει τη γυναικούλα του, που νοιώθει παρείσακτη. Σε μια τρίτη φάση η σύζυγος αντεπιτίθεται με τις δικές της προσδοκίες, επιθυμίες και αιτήματα. Αποτέλεσμα του αγώνα ισοπαλία. Η Έιμι υποτιμά και αποσταθεροποιεί τον Νικ, που μετατρέπεται σε έναν πικρόχολο, ανικανοποίητο, δυσαρεστημένο σύζυγο, όπως ακριβώς κι αυτή. Ο άντρας τη βλέπει σαν διαρκώς παραπονούμενη, γκρινιάρα στρίγγλα. Έρχεται η ώρα της μεγάλης, αυτοσκηνοθετημένης αντεπίθεσής της, το στήσιμο της εξαφάνισης και “δολοφονίας” της από τον σύζυγο.
Στο σπίτι του παλιού, ανόητου εραστή της, η Έιμι σκηνοθετεί τον βιασμό της από αυτόν και τη δολοφονία του, υποτίθεται εν αμύνη. Η Έιμι αυτοσκηνοθετείται στην ανάκρισή της από την αστυνομία, στο νοσοκομείο, και την πείθει πως είναι αθώο θύμα κακοποίησης από τον ψυχικά διαταραγμένο εραστή. Ακολουθούν διαδοχικές παραπλανητικές αυτοπαρουσιάσεις του, με το ζόρι, μονιασμένου ζευγαριού στους τηλεοπτικούς δημοσιογράφους.
Τι απομένει από όλες αυτές τις παραστάσεις; Η Έιμι ξαναβρήκε τον δυναμικό κι αποφασιστικό άντρα που είχε ερωτευτεί και ο Νικ υποχωρεί με τα χίλια ζόρια σε έναν αναγκαίο συμβιβασμό, που εμπεριέχει τη διέγερση, την απέχθεια, το ψέμα αλλά και την αλήθεια του πόθου... Το ζευγάρι συλλαμβάνει παιδί και συνεχίζει τη ζωή του στα πλαίσια μιας αμοιβαίας συνθηκολόγησης, μιας διαστροφικής λυκοφιλίας, ενός συμβιβαστικού γάμου με μπόλικη τρέλα.
[Προδημοσίευση από το βιβλίο του Θόδωρου Σούμα, Ο έρωτας στο σινεμά, εκδ.Αιγόκερως]