(Ο εξολοθρευτής άγγελος (1962) του Luis Buñuel)
της Ελίζας Σικαλοπούλου
«Ο Ινδός Αρσούνας, βασιλεύς φιλάνθρωπος και πράος,
μισούσε ταις σφαγαίς. Ποτέ δεν έκαμνε πολέμους.
Πλην του πολέμου ο φοβερός θεός δυσηρεστήθη –
(λιγόστεψεν η δόξα του άδειασαν οι ναοί του) –
και μπήκε με θυμό πολύ στου Αρσούνα το παλάτι.
Ο βασιλεύς φοβήθηκε και λέει «Θεέ μεγάλε
συγχώρεσέ με αν δεν μπορώ ζωή να πάρω ανθρώπου».
Με περιφρόνησι ο θεός απήντησε «Από μένα
νομίζεσαι πιο δίκαιος; Με λέξεις μη γελιέσαι.
Καμμιά ζωή δεν παίρνεται. Γνώριζε πως ποτέ του
μήτε γεννήθηκε κανείς, μήτε κανείς πεθαίνει».
Αιωνιότης – Κ.Π. Καβάφης
————————————————————————————————–
“Κατεβάσαμε το βυθόμετρο με το λεπτό σχοινί.
Στο ένα μέτρο έβγαλε λέπια, γεύτηκε το νερό.
Στα δύο έγινε μέταλλο, βούλιαξε στα ψυχρά ρεύματα.
Στα τρία έγινε τρίαινα και μ’ ασημένια ξίφη, κυνήγησε τα ψάρια.
Αχ τρίαινα, με το ψηλό σου σκήπτρο
Απ’ το λευκό αφρό ως το βαθύ βυθό
Του ωκεανού σπάσε τις αιχμές, τρεις φορές
Τη στήλη κάνε φυσερό, για να σωθώ.
Πέρασαν οι θαλασσινοί αιώνες…
Την τρίαινα απομάκρυναν οι πειρατές.
Έβγαλα βράγχια, άρχισα το κολύμπι.
Έγινε ο αέρας φυλακή για ψάρια σαν και μένα.”
Τορώνη, 30/07/2020.
Σαλονάκι εποχής. Σκρίνιο, κηροπήγια και επιχρυσωμένη κορνίζα. Μια παρέα αστών στο Μεξικό του 19ου αιώνα μαζεύεται για δείπνο μετά την εκκλησία. Οι υπηρέτες σερβίρουν, όλοι είναι ευχαριστημένοι, μέχρι που…εγκλωβίζονται στο σαλόνι και δε μπορούν να αποδράσουν, για άγνωστη αιτία. Δεν πρόλαβαν ούτε να κάνουν την τουαλέτα τους. ‘Ενα μελοδραματικό κοντράστ με τις μαύρες κουρτίνες του σαλονιού και τον “καμμένο” διάκοσμο του υπόλοιπου σπιτιού πλαισιώνει, σα μεταξωτή κορδέλα, το χώρο του δράματος, που είναι γυμνός από φως, αλλά και από μουσική.
Μεθυσμένοι από το αισθαντικό δείπνο και τους ιστορικούς δεσμούς τους με την εδαφική επικράτεια, οι ήρωες (sic) αφήνονται να παρασυρθούν σε μια αχαλίνωτη φυσική κατάσταση, γκρεμίζοντας τοίχους για να φτάσουν στους υδραγωγούς και να γεμίσουν με νερό τις κούπες τους, επιδιώκοντας το φόνο του οικοδεσπότη – που τους δεσμεύει μέσα στο σαλόνι -, ξύνοντας τους τοίχους δίπλα στο αόρατο, ανοιχτό πέρασμα προς το υπόλοιπο σπίτι, συζητώντας για την απόδραση και, σε κάποιες περιπτώσεις, προτιμώντας να αυτοκτονήσουν, χωρίς στιγμή να αναρωτιούνται στ’ αλήθεια ποιον κύκλο βίας πρέπει να προτιμήσουμε, τον πρωτόγονο ή τον πολιτισμένο.
Τι είναι ο πολιτισμός; Πίσω από την πηγή μιας αρχαιολογίας της βίας στέκει η καθετοποίηση της λειτουργίας και της χρήσης της που είναι μονότονα σχεδόν υπαγόμενη στο δίκαιο του ισχυρού. Στη ματωμένη έξοδο από τις θεωρητικές περιπλοκές της άναρχης, ενστικτώδους, πρωτόγονης κατάστασης, αμφισβητούμε τη συσχέτισή του με τη συγεντρωτική τάση προς τη θέσμιση κοινωνιών ή την εισαγωγή ανώτερων προϊόντων ζωής. Μήπως ο πολιτισμός δε συντίθεται τελικά από την ανάγκη για θεμελίωση κοινών νοημάτων;
Έτσι κι έγινε. Διοχετευόμενη στη γλώσσα, η πρωταρχική βία έγινε κρατικό μονοπώλιο, νεωτερική πολιτισμική ιδέα και κοινωνικό συμβόλαιο. Η ανάγκη για προστασία από τα άγρια θηρία και τα καιρικά φαινόμενα, μα και για βελτιστοποίηση της κοινωνικής λειτουργίας, έγινε πρόποση στο τραπέζι της ταινίας. Τι να πρωτοδιαλέξει κανείς; Την αρχαία μεταπολεμική ειρήνη της νίκης και των χιλιάδων νεκρών ηρώων ή την αργή σήψη της ταξικότητας και του αμετάκλητου νόμου; Η εκδούλωση σε κάθε περίπτωση είναι μικρότερη από τον εν ψυχρώ φόνο απορρόφηση του ζωτικού χώρου του άλλου.
Ακόμη κι έτσι, η νέα κοινωνική ασφάλεια φέρει τα χρώματα μιας νέας θεώρησης του θανάτου. Όμως ίσως αυτό να είναι ακριβώς μια ανώτερη υπενθύμιση ότι η φυσικότητα των ανθρώπινων ενστίκτων και η τρυφερή συμπάθεια δεν είναι σύμτωμα μιας διπολικής κοινωνικής τάξης. Η ιστορικότητα της ανθρώπινης κοινωνίας είναι η ίδια η ετερονομία της, η συνέχεια και η ασυνέχεια μεταξύ πολέμου και εκεχειρίας, που βρίσκονται μάλλον σε αρμονία και όχι σε διαδοχή. Μοιάζει η βία να είναι μια ριζική έκφραση της αυτοκαταστροφικότητας και ταυτόχρονα μια μορφή δημιουργικής νομοτέλειας που ανανεώνει την ενότητα και υπογραμμίζει τα κοινά ειδολογικά μας χαρακτηριστικά. Απολογητές του πολιτισμού ή ρομαντικοί πριμιτιβιστές, πατάμε ο ένας στα χνάρια του άλλου.
Δεν υπάρχει αρχή και τέλος που να θέτουν τον εαυτό τους αυτόνομα και κατ’ αυτό το πνεύμα, οι ήρωες, σε μια στιγμή ξαφνικής έμπνευσης της πιανίστριας και, σύμφωνα με ένα φροϋδικό σχήμα επανάληψης, επιστρέφουν στις αρχικές τους θέσεις, ώστε, σε μια μαγική συνθήκη, η αναπαράσταση να φέρει τη λύση της εξόδου τους. Για τους συγκεκριμένους ίσως η πραγματική λύση να βρίσκεται στη δεισιδαιμονία του να μην ξαναγυρίσουν ποτέ σε κείνο το σαλόνι ή ακόμη περισσότερο, στην άφατη παραδοχή ότι το οικείο είναι το πιο επικίνδυνο.
Τελικά, μια επαλήθευση αυτής της παράξενης ερμηνείας αποδίδεται σε μια λεπτομέρεια στα μισά της ταινίας: οι συγγενείς και φίλοι που μαθαίνουν για τη συμφορά των ηρώων σπεύδουν σε βοήθεια, αλλά στέκονται στην πύλη άπραγοι γιατί ούτε εκείνοι…μπορούν να μπουν μέσα. Αν οι μεν δε μπορούν να μπουν και οι δε να βγουν, τότε το αληθινό ερώτημα είναι: τι είναι το σπίτι; Τι μέγεθος καταλαμβάνει στον εννοιολογικό χώρο και τι ασφάλεια προσφέρει αν είναι προϊόν του ίδιου πολιτισμού που μας προκαλεί εκείνο το παράλογο δέος; Ίσως αν το “μέσα” και το “έξω” ήταν ακόμη αδιαχώριστα, να γλιτώναμε τον “ιστορικό” κόπο και το χρόνο της οικοδόμησής του. Σύσσωμο το κοινό εξελικτικό μέτρο των κοινωνιών πρέπει να ανασταλεί. Από μακριά, στο φόντο, έρχονται ορμητικά τα έξαλλα τύμπανα ή τα κρουστά ορχήστρας που συμφωνούν κρυφά με την κοσμική μουσική των πλάνων του Gabriel Figueroa.
(El ángel exterminador/ Ο εξολοθρευτής άγγελος (1962) του Luis Buñuel)