(Η πτώση του Οίκου των Άσερ)
του Jean Epstein
(το σχόλιο της Μαρίας Γαβαλά)
Υπενθύμιση: «Η πτώση του Οίκου των Άσερ-La chute de la maison Usher», 1928, του Ζαν Επστάιν/Jean Epstein, σε σενάριο του Λουίς Μπουνιουέλ, εμπνευσμένο από τα έργα «Οβάλ πορτρέτο» και «Η πτώση του Οίκου των Άσερ) του Poe. Βλέπουμε την ταινία (τεχνικά αποκαταστημένη), εντελώς δωρεάν, με αγγλικούς υπότιτλους, στην πλατφόρμα «Ανρί- Ηenri» της Γαλλικής Ταινιοθήκης. Με μια απλή κίνηση των δακτύλων μας βυθιζόμαστε στη μαγεία του κινηματογράφου.
Ο Ζαν Επστάιν μεταφέρει στον κινηματογράφο το αφήγημα του Έντγκαρ Άλαν Πόε, μένοντας πιστός στο κείμενο. Ένας άνδρας σπεύδει σε βοήθεια του φίλου του Ρόντερικ Άσερ, θορυβημένος εξαιτίας ενός ανησυχητικού γράμματος που του στέλνει ο τελευταίος. Ο Άσερ ζει σε έναν πύργο, βυθισμένο στην αχλή του μυστηρίου. Η λαίδη Μάντλιν, η γυναίκα του, αργοσβήνει πεθαίνοντας από άγνωστη, σκοτεινή, αιτία. Ο άνδρας της αρνείται να δεχτεί τον θάνατό της και απαγορεύει να σφραγίσουν το φέρετρο με καρφιά. Είναι πεπεισμένος ότι η αγαπημένη του θα γυρίσει πίσω. Κι αυτό θα συμβεί πράγματι μια νύχτα, ενόσω ο άνδρας της περιμένει την επιστροφή της. «Η πτώση του Οίκου των Άσερ» του Επστάιν αποτελεί μοναδικό οπτικό ποίημα, εκκινώντας από το θέμα της καταληψίας και των θεωριών του μαγνητισμού, ζητήματα που τόσο βασανιστικά απασχολούσαν τον Πόε. Κυρίως όμως πρόκειται για πρωτοποριακό κινηματογραφικό «δοκίμιο» πάνω στη νοσηρή σχέση ενός παρακμιακού εστέτ προς το ερωτικό (του) αντικείμενο. Ο Ρόντερικ Άσερ θαυμάζει τη γυναίκα του σαν να ’ναι έργο τέχνης, κι αυτήν ακριβώς την ομορφιά επιδιώκει να διατηρήσει μες στον χρόνο, φιλοτεχνώντας το πορτρέτο της. Παρακολουθούμε λοιπόν ένα νοσηρό ταξίδι θανάτου –μια γυναίκα που ενόσω ζει θυμίζει πεθαμένη, όταν όμως της δείχνουν τον δρόμο της Αχερουσίας, αρνείται να πεθάνει – και φαντασμάτων μέσα από τη λυτρωτική φωτεινότητα της τέχνης, της ζωγραφικής όσο και του κινηματογράφου.
Η ταινία αποτελεί κορυφαίο έργο της πειραματικής περιόδου στην καριέρα του Ζαν Επστάιν και μανιφέστο της γαλλικής κινηματογραφικής πρωτοπορίας. Ο σκηνοθέτης αφοσιώνεται σε μια εκλεπτυσμένη δουλειά πάνω στο μοντάζ (βλέπε και τα εξαντλητικά σχετικά μαθήματα, σε κάθε αξιόπιστη σχολή κινηματογράφου ανά τον κόσμο), στο ξετύλιγμα και το καδράρισμα των εικόνων, χρησιμοποιώντας μια σειρά εντυπωσιακών ραλαντί και διπλοτυπιών. Σκηνοθέτης, επίσης θεωρητικός του σινεμά και φιλόσοφος, υπήρξε ένας από τους πιονιέρους στη Γαλλία –μαζί με τον Αμπέλ Γκανς και τον Μαρσέλ Λ’ Ερμπιέ –του κινηματογράφου της πλαστικότητας και της εκφραστικότητας των εικόνων, ο επινοητής μιας κινηματογραφικής γλώσσας που μπορεί να εκληφθεί και ως έργο αληθινής ποίησης. Η χρήση των οπτικών εφέ για την απόδοση του ρομαντικού/ υπερφυσικού/ψευδαισθητικού/σουρεαλιστικού (βλέπε πάντα τη συμμετοχή του Μπουνιουέλ, επιπλέον και ως βοηθού σκηνοθέτη), των μακετών (στην τελική καταστροφή του πύργου), η λειτουργικότητα των σκηνικών, η μνημειώδης αίθουσα όπου ο Άσερ περιμένει με εμπύρετη αγωνία την επιστροφή της αγαπημένης του, η παρουσία της καταιγίδας μέσα από την αποτύπωση της διαρκούς αναταραχής των λεπτομερειών του σκηνικού, τα εξπρεσιονιστικού τύπου σήματα που στέλνουν τα άψυχα αντικείμενα, η γλαυκότητα των εξωτερικών πλάνων σε συνδυασμό με το αυστηρό κιάρο σκούρο των εσωτερικών, ο ονειρισμός της νυχτερινής εμφάνισης της Μάντλιν καθώς επιστρέφει από τον κόσμο των νεκρών, καθιστούν την ταινία «προπομπό και θεμελιωτή του κινηματογράφου του φανταστικού, αρκετά χρόνια προτού ο Ρότζερ Κόρμαν και άλλοι σκηνοθέτες του είδους κάνουν γνωστή στο ευρύ κινηματογραφικό κοινό την γοτθική εικονογραφία μέσα από τις παράδοξες ιστορίες του Πόε», όπως μας υπενθυμίζει το ενημερωτικό κείμενο της Γαλλικής Ταινιοθήκης, που συνοδεύει την προβολή της ταινίας.
(πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο Facebook)