(O άνθρωπος που σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς)
του John Ford
(το σχόλιο της Μαρίας Γαβαλά)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2021_the-man-who-shot.jpg

Διαχρονικές αλήθειες και εμβόλιμα ψεύδη. “This is the West, sir. When the legend becomes fact, print the legend”, λέει ο δημοσιογράφος, που κυνηγά το μεγάλο θέμα, στον πολιτικό που προθυμοποιείται να φέρει στο φως την καθαρή αλήθεια. Στη βαθιά Αμερικανική Δύση (μόνο;), όταν ο θρύλος ξεπερνά την πραγματικότητα, τότε προβάλλεται ο μύθος και όχι η πραγματικότητα. Aκόμη κι αν η αλήθεια φτάσει στα αυτιά και στα μάτια των θεατών της ταινίας, μέσα από τα χείλη του πλέον αξιόπιστου μάρτυρα, μες στην ίδια την αφήγηση θα συνεχίσει να μένει θαμμένη στο σκοτάδι. Είναι η σύγκρουση ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι, δύο αξιώματα που στην κινηματογραφική ιστορία θα κονταροχτυπηθούν μέχρι τελικής πτώσεως αμφοτέρων. Ποιος σκότωσε, λοιπόν, στην πραγματικότητα, τον διαβόητο φονιά και ταραξία Λίμπερτι Βάλανς, τον στυγερό δολοφόνο του Ουέστ, ο οποίος για ψύλλου πήδημα βυθίζει στην αταξία, την καταστροφή και το πένθος τη φιλήσυχη μικρή πόλη Shinbone; Ο Ράνσομ Στόνταρτ, ένας περαστικός αδέξιος δικηγοράκος και μετέπειτα σεβάσμιος γερουσιαστής, πολέμιος των όπλων, της βίας και υπέρμαχος της ερμηνείας και τήρησης των νόμων;  Ή ο Τομ Ντόνιφον, ένας εντόπιος άξεστος κι ακαλλιέργητος καουμπόι, ο οποίος γράφει στα παλιά του σπιρούνια το γράμμα του νόμου και εμπιστεύεται μόνο το πιστόλι του; Εξαρτάται. Ποιος από τους δύο είναι ο πιο ξεροκέφαλος και ανυποχώρητος, ως προς τις ιδέες του, ο πιο γενναίος και εύστροφος, ο ικανότερος να επιβάλει την τάξη, να κερδίσει τον θαυμασμό και τον σεβασμό των συμπολιτών του, όπως και το μεγάλο ερωτικό έπαθλο; Έλα όμως, που και οι δύο είναι εξίσου προικισμένοι με ανάλογα ή παρόμοια χαρίσματα, απολύτως θελκτικοί και ακαταμάχητα ερωτεύσιμοι.
Μια ταινία πολλαπλών αντικατοπτρισμών, όπου η κάθε αλήθεια εμπεριέχει και την αντίθετη εκδοχή που την ανατρέπει, την όμοια εικόνα της αλλά και μια διαφορετική όψη, ένα άλλο σκεπτικό, και όπου η κάθε αξία επιζητεί το ιδιάζον κομμάτι, που της λείπει, για να συμπληρωθεί και να ορθώσει ανάστημα, χωρίς κλυδωνισμούς. Επί της ουσίας, οι δύο ανδρικοί χαρακτήρες δεν αποτελούν παρά τις δύο εναλλακτικές όψεις (και λύσεις) του ίδιου ανθρώπινου χαρακτήρα, αυτές που ξεπηδούν, αναγκαστικά, μέσα από την άγρια γη και την ακόμα πιο άγρια κοινότητα, για να διεκδικήσουν, να κερδίσουν και να επιβάλλουν τη λογική και την ηθική, τόσο μέσω της γλώσσας όσο και της πράξης. Και για να οδηγήσουν σταθερά αυτήν ακριβώς την κοινότητα, μέσα από δύσβατες ατραπούς ατολμίας, ραθυμίας, αναλφαβητισμού, αμάθειας και σκοταδισμού, προς έναν ορίζοντα με τα διακριτικά της ελευθερίας (και της δημοκρατίας), ιδανικά και προϋποθέσεις για έναν πολιτισμένο κόσμο. Άρα, μικρή σημασία έχει τίνος τελικά το βόλι έστειλε στον άλλο κόσμο τον κακό, εξαλείφοντας και το Κακό σφαιρικότερα. Οι δύο άνδρες διεκδικούν την ίδια γυναίκα, κι εκείνη, πάλι αναγκαστικά, διαλέγει και ακολουθεί, χωρίς πολλούς δισταγμούς, τον έναν από τους δύο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι απορρίπτει τον άλλον. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, και με την πάροδο του χρόνου, ο έρωτας θα επισκεφτεί τον αιώνιο αντίπαλό του, τον θάνατο, σε μια λιτή τελετή ενταφιασμού αλλά και απόδοσης τιμών, από τις ομορφότερες που μας έχει δώσει ο κινηματογράφος, και όχι μόνον εκείνος του επικού West.
O άνθρωπος που σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς”, 1962, του Τζον Φορντ, με τους Τζον Γουέιν, Τζέιμς Στιούαρτ, Βέρα Μάιλς, Λι Μάρβιν, Έντμοντ Ο’ Μπράιαν και όλο το γνωστό, σύνηθες, «φορντικό», επιτελείο… Ευτύχημα να τη βλέπαμε και στις ανοιχτές οθόνες των καλοκαιρινών κινηματογράφων.

(Πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο facebook)