Διασκευή του κλασικού έργου του Φραντς Κάφκα που παρουσιάζει τον εφιάλτη ενός ανθρώπου που συλλαμβάνεται και δικάζεται για κάτι που ούτε ο ίδιος ξέρει.
Ο Γιόζεφ Κ., ένα πρωί που βρίσκεται στο δωμάτιό του, μένει έκπληκτος, όταν αντικρίζει του δύο αστυνομικούς, που του αναγγέλλουν ότι θα τον συλλάβουν. Του δίνουν, όμως, την άδεια να πάει στο γραφείο του. Είναι νευρικός και μετά από τις συνομιλίες που έχει με την σπιτονοικοκυρά του και την γειτόνισσά του, αρχίζει να νιώθει ένοχος. Ακόμη και στο γραφείο έχει την εντύπωση ότι τον αντιμετωπίζουν με υποψία. Το βράδυ, ενώ παρακολουθεί μια θεατρική παράσταση, τον καλούν στο δικαστήριο. Κρίνεται ένοχος, αλλά διαπιστώνεται ότι πρόκειται για λάθος. Χάνοντας τον αυτοέλεγχό του, κατακρίνει το δικαστήριο και με τη στάση του αυτή δυσχεραίνει τη θέση του. Ο θείος του τον προτρέπει να συμβουλευτεί τον δικηγόρο Χάστλερ. Ο Γιόζεφ θα πάει, αλλά το ενδιαφέρον του δε θα εστιαστεί, τόσο στην υπόθεσή του, όσο σε μια μοιραία γυναίκα. Και στο δικαστήριο, όμως, θα προσπαθήσει να γοητεύσει τη γυναίκα του δικαστικού κλητήρα. Αφού θα μεσολαβήσουν και άλλα γεγονότα στο τέλος, ο Γιόζεφ Κ. θα καταλάβει ότι είναι χαμένος και θ' αφήσει τους δύο αστυνομικούς να τον οδηγήσουν στο χώρο των εκτελέσεων. Ο Γιόζεφ Κ., στην ουσία, κατηγορείται από εχθρούς και φίλους, μέχρι που φθάνει στα άκρα, αμφιβάλλοντας και ο ίδιος για την αθωότητά του.
Στα μέσα της παγκόσμιας περιπλάνησής του, και μετά την αποτυχία του στο Χόλλυγουντ, ο Όρσον Γουέλς, με απόλυτη πλέον καλλιτεχνική ελευθερία, συλλαμβάνει στις αρχές του ’60 την πιο φιλόδοξη μεταφορά σε ταινία του ανολοκλήρωτου μυθιστορήματος του Φραντς Κάφκα, πετυχαίνοντας να το εντάξει στο δικό του ασπρόμαυρο εξπρεσσιονιστικό σύμπαν. Γυρισμένη στην Γιουγκοσλαβία και στο Παρίσι, Η Δίκη είναι το αριστουργηματικό κινηματογραφικό δοκίμιο περί πολυπρόσωπης εξουσίας (Νόμος, Τέχνη, Εκκλησία) και θύματος, και αυτή που ο πιο συγκλονιστικός δημιουργός του 20ού αιώνα χαρακτήριζε ως την καλύτερη ταινία της ζωής του.
Ένα εφιαλτικό αριστούργημα.
(δ.τ.)