(Κριτική του διαχωρισμού)
του Guy Debord
(κριτική: Σπύρος Γάγγας)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_critique-de-la-separation.jpg

Ο φιλόσοφος και σκηνοθέτης Γκυ Ντεμπόρ (1931-1994) συνδέει το όνομά του με την «Καταστασιακή Διεθνή», μια μικρή επαναστατική ομάδα της οποία το μανιφέστο συνδύαζε τη μαρξική θεωρία της ταξικής οργάνωσης της κοινωνίας με βάση το χωρισμό των παραγωγών του πλούτου με την καλλιτεχνική δημιουργία. Αποσκοπούσε με αυτό τον τρόπο στον ακτιβισμό της «συγκεκριμένης κατάστασης» ως θεωρητικό και πρακτικό κέλευσμα απέναντι στην αλλοτρίωση της εργασίας (το «απόλυτο άδικο» κατά τον Μαρξ), τον φετιχισμό του εμπορεύματος, καθώς και την «κοινωνία του θεάματος», φράση που αποτελεί και τον ομώνυμο τίτλο του πιο διάσημου έργου του Ντεμπόρ δημοσιευμένο το 1967 (και το οποίο μετέτρεψε σε κινηματογραφικό δοκίμιο ο ίδιος το 1974).
Ως σκηνοθέτης ενός «αντι-σινεμά» ο Ντεμπόρ υιοθετεί τη δοκιμιακή δομή και επιδιώκει να υπονομεύσει την ίδια την μαγεία της εικόνας. Η απομάγευση της κινηματογραφικής εικόνας επιχειρείται μέσα από παρεκβάσεις, παρενθέσεις, «παγώματα» στα κάδρα, κόμικ, υλικό ντοκιμαντέρ, διαφημίσεις, πρωτοσέλιδα έντυπου τύπου και ριπές σπικάζ, προκειμένου να απομυθοποιηθεί η ιδέα του θεάματος αλλά και να αποτυπωθεί μέσα από μια κατακερματισμένη κινηματογραφική φόρμα τόσο η διαιρετική μορφή οργάνωσης της κοινωνίας με βάση την ιδιωτική ιδιοκτησία όσο και η πραγματική απομάγευση του κόσμου. Η τελευταία συνδέεται σαφώς με την «αναζήτηση του χαμένου χρόνου» και την απώλεια ενός προτάγματος. Δεν είναι τυχαία η εμπλοκή του Ντεμπόρ με την ομάδα «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» (ιδρυτικό μέλος της οποία ήταν και ο κατεξοχήν θεωρητικός της θεωρίας προταγμάτων, ο Κορνήλιος Καστοριάδης). Η βαρβαρότητα σε αυτό το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ λαμβάνει, πέρα από την μορφή του θεάματος και της ποπ κουλτούρας, αυτήν της σχάσης της κοινωνίας μεταξύ της μετα-αποικιακής βίας στις χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου (Κονγκό) και αυτής της γιγαντομανίας της βούλησης του εργαλειακού Λόγου που αποτυπώνεται στα καρέ της κατάκτησης του διαστήματος. Αντίστοιχης έμπνευσης είναι η διαλεκτική του Ντεμπόρ μέσα από το μοντάζ αλλά και την ακύρωσή του όταν το φιλμ περνά από τη νέα γυναίκα στη φωτογραφία της Τζαμίλα Μπουχιρέντ, ηρωίδας της Αλγερινής Επανάστασης, στους τίτλους των εφημερίδων με ενδεχομένως αντίστροφα γυναικεία πρότυπα ενσωματωμένα πλέον στην κοινωνία του θεάματος.
Μεταφέροντας την αυτονομία των υποκειμένων στην προσωπικότητα ενός ηγέτη (ντε Γκωλ, Χρουστσόφ, Αϊζενχάουερ, Φράνκο) ο Ντεμπόρ περνά στην ουσία της μαρξικής αντίληψης για την κοινωνία και την Ιστορία. Στο βαθμό που δεν έχει επιτευχθεί η συλλογική κτήση των όρων αναπαραγωγής της κοινωνίας, πραγματικά «άτομα» δεν υπάρχουν και για αυτό τον λόγο φετιχοποιούνται ως ηρωικές οι μορφές του πολιτικού ηγέτη ως θεαματικές. Αντιστρέφοντας λοιπόν τη λογική του εξατομικευμένου δρώντος, ο Ντεμπόρ την ελέγχει ως φανταστική υπό συνθήκες αστικού καταμερισμού της εργασίας και, θα προσθέταμε χρησιμοποιώντας και τον Μποντριγιάρ, «εικονική». Σε αυτό το σημείο η αινιγματική μορφή της νεαρής γυναίκας ίσως αποτελεί μια τροπή στο ντοκιμαντέρ όπου, ως συμβατική αφήγηση, έλκει τον θεατή, εμπλέκοντάς τον στην επίλυση του «μυστήριου» της ταυτότητάς της. Ταυτόχρονα, αποκεντρώνει αυτή τη δραματουργική νοηματοδότηση της κινηματογραφικής ματιάς μέσα από την ποικιλόμορφή «συγκοπή» του δοκιμιακού μοντάζ, διατηρώντας τη μορφή της νεαρής γυναίκας ως εν δυνάμει ουτοπική και συνεπώς σε διαρκή αντιπαραβολή με «θεαματικά» γυναικεία πρότυπα, αλλά και ως βουβή ή ουδετεροποιημένη περιπλάνηση στο αποτύπωμα των ιστορικών γεγονότων και της «θεαματικής» ισοπέδωσής τους.
Ο στόχος του σινεμά κατά τον Ντεμπόρ είναι να μεταφέρει στον θεατή μια αίσθηση συνοχής και της (παροδικής) συναισθηματικής πλήρωσης μιας εμπειρίας ταύτισης με ό,τι ξεδιπλώνεται στην οθόνη, ακριβώς λόγω της διαίρεσης του «αντικειμένου» (η κοινωνία) που αναπαράγεται στην αστική της ιστορική μορφή μέσω από χωρισμούς και ανισότητες. Δεν διστάζει λοιπόν να απομυστικοποιήσει και το ίδιο το είδος του ντοκιμαντέρ. Εν τέλει, «η φτώχεια των μέσων προτίθεται να αποκαλύψει το σκάνδαλο της φτώχειας του αντικειμένου».

Critique de la séparation (Guy Debord, Γαλλία, 1961)