του Pier Paolo Pasolini
κριτική του Βασίλη Ραφαηλίδη
To 1960, που γύρισε τούτη την πρώτη του ταινία, ο μακαρίτης Πιερ Πάολο Παζολίνι ήταν ήδη γνωστός ποιητής και δοκιμιογράφος και λιγότερο γνωστός μυθιστοριογράφος. Έχοντας περάσει κι ο ίδιος τρομερές μέρες φτώχειας, είχε την ευκαιρία τότε να γνωρίσει καλά τους λούμπεν προλετάριους και να μελετήσει την «ποιότητα» της δυστυχίας τους. Την 1η Νοεμβρίου 1975, αυτοί ακριβώς οι λούμπεν τον σκότωσαν στα 53 του χρόνια, ίσως γιατί πολύ τους αγάπησε.
Το μυθιστόρημα του Μια βίαιη, ζωή, απ’ όπου είναι παρμένο το σενάριο του Ακατόνε — πρόκειται για το παρατσούκλι του κύριου ήρωα—, είναι περισσότερο μια ποιητική σπουδή της ψυχολογίας και της συμπεριφοράς του λούμπεν και λιγότερο μια ρεαλιστική περιγραφή του άγονου βίου του και της «αμαρτωλής» πολιτείας του.
Για τον Παζολίνι, οι λούμπεν δεν είναι διεστραμμένα τέρατα αλλά άνθρωποι με υποσταθμισμένη την κοινωνική τους συνείδηση στο «βαθμό μηδέν», αποκομμένοι τελείως από το ιστορικό-κοινωνικό γίγνεσθαι στο οποίο αρνούνται να μετάσχουν, δημιουργώντας έτσι μια παρακοινωνία που ενεργεί στο περιθώριο της κοινωνίας — και εναντίον της.
Η κοινωνική συνείδηση επικαθορίζεται από τις παραγωγικές σχέσεις. Συνεπώς, ο «τέλειος λούμπεν» δεν πρέπει να έχει ούτε άμεση ούτε έμμεση σχέση με την παραγωγή. (Ο κλέφτης έχει έμμεση σχέση με την παραγωγή: οικειοποιείται το προϊόν της δουλειάς άλλων.) Η πόρνη και κυρίως ο «προστάτης» της είναι ριζικά και ολικά ξεκομμένοι από την παραγωγή: είναι τα τέλεια παράσιτα.
Τούτο τον πλήρη παρασιτισμό μελετάει ο Παζολίνι στο Ακατόνε. Οι λούμπεν του ούτε καν σαν νταβατζήδες δεν είναι ιδιαίτερα δραστήριοι. Ακόμα και το «νταβατζιλίκι» το αντιμετωπίζουν σαν μια βαριά δουλειά. Η πλήρης αδράνεια και η απόλυτη παραίτηση είναι το μεγάλο «ιδανικό» τους.
Το μέγεθος της επιτυχίας του Παζολίνι εδώ, προσδιορίζεται από την προσπάθεια του να περιγράψει την αδράνεια μέσα από μια δράση. Και η δράση αυτή όντας ουσιαστικά «μη δράση» έπρεπε να φορτιστεί με συμπεριφοριακές λεπτομέρειες απόλυτης ακρίβειας και αποτελεσματικότητας. Έτσι, το Ακατόνε δομείται εξ ολοκλήρου πάνω στην οξύτατη ματιά ενός μελετητή που τυχαίνει να ‘ναι και ποιητής: η λεπτομέρεια χάνει τη σχολαστική της επιστημοσύνη και γίνεται διάσταση της «καθαρής» ποίησης. Πριν απ’ το καθετί, το Ακατόνε είναι η ταινία ενός ποιητή.’
(δημοσιεύτηκε στην εφ. «Το Βήμα», 22-11-1977)