(Μια προσωπική ιστορία)
των Paolo & Vittorio Taviani
(το σχόλιο της Μαρίας Γαβαλά)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_una-questione-privata.jpg

ΟΤΑΝ Ο ΕΝΑΣ ΦΕΥΓΕΙ ΚΙ Ο ΑΛΛΟΣ ΜΕΝΕΙ.
Άραγε, είναι το φάντασμα του Βιτόριο Ταβιάνι, που βλέπουμε να περιφέρεται, χωρίς αναπαμό, αναζητώντας την πολύπλευρη λύτρωσή του, σαν σίφουνας που σαρώνει τα ομιχλώδη ορεινά τοπία του Λάνγκε;
Το φάντασμα, ενδεχομένως, του Τζούλιο Μπρότζι, στον ρόλο του αναρχικού Τζούλιο Μανιέρι (όπως ακριβώς τον θυμόμαστε στο «Σαν Μικέλε» –άλλωστε ο Μίλτον-Λούκα Μαρινέλι, φυσιογνωμικά, θυμίζει αρκετά τον Τζούλιο Μπρότζι);
Μήπως, όμως, και το μεγαλειώδες φυσικό σκηνικό των λαγκαδιών, των δασών και των καπνισμένων χαλασμάτων της «Προσωπικής Ιστορίας», δεν εμπεριέχει τον απόηχο μιας ολόκληρης τοιχογραφίας κουρασμένων φασματικών μορφών (ο Σαλβατόρε του Τζιαν Μαρία Βολοντέ, στο «Ένας άνθρωπος για κάψιμο» ή ο Φούλβιο του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, στο «Αλλοζανφάν»), που πορεύονται χέρι-χέρι με τα ιστορικά χρονικά, τα οποία απετέλεσαν το επίκεντρο της προβληματικής και τα θεμέλια του οικοδομήματος των ιδεών των Ταβιάνι;
Λείπει κάτι πολύ βασικό απ’ την εικόνα του ντουέτου – ενός από τα πλέον αξιοσέβαστα στην ιστορία του κινηματογράφου –, αφήνοντάς μας με την εντύπωση του ακρωτηριασμού; Όσο ζούσε ο Βιτόριο, οι Αδελφοί Ταβιάνι αναρωτιόνταν αν ήταν δυνατό να κάνουν σινεμά, αποκομμένοι ο ένας απ’ τον άλλο. Αυτή η ομολογία, πόσο ευθύνεται για την οποιαδήποτε συνέχεια επί της οθόνης, ενός έργου με μισή πλέον την υπογραφή του δημιουργού; Ερωτήματα που, ενδεχομένως, απασχολούν τον θεατή της «Προσωπικής Ιστορίας», μιας ταινίας τόσο παλιομοδίτικης (κόντρα στο ρεύμα της πλειονότητας των σύγχρονων ταινιών), τόσο όμως όμορφης, τόσο ελεγειακής, τόσο ρομαντικής, τόσο απρόβλεπτης, και τόσο πολύ πιστής στο πνεύμα και στο ύφος όλης της προηγούμενης δουλειάς των αδελφών Ταβιάνι. Περισσότερο επίμονοι παραμυθάδες και αέρινοι (ενίοτε και αλαφροΐσκιωτοι) ποιητές, παρά φιλόσοφοι, των πολιτικών και κοινωνικών ανησυχιών του καιρού τους, της ουτοπίας που συχνά ήταν και η πυτιά της προβληματικής τους, περπάτησαν, χέρι-χέρι, συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλο, κυκλώνοντας και πολιορκώντας τα καυτά προβλήματα του υπαρκτού, του αληθινού, κόσμου, που κόχλαζε γύρω τους, επιζητώντας ικανούς αφηγητές για να τα απογειώσουν σε πολυσήμαντες κινηματογραφικές ιστορίες. Ανταπέδιδαν τον «αναβρασμό», με τόλμη και στοχαστική εγρήγορση, άλλοτε με αισθαντικότητα κι άλλοτε με σκληρότητα, αλλά και με ψύχραιμη μαχητικότητα, άλλοτε με οδυνηρή αναπόληση κι άλλοτε με τη μελαγχολία της πικρής διαπίστωσης. Αν πρόκειται για κύκνειο άσμα, τότε είναι που θα μας λείψουν οι εικόνες και λέξεις τους, οι χοροί και οι μουσικές τους, οι ιδέες κι η κινηματογραφική φινέτσα τους. Για την ώρα, το «Μια Προσωπική Ιστορία» μοιάζει με παρηγορητική επιστολή αυτού που μένει, τόσο προς τον εαυτό του, όσο και προς τους θεατές του. Και μια τέτοια επιστολή έχει πάντα την ιδιαίτερη σημασία και αξία της.