(Καλά παιδιά)
του Filip Peruzović
(κριτική:Σωτήρης Ζήκος)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2425_good-children.jpg

Η ιστορία είναι απλή: μια επιστροφή, όπου δύο μεσήλικα αδέλφια, ο Νίκολα και η Σάσα, επιστρέφουν μετά από χρόνια στο σπίτι της μητέρας τους για να το αδειάσουν μετά τον θάνατό της.
Μια ταινία που “απλώνει” επί τόπου (τούτου του σπιτιού) την ιστορία της χωρίς τρικ και περιττούς περισπασμούς: χωρίς εξωτερικούς τεχνητούς φωτισμούς, χωρίς “εξωτερική” μουσική επένδυση, χωρίς πισωγυρίσματα στο χρόνο (flashback), με πλάνα στατικά και σε ολόκληρες σκηνές μεγάλης διάρκειας με μία μόνο λήψη (μονόπλανο) με δεσπόζουσα εκείνη την τελική σκηνή της επίσκεψης του γείτονα στην οποία οι ηθοποιοί με τις παύσεις και τις αμήχανες σιωπές τους αποδίδουν μια δραματουργική συνθήκη που έχει την απόλυτη φυσικότητα ενός ντοκιμαντέρ -σαν να μην παίζουν ρόλους αλλά να ζούνε, εδώ και τώρα, αυθεντικά κάθε στιγμή τους... αυτοσχεδιάζοντας.
Σε κάποια άλλη σκηνή, πριν από αυτήν, λέει η αδερφή στον αδερφό της: «Όταν πεθάνω, θα ήθελα να με κάψεις και να σκορπίσεις τις στάχτες μου στο χώμα... πάνω από το χώμα και κάτω από το χώμα.» Κι αυτός ρωτά ειρωνικά «Μα αυτό δεν είναι ίδιο σαν να σε θάβουνε με φέρετρο;» Κι αμέσως η αδερφή του αντιδρά «Αυτή η ταφή με τα φέρετρα είναι πολλή επιτηδευμένη. Κανένα άλλο είδος δεν θάβει τους νεκρούς της » Και απαντά ο αδερφός «Μα και οι γάτες και τα σκυλιά θάβονται...» Και η αδερφή ειρωνικά «Θάβονται; Εμείς τα θάβουμε...» Κι έτσι η κόντρα στη ζωή τους συνεχίζεται όπως όταν ήτανε παιδιά!

(65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης)