του Miguel Gomes
(κριτική: Δημήτρης Μπάμπας)
Περιπλάνηση στις ακρότατες επικράτειες της Άπω Ανατολής, του τότε και του τώρα, η ταινία του Πορτογάλου δημιουργού είναι μια συναρπαστική και στοχαστική στην κινηματογραφική της φόρμα δημιουργία, υπνωτική στην πρόσληψή της και μαγευτική και παραμυθική στην επίγευσή της.
Αρχές του 20ου αιώνα κάπου στην Ανατολική Ασία. Ένας Βρετανός διπλωματικός υπάλληλος, περιμένει υπό καταρρακτώδη βροχή στο λιμάνι την αρραβωνιαστικιά του που έρχεται από το Λονδίνο. Σε μια απροσδόκητη και φαινομενικά χωρίς εξήγηση κίνηση, εγκαταλείπει το λιμάνι και φεύγει με πλοίο για τη Σιγκαπούρη…
Κάπου στη Βιρμανία. Σ’ ένα λούνα-παρκ, μια ρόδα με τα βαγόνια της γεμάτα κόσμο. Δύο εργαζόμενοι την γυρίζουν με τα χέρια…
Ο τίτλος της ταινίας, Grand Tour (μεγάλη περιήγηση) είναι μια αναφορά στα ταξίδια που νεαρά μέλη της άρχουσας τάξης από την Αγγλία ή την Αμερική, έκαναν στην Ευρώπη ως μια τελετή μετάβασης προς την ενηλικίωση. Κατ’ αναλογίαν προς τα προηγούμενα, οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες της ταινίας, ο Edward (στο ρόλο ο Gonçalo Waddington) και η Molly (στο ρόλο η Crista Alfaiate), -ο πρώτος με τη θέληση του και η δεύτερη ακολουθώντας τον κατά πόδας - ξεκινούν μια περιήγηση στους εμβληματικούς τόπους της Άπω Ανατολή: Βιρμανία, Σιγκαπούρη, Μπανγκόκ, Σαϊγκόν, Μανίλα, Οσάκα, Σαγκάη, Τσονγκτσίνγκ και τέλος τα δάση μπαμπού του Σιτσουάν στο εσωτερικό της Κίνας. Παράλληλα, σε μια ανάλογη περιήγηση προβαίνει και ο σκηνοθέτης αφού στο ενδιάμεσο των περιπλανήσεων των ηρώων ενθέτει (εξωτικές) εικόνες των τόπων που επισκέπτονται, εν είδει ενός ταξιδιωτικού ντοκιμαντέρ.
Αν, λοιπόν, κάποιος αναζητήσει τις αφηγηματικές γραμμές, δηλαδή τις περιηγήσεις, πέραν αυτής του ντοκιμαντέρ, πρέπει επιπλέον να εστιάσει και σ’ αυτές της μυθοπλασίας: μιας περιπετειώδους ταινίας εποχής αλλά και μιας αισθηματικής κωμωδίας. Αυτές είναι δύο, του ανδρικού χαρακτήρα και της γυναίκας: δύο αντικατοπτρισμοί, ή οι δύο διαφορετικές εκδοχές της ίδιας διαδρομής που χρονικά απέχουν ελάχιστα. Οργανώνονται οι αφηγηματικές γραμμές, η μεν πρώτη γύρω από τη ανδρική δειλία μπροστά στις γαμήλιες δεσμεύσεις, η δε δεύτερη γύρω από τη γυναικεία επιμονή.[Αυτό το μυθοπλαστικό μέρος βασίζεται σε σελίδες από το ταξιδιωτικό βιβλίο Somerset Maugham , The Gentleman in the Parlour: A Record of a Journey from Rangoon to Haiphong, (1930) ]
Ωστόσο, ό,τι συνιστά την αφηγηματική ύλη σ’ αυτήν την ταινία είναι κάτι πολύ πιο πολύπλοκο και περίπλοκο. Πέραν τα της κινηματογραφικής αναπαράστασης -που πρωτίστως συνιστούν ένα φόρο τιμής στην εποχή του ασπρόμαυρου, στο σινεμά των Murnau (Tabu: A Story of the South Seas , 1931), Sternberg (Macao, 1952, Shanghai Express, 1932, Morocco, 1930) αλλά και στο είδος της screwball κωμωδίας (Frank Capra) -, η αφηγηματική ύλη συνίσταται από την ιστορία των ηρώων που ακούγεται προφορικά, με το λόγο τοπικών κάθε φορά αφηγητών (voice off) –στα κινέζικα, ταϋλανδέζικα, γιαπωνέζικα κ.λπ. Επιπλέον των προηγουμένων, ένθετα αποσπάσματα από τις τοπικές παραστατικές τέχνες -θέατρο σκιών, μαριονέτες αλλά και ερμηνείες καραόκε, που σχολιάζουν και πλαισιώνουν τη δράση. Όπως είναι εμφανές, ο εξωτισμός ορίζει το πλαίσιο της μυθοπλασίας, όμως το αληθινό θέμα της ταινίας δεν είναι μόνο η τελετή μετάβασης των ενήλικων ηρώων προς το επέκεινα, αλλά η ίδια η αφήγηση και οι τρόποι που αυτή διαρθρώνεται.
«Ανεβείτε στο βουνό. Παρακολουθήστε τις μαϊμούδες. Περπατήστε κάτω από τις κορυφές των δέντρων.
Παραδοθείτε στον κόσμο, κύριε Άμποτ. Θα δείτε πόσο γενναιόδωρος είναι αυτός απέναντί σας.»
Από τους διαλόγους της ταινίας
Δεν είναι, λοιπόν, μια τυπική αφήγηση που οργανώνεται γύρω από έναν αφηγητή και μια δραματουργία, αλλά κάτι πολύ πιο περίτεχνο, ως να είναι ύφανση ενός κινέζικου γαμήλιου qipao, γεμάτο μοτίβα και αναπαραστάσεις. Στο μέρος του ντοκιμαντέρ μπορούμε να αναγνωρίσουμε στοιχεία μιας μαγικής- ποιητικής πραγματικότητας, όπως αυτά αναδύονται μέσα από τη διόγκωση και εν τέλει την υπέρβαση του εξωτικού στοιχείου. Η σκηνή στην πάλαι ποτέ Σαϊγκόν με τη κίνηση των μοτοσυκλετών υπό τους ήχους της μουσικής βαλς ή η εναρκτήρια στο λούνα παρκ με τη χειροκίνητη ρόδα, είναι ενδεικτικές της σκηνοθετικής στρατηγικής. Αυτά τα στοιχεία, τα ποιητικά -μαγικά στοιχεία της σύγχρονης πραγματικότητας μαζί με τις τοπικές παραδοσιακές μορφές αφήγησης, εισέρχονται και εγκαθίσταται στην ασπρόμαυρη μυθοπλασία της περιπετειώδους ταινίας εποχής, συνδιαλέγονται μαζί της, ενσωματώνονται πάνω της. Είναι η τοπιογραφία, η ατμόσφαιρα των τόπων που εισβάλλει μέσα στον τεχνητό και επινοημένο σύμπαν του κινηματογραφικού στούντιου. Είναι οι ανοίκειοι στα δυτικά ώτα ήχοι των γλωσσών που χρωματίζουν τις ασπρόμαυρες εικόνες με τα έντονα χρώματα της μακρινής Ανατολής.
Υπάρχει μια συγχώνευση, ομογενοποίηση των διαφορετικών χρονικών στιγμών, των εικόνων, των ήχων, του μυθοπλαστικού τότε και του πραγματικού τώρα, με τον ίδιο τρόπο που συμβαίνει στα παραμύθια. Ό,τι έχουμε μπροστά μας δεν είναι μια εκδοχή μεταμυθοπλασίας, αλλά την απλότητα, τη χάρη, τη σαγήνη και την υπνωτική γοητεία ενός αληθινού παραμυθιού.