Η σφαγή του Λάντλοου και η δολοφονία του Έλληνα μετανάστη και συνδικαλιστή Λούη Τίκα/ Luis Tikas (Ηλία Σπαντιδάκη) αποτελεί μία από τις κομβικές στιγμές του αμερικανικού εργατικού κινήματος και ενώνει, έναν ολόκληρο αιώνα μετά, τις ΗΠΑ του 1914 με τις εργατικές και μεταναστευτικές διεκδικήσεις της Ελλάδας του 2014. Οι μνήμες, η ιστορία και η κληρονομιά του Λούη Τίκα και του Λάντλοου στο Κολοράντο, βρίσκονται στο κέντρο του ντοκιμαντέρ μέσα από το λόγο κορυφαίων ιστορικών, καλλιτεχνών και απογόνων ανθρακωρύχων. Η ταινία ανιχνεύει τα σημάδια που άφησε στο σώμα της εργατικής Αμερικής μία τραγωδία που πολλοί προσπάθησαν να κάνουν να ξεχαστεί.
Η ταινία προέκυψε μετά από ένα ρεπορτάζ που έκανε ο σκηνοθέτης το 2008, μαζί με τη δημοσιογράφο Λαμπρινή Θωμά. «Σκεφτήκαμε ότι άξιζε να διερευνήσουμε αυτή την ιστορία σε μεγαλύτερο βάθος. Θέλαμε να αποδώσουμε το κλίμα της εποχής των αρχών του 20ού αιώνα, των μεταναστευτικών διεκδικήσεων και την επίθεση στα εργατικά δικαιώματα, ζητήματα που μας αφορούν και σήμερα. Θέλαμε να δούμε τι έχει μείνει στους απογόνους των απεργών και στην ιστορική μνήμη της κοινωνίας. Είναι και ένα είδος έμπνευσης για το πώς άνθρωποι πριν από εμάς αντιστάθηκαν και κέρδισαν» δήλωσε ο Νικόλαος Βεντούρας σε συνέντευξη τύπου στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (2014). «Εξαιτίας της έλλειψης οπτικού υλικού λόγω της παλαιότητας των γεγονότων, η ταινία βασίστηκε πολύ σε συνεντεύξεις. Είχαμε γράψει το σενάριο και η παραγωγός Λαμπρινή Χ. Θωμά συμμετείχε στη διεξαγωγή της ιστορικής έρευνας της εποχής, έτσι ώστε να θέσουμε τα ερωτήματα και τα ζητήματα των συνεντεύξεων. Και στην περίπτωσή μας, το βασικό γράψιμο έγινε στο στάδιο του μοντάζ, όπου έπρεπε να συμπυκνώσουμε το υλικό μας».
«Η ταινία αφηγείται την ιστορία αυτού του ανθρώπου, των συναδέλφων του και της κληρονομιάς που άφησαν πίσω. Από πλευράς παραγωγής, είναι μία ‘’χειροποίητη ταινία’’, όπως την αποκαλούμε, καθώς ο προϋπολογισμός ήταν ο μικρότερος δυνατός και κάναμε τα πάντα οι ίδιοι - γυρίσματα, μοντάζ και μουσική. Δεν περίμενα ότι θα βρεθεί η ταινία στο Φεστιβάλ, είχε καλή υποδοχή στην πρεμιέρα της και ελπίζω ότι αυτή είναι μια καλή αρχή για επόμενες ταινίες», σημείωσε ο σκηνοθέτης.
Και συνεχίζει «Η ταινία είναι παντελώς χειροποίητη, έγινε εκ των ενόντων», έχει τρεις διαστάσεις: ιστορική, καλλιτεχνική και προσωπική. Η σφαγή του Λάντλοου ενέπνευσε τη φολκ μουσική και ένα από τα γνωστότερα τραγούδια που αναφέρεται σε αυτό το γεγονός είναι το «Ludlow Massacre» του θρυλικού Γούντι Γκάθρι. Με τη σειρά του, αυτό ενέπνευσε τον ιστορικό Χάουαρντ Ζιν να γράψει το βιβλίο «Η ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών», που παρουσιάζει την ανεπίσημη ιστορία των ΗΠΑ μέσα από τα εργατικά κινήματα. Η προσωπική διάσταση του ντοκιμαντέρ αποτυπώνεται στις συνεντεύξεις των απογόνων των απεργών. «Οι γιοι των απεργών για πολλά χρόνια ένιωθαν μια αίσθηση ήττας, γιατί μετά τη σφαγή υπήρχε μεγάλη καταστολή, οι γονείς τους δεν έβρισκαν δουλειά. Όμως μέσα στην οικογένεια τους υπήρχε μια αίσθηση υπερηφάνειας», ανέφερε ο δημιουργός. Ο ίδιος συμπλήρωσε: «Την ιστορία αξίζει να τη μελετάμε επειδή ακριβώς επαναλαμβάνεται. Τα γεγονότα του παρελθόντος μας δίνουν το μήνυμα για το πώς να τα αντιμετωπίζουμε στο παρόν. Στο τέλος, η απεργία στο Λάντλοου καταστάλθηκε, αλλά οι αργότερα πέρασαν ορισμένοι νόμοι για τα εργατικά δικαιώματα».
(πηγή δελτίο τύπου 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης)