(Ρώσοι σε πόλεμο)
της Anastasia Trofimova
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2425_russians-at-war.jpg

Για πόσους διαφορετικούς λόγους μπορεί να πάει κανείς σ’ έναν πόλεμο που ξεκινά από μια εισβολή; Και πώς συνεχίζει να μάχεται όταν όλα όσα πίστευε αποδεικνύονται λάθος ή φρούδες ελπίδες;  Εμπνευσμένη από την συνάντησή της μ’ έναν Ουκρανό αγιοβασίλη- στρατιώτη της Ρωσίας και τις κουβέντες του, η ρωσο-καναδέζα σκηνοθέτρια Αναστασία Τροφίμοβα, παίρνει την κάμερά της επ’ ώμου κι ακολουθεί, χωρίς άλλο εχέγγυο για την ασφάλειά της παρά μόνο την ήδη μεγάλη εμπειρία της από πεδία μαχών και συγκρούσεων, επί επτά μήνες στην κατειλημμένη Ανατολική Ουκρανία και στην πρώτη γραμμή του πυρός ένα ρωσικό τάγμα που προσπαθεί ν’ ανασυνταχθεί έχοντας ήδη χάσει τα δύο τρίτα των ανδρών του. Στόχος του ντοκιμαντέρ της, Ρώσοι σε πόλεμο, δεν είναι να πολιτικολογήσει, να προπαγανδίσει ή να απολογηθεί, αλλά να «διαλύσει την ομίχλη του πολέμου τόσο όσο να φανούν οι ανθρώπινες ιστορίες», καταγράφοντας ταυτόχρονα την αδελφοκτόνα αυτή σύγκρουση απ’ την ηθελημένα πιο αθέατη για τη Δύση πλευρά της.
Παρά τον ουμανιστικό, αντιπολεμικό χαρακτήρα του, το ντοκιμαντέρ της, που επιλέγει κάποιους απ’ τους στρατιώτες ως «πρωταγωνιστές» κι ακολουθεί τις αρχές του σινεμά βεριτέ για αυθεντικότητα, αμεσότητα και «συμμετοχική παρατήρηση» βλέπει συχνά τις προβολές του να ακυρώνονται σε αρκετά απ’ τα φεστιβάλ στα οποία επιλέγεται, εξαιτίας παρεμβάσεων κι απειλών για την ασφάλεια των θεατών από ανθρώπους που τις περισσότερες φορές δεν το έχουν δει, αλλά βιάζονται να το θεωρήσουν προπαγάνδα και θεωρούν σωστό να εμποδίσουν και τους άλλους ν’ αποκτήσουν τη δική τους γνώμη.
Στην πραγματικότητα, η μόνη προπαγάνδα για την οποία θα μπορούσε να κατηγορήσει κανείς εδώ την Τροφίμοβα είναι η ανθρωποκεντρική της ματιά, η υπενθύμιση πως πέρα απ’ το δίκιο και το άδικο κι οι δύο πλευρές παραμένουν εξίσου άνθρωποι και πως το αίμα που συνεχίζει να χύνεται, γίνεται από μόνο του αντεπιχείρημα για κάθε πόλεμο, κάτι που συχνά οι στρατιώτες αναγνωρίζουν πολύ περισσότερο -κι ας συνεχίζουν να σκοτώνουν και να σκοτώνονται- απ’ αυτούς που τους έχουν βάλει να το κάνουν.  
Τα ερειπωμένα τοπία, τα χαλάσματα, οι χώροι που οι στρατιώτες προφυλάσσονται, τα καθημερινά αντικείμενα όσων ζούνε κι όσων χάνονται, γίνονται κι αυτά πρωταγωνιστές και μας μιλούν για τη δική τους αλήθεια, για τις πληγές που αφήνει ο άνθρωπος στο χώρο και το χρόνο που εδώ, μέσα απ’ την εξιστόρηση σε πρώτο πρόσωπο,  παρά τις εναλλαγές του, μοιάζει να παραμένει ένας διαρκής ενεστώτας. Η ελεγειακή, χαμηλόφωνη αφήγηση γίνεται πιο στιβαρή, όσο οι πρωταγωνιστές της χάνουν το σθένος τους κι αρχίζει να περικλείει μέσα της ακόμα περισσότερες πτυχές του τι σημαίνει πόλεμος, βρίσκοντας χώρο ακόμα και για την ελπίδα.
Αυτό σε προσωπικό επίπεδο, γιατί σε συλλογικό, η μόνη νίκη όταν ο εχθρός είναι ο αδελφός, όπως εδώ -πράγμα που οι περισσότεροι θυμούνται και λένε- δεν είναι παρά να βρει κανείς το θάρρος να σταματήσει. Αυτή είναι κι η μόνη ιστορία που πιθανά θα μπορεί αύριο να πει περήφανα στο παιδί του.

Φεστιβάλ Βενετίας 2024 / Εκτός συναγωνισμού