του Δημήτρη Κατσιμίρη
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
Ενάμιση χρόνο πριν ένα εγκεφαλικό άφησε τον κύριο Δημήτρη βουβό κι ανήμπορο φέρνοντάς τον αναγκαστικά απ’ το χωριό στην Αθήνα για να φροντίζεται μόνιμα στο σπίτι του μεγάλου του γιού, Μανώλη. Σήμερα, ο κύριος Δημήτρης γίνεται 80 χρονών κι ο Μανώλης με τη γυναίκα του, Ελένη, του έχουν ετοιμάσει γιορτή. Καλεσμένοι είναι τα άλλα δύο του παιδιά, η κοσμοπολίτισσα και πιο εύπορη απ’ όλους, Σοφία, με τον άνδρα της, Γιώργο, και ο μποέμ κι εκρηκτικός, μικρότερος γιος του, Αλέξης. Όλοι τους έχουν καιρό να δουν τον πατέρα τους και δέχονται με χαρά την πρόσκληση. Δεν ξέρουν, όμως, πως ο Μανώλης κι η Ελένη τους έφεραν εκεί γιατί θέλουν να τους μιλήσουν και για κάτι άλλο.
Το πιο εντυπωσιακό στην πολύ καλή πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Δημήτρη Κατσιμίρη, Με Αξιοπρέπεια, δεν είναι η ανατριχιαστικά αναγνωρίσιμη απ’ όποιον ζει σ’ αυτή τη χώρα ακρίβεια του οικογενειακού και κοινωνικού της σχολιασμού. Ούτε το πώς η κάμερα στο χέρι, οι εναλλαγές στο ρυθμό, το προσεγμένο μοντάζ κι οι εξαιρετικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών δίνουν κινηματογραφική πνοή στο κατά βάση θεατρικό σενάριο του Κατσιμίρη. Καθίσταται έτσι μη περιοριστικό για το βλέμμα και τη διάθεση του θεατή το δωμάτιο στο οποίο εξελίσσεται όλη η ταινία. Το πιο αξιομνημόνευτο -κι αυτό που βλέπουμε σπανιότερα- είναι το πώς η ανθρωποκεντρική σκηνοθετική της ματιά κι οι τόσο-όσο υπερβατικές στιγμές του τέλους και της αρχής της, εμποδίζουν τα παραπάνω προτερήματα να την καταστήσουν μονοδιάστατα σκληρή κι αφορμή απελπισίας για το θεατή της.
Κι αυτό γιατί το Με αξιοπρέπεια διέπεται σε μεγάλο βαθμό απ’ το πνεύμα των ηθογραφιών του Τσέχωφ που δίχως να χαρίζεται στα ελαττώματα των ηρώων του ή να προστρέχει σ’ εύκολες ελπίδες και λύσεις, δεν αποστρέφει το βλέμμα του απ’ αυτούς και σχεδόν τους συμπονά, δείχνοντας μέσα απ’ το ρεαλισμό που αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη κατάσταση κάτι πιο γενικό που αφορά στα μεγάλα προβλήματα και στις σκοτεινιές της ανθρώπινης ζήσης. Ομοίως, η αδικία που συντελείται εδώ στον αδύναμο κι οι ευθύνες που γίνονται μπαλάκι, απ’ τη μια αντιστοιχούν απόλυτα στην παθογένεια της ελληνικής οικογένειας και στα κακώς κείμενα μιας ολόκληρης τοπιογραφίας ανθρώπων, ταυτόχρονα, όμως, μας βάζουν μπροστά σε θέματα πολύ πιο γενικά και πανανθρώπινα όπως τα γηρατειά, η ανημποριά, ο χρόνος κι ο θάνατος και στη δική μας στάση απέναντί τους. Οι ήρωες, που με λίγη ακόμα ένταση και κάποιες παραλλαγές θα μπορούσαν να παίξουν και σε ταινία του Οικονομίδη, δεν είναι βέβαια κάποιοι στους οποίους θα θέλαμε να μοιάσουμε, αφενός γιατί μας θυμίζουν τους εαυτούς μας ή κάποιους που ξέρουμε περισσότερο απ’ όσο θα θέλαμε, κι αφετέρου γιατί θέλοντας και μη μπαίνουμε αναγκαστικά κάποια στιγμή και στη θέση του κύριου Δημήτρη. Που εν τέλει, δεν μένει ίσως ούτε αυτός στο απυρόβλητο μια και τα γηρατειά δεν καθαγιάζουν από μόνα τους το όποιο παρελθόν και τα παιδιά είναι συνήθως και δημιουργήματα των γονιών τους. Ένα παράδειγμα κι αυτό, του πώς η ταινία εκτός από σκέψη και στοχασμό προσφέρεται εκ του θέματος και ως βιωματικό πεδίο προβολών για τους θεατές της.
Είναι λοιπόν απορίας άξιο το πώς μια τέτοια ταινία, που ήδη φανέρωσε την ευκολία της να επικοινωνεί με το κοινό κερδίζοντας το βραβείο κοινού στο 63ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, δυσκολεύτηκε τόσο με τη διανομή. Ίσως άρα να μην είναι μόνο οι οικογένειες, που μας λέει ο Αλέξης, αλλά κι οι διανομείς που θα ήταν ωφέλιμο να μάθουν να παίρνουν περισσότερα ρίσκα.