του Δημήτρη Νάκου
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
Ο Παύλος, γιος του επαρχιακού κρεοπώλη, Τάκη, σκοτώνει ένα βράδυ νευριασμένος τον άνδρα με τον οποίο ο πατέρας του είχε κτηματικές διαφορές. Μοναδικός μάρτυρας ο αλβανικής καταγωγής Χρήστος, βοηθός του Τάκη στο κρεοπωλείο. O Χρήστος θέλει να φωνάξουν την αστυνομία, αλλά πείθεται απ’ τον Παύλο να κρύψουν αλλού το πτώμα και ν’ αποσιωπήσουν το γεγονός. Σύντομα, όμως, η αστυνομία το βρίσκει και τα στοιχεία αρχίζουν να δείχνουν τον ένοχο. Μαθαίνοντας τι έγινε, ο Τάκης αναζητά λύση για να μην συλληφθεί ο γιος του. Ο Χρήστος είναι σαν μέλος της οικογένειας από παιδί και δεν πρόκειται να μαρτυρήσει τον Παύλο. Ίσως, όμως, αυτό να μην είναι αρκετό…
Πειστικοί διάλογοι, στιβαρές ερμηνείες, ανθρωποκεντρικό σενάριο/ηθογραφία με ουσία ευρύτερη και κοινωνικός ρεαλισμός που η κάμερα δεν αφήνει να γίνει πνιγηρός, όλες οι αρετές των ταινιών μικρού μήκους του Δημήτρη Νάκου τον ακολούθησαν και στο Κρέας, την πρώτη μεγάλου μήκους δουλειά του. Η ιστορία, τόσο γνήσια λες και την ξέραμε ήδη, ρέει αβίαστα, ο Κώστας Νικούλι, απ’ τις πιο χαρισματικές φυσιογνωμίες του νεότερου ελληνικού σινεμά, χαρίζει στο Χρήστο την απαιτούμενη ευαλωτότητα κι η πλοκή κερδίζει το θεατή με την αμεσότητα και την ειλικρίνειά της. Αλλά και με το αθέατο δίχτυ νομοτέλειας που στήνει αδιόρατα γύρω απ’ τους ήρωες, παραπέμποντας σ’ αρχαία ελληνική τραγωδία όπου η νέμεση θα φέρει την κάθαρση μ’ έναν μη αναμενόμενο τρόπο. Η ήδη βραβευμένη μουσική του Κωνσταντή Πιστιόλη συμβάλλει σημαντικά στην δημιουργία ατμόσφαιρας, το ίδιο κι οι φυσικοί χώροι των γυρισμάτων.
Όλοι οι ήρωες βρίσκονται αντιμέτωποι με το ίδιο δίλημμα δικαιοσύνης και ηθικής, δεν κάθονται, όμως, να το πολυσκεφτούν, αφού η αδικία -ακόμα κι αν πρόκειται να την υποστούν- είναι νομιμοποιημένη ως στρεβλό σύστημα επιβίωσης μέσα τους κι άρα δεν βλέπουν άλλη εναλλακτική απ’ αυτήν του συμφέροντος ή της ανάγκης. Η στάση τους αυτή, που φαίνεται και σ’ άλλες επιμέρους συμπεριφορές τους, είναι δηλωτική πολλών κακών κειμένων της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και της μεγαλύτερης μάλλον παθογένειάς της. Της ταύτισης δηλαδή της αγάπης με την αποποίηση της ευθύνης και με την ενεργή προσπάθεια το κρίμα κάθε φορά να φορτώνεται στους «ξένους» κι όχι στους «δικούς μας ανθρώπους». Σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό ως «ξένος» την κρίσιμη στιγμή αντιμετωπίζεται ο καθένας που δεν ανήκει στον στενό πυρήνα κάθε συστήματος -εδώ της οικογένειας- πόσο μάλλον όταν είναι και ξένος κατά κυριολεξία όπως ο Χρήστος. Οι άνδρες «φωνάζουν» πιο ενεργά την νοοτροπία αυτή, αλλά κι οι γυναίκες συχνά δεν μένουν πίσω με την σκηνή της μητέρας που πηγαίνει φαί στο Χρήστο να είναι η πιο ανατριχιαστική ολόκληρης της ταινίας. Η άρνηση αυτή κάθε λογοδοσίας των «δικών μας παιδιών» δεν εμποδίζει μόνο τα ίδια να ενηλικιωθούν, αλλά και ολόκληρη την κοινωνία, καθιστώντας την ένα είδος δαρβινικής ζούγκλας στο οποίο ο καθένας μας μπορεί ανά πάσα στιγμή να γίνει «ξένος» κι αναλώσιμος, ένα «κρέας» που χωρίς τύψεις θα φαγωθεί – μπορεί, όμως να γίνει τοξικό και γι αυτούς που το τρώνε.
Η ταινία -όπως κι η κοπέλα του Χρήστου- δεν καθαγιάζει ούτε τη θυματοποίηση, ειδικά όταν αυτή αποτελεί ωφελιμιστική λογική επιλογή, αντίθετα δείχνει ποιες μπορεί να είναι οι απροσδόκητες ψυχικές προεκτάσεις της. Εξάλλου, όπως, από καιρό κι από εντελώς διαφορετικό δρόμο, μας έχει δείξει η Παραγγελιά του Παύλου Τάσσιου όταν η σκληρότητα του συστήματος κάνει την ανθρώπινη ψυχή να φτάσει το όριο θραύσης της είναι αμφίβολο αν το «θύμα» θα πάει αγόγγυστα στη σφαγή ή αν τελικά θα καταλήξει θύτης.
Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 2024