(Γυναίκα στους αμμόλοφους)
του Hiroshi Teshigahara
κείμενο του Roger Ebert
woman5.jpg

«Λατρεύω να μένω σε σπίτια ντόπιων», λέει ο άντρας αποδεχόμενος μια προσφορά για φιλοξενία, αφού χάνει το τελευταίο λεωφορείο για την πόλη. Συνέλεγε έντομα σε μια απομακρυσμένη, ερημική περιοχή της Ιαπωνίας. Οι χωρικοί τον οδηγούν σε ένα σπίτι στον πάτο ενός λάκκου και κατεβαίνει από μια σκάλα με σχοινιά, για να περάσει το βράδυ με τη γυναίκα που ζει εκεί. Αυτή ετοιμάζει δείπνο και τον παρατηρεί, ενώ τρώει. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, αυτός ξυπνά και συνειδητοποιεί ότι η γυναίκα έχει βγει έξω και φτυαρίζει την άμμο. Το πρωινό την βλέπει να κοιμάται, είναι γυμνή και το σώμα της γυαλίζει απ’ την άμμο. Αποφασίζει να φύγει. «Περίεργο», μονολογεί, «η σκάλα έχει χαθεί».
Αμέσως ξεκινά μια άγρια συγχορδία που αναγγέλλει την έναρξη της «Γυναίκας στους αμμόλοφους» (1964), μιας από τις πλέον σπάνιες ταινίες, που συνδυάζει το ρεαλισμό με αλληγορίες για τη ζωή. Από τον άντρα (Eiji Okada) προσδοκάται ότι θα συνεχίσει να παραμένει στο σπίτι και να φτυαρίζει μαζί με τη γυναίκα την άμμο, την οποία οι χωρικοί μεταφέρουν στην επιφάνεια με τσουβάλια. «Αν σταματήσουμε», εξηγεί η γυναίκα (Kyoto Kishida), «το σπίτι θα θαφτεί κάτω από την άμμο. Αν θαφτούμε εμείς, θα κινδυνεύσει και το γειτονικό σπίτι».
Δεν μπορώ να κατανοήσω το μηχανισμό αυτής της εξήγησης ούτε να καταλάβω την ντόπια οικονομία. Οι χωρικοί πουλάν την άμμο για κατασκευές, εξηγεί η γυναίκα. Περιέχει πολύ αλάτι και δεν ανταποκρίνεται στα κατασκευαστικά κριτήρια, αλλά καταφέρνουν να την πουλούν φτηνά. Αλλά σίγουρα δεν έχουν άλλη επιλογή από το να μένουν στο όρυγμα και να πουλάν άμμο.
 Φυσικά, δεν υπάρχει λογική πίσω από την ιστορία και ο σκηνοθέτης, ο Χιρόσι Τεσιγκαχάρα/ Hiroshi Teshigahara, είχε ήδη εξηγήσει ότι η άμμος δεν είναι δυνατό να υψωθεί σε σταθερούς τοίχους,  όπως βλέπουμε στις πλευρές του σπιτιού. «Ήταν φυσικά αδύνατο να δημιουργήσω γωνία μεγαλύτερη των 30 μοιρών», λέει.
Όμως, δεν υπάρχει στιγμή που η ταινία να μην μοιάζει απόλυτα ρεαλιστική. «Φτυαρίζεις για να επιβιώσεις ή επιβιώνεις φτυαρίζοντας;», ρωτά τη γυναίκα. Και ποιος δε θα μπορούσε να θέσει την ίδια ερώτηση; Η «Γυναίκα στους αμμόλοφους» είναι μια μοντέρνα εκδοχή του μύθου του Σίσυφου, που είναι καταδικασμένος από τους θεούς να περάσει την αιωνιότητα μεταφέροντας ένα βράχο στην κορυφή ενός λόφου, μόνο και μόνο για να τον δει ξανά να κυλάει προς τα πίσω.
Κατά μια έννοια, ο άντρας μόνο τον εαυτό του μπορεί να κατηγορήσει για το πάθημά του. Κάνει τα μακρινά του ταξίδια για να δραπετεύσει απ’ ό,τι τον βασανίζει. Αποζητά τη μοναξιά και τη βρίσκει. Η ταινία ανοίγει με ένα μοντάζ δαχτυλικών αποτυπωμάτων και σφραγίδων διαβατηρίου, μετά σε κοντινό πλάνο ένας κόκκος άμμου, τόσο μεγάλος όσο ένας βράχος και τέλος αμέτρητοι κόκκοι άμμου, που ο αέρας τους μετακινεί σαν να ήταν επιφάνεια νερού. Στη φωτογραφία δεν έχει απεικονιστεί ξανά με τέτοιο τρόπο η άμμος (ούτε καν στον «Λόρενς της Αραβίας»). Ο φωτογράφος, Χιρόσι Σεγκάουα/ Hiroshi Segawa, βοηθά τον σκηνοθέτη να πετύχει στο δύσκολο έργο του να αφηγηθεί μια αλληγορία σαν να συμβαίνει στην πραγματικότητα. Την πρώτη φορά που είδα την ταινία έμοιαζε με μια ψυχολογική-σεξουαλική περιπέτεια. Η υποκείμενη κατάσταση είναι σχεδόν πορνογραφική: ένας περιπλανώμενος άντρας που παγιδεύεται από μια μυστηριώδη γυναίκα, που του προσφέρει το σώμα της με αντάλλαγμα υπηρεσίες μια ζωής.
Περισσότερο από κάθε άλλη ταινία, που μπορώ να σκεφτώ, η «Γυναίκα στους αμμόλοφους» χρησιμοποιεί οπτικές τεχνικές για να δημιουργήσει μια χειροπιαστή υφή των αντικειμένων: της άμμου, του δέρματος, του νερού που τρέχει μέσα από την άμμο και αλλάζει τη φύση του. Δεν είναι τόσο το γεγονός ότι η γυναίκα είναι θελκτική όσο η αίσθηση που αποκομίζουμε για το πώς θα είναι να αγγίζουμε το δέρμα της. Η σεξουαλικότητα της ταινίας είναι μέρος της πραγματικότητας που απεικονίζει: η γυναίκα κλεισμένη σ’ ένα σπίτι, όπου η ζωή περιορίζεται μόνο στη δουλειά, τον ύπνο, το φαγητό και το σεξ, κι όταν εκφράζει την επιθυμία να αποκτήσει ένα ραδιόφωνο «ώστε να μαθαίνουμε τις ειδήσεις», απλώς υπογραμμίζει το πόσο ανούσιο θα ήταν κι αυτό.
Το σενάριο του Κόμπο Άμπε/ Kôbô Abe, που βασίζεται σε μυθιστόρημα του ιδίου, αποκαλύπτει αργά και σκόπιμα την κρισιμότητα της κατάστασης – δε βιάζεται να αναγγείλει το δίλημμα του άντρα, αλλά το αποκαλύπτει σιγά σιγά με νύξεις και ενορατικά στοιχεία, ενώ τεκμηριώνει τον καθημερινό ρυθμό της ζωής στους αμμόλοφους.
Οι κάτοικοι βοηθιούνται από τους χωρικούς, που χρησιμοποιούν τροχαλίες για να κατεβάσουν νερό και αποθέματα και να ανεβάσουν την άμμο. Δεν γίνεται σαφές αν η γυναίκα κατέβηκε εκεί με τη θέλησή της ή την ανάγκασαν οι χωρικοί. Πάντως φαίνεται ότι έχει αποδεχτεί τη μοίρα της και δεν θα δραπέτευε ακόμη κι αν μπορούσε. Συμμετέχει στη σύλληψη του άντρα, γιατί έτσι πρέπει: μόνη της δεν μπορεί να φτυαρίσει αρκετή άμμο και η επιβίωσή της εξαρτάται από τη δουλειά της. Επιπλέον, ο άντρας και η κόρη της θάφτηκαν στην άμμο μετά από μια καταιγίδα και λέει στον άντρα «τα κόκαλά τους είναι θαμμένα εδώ». Και οι δυο είναι αιχμάλωτοι – η γυναίκα αποδέχεται τη μοίρα, ενώ ο άντρας προσπαθεί να της ξεφύγει.
Ο άντρας δοκιμάζει τα πάντα προκειμένου να δραπετεύσει από το λάκκο και μάλιστα υπάρχει μια σκηνή ενός τοίχου από άμμου που αρχίζει να κυλά τόσο απαλά που η καρδιά αρχίζει να χτυπά. Ως νατουραλιστής, ο άντρας αρχίζει να δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για την κατάστασή του, για τα πουλιά και τα έντομα που τους επισκέπτονται. Επινοεί μια παγίδα για να πιάσει ένα κοράκι και παρόλο που δεν πιάνει κανένα, κατά λάθος ανακαλύπτει πώς να βγάλει νερό από την άμμο. Αυτή η ανακάλυψη ίσως είναι το μοναδικό χειροπιαστό, χρήσιμο και ασυναγώνιστο επίτευγμα της ζωής του. Όλα τα υπόλοιπα, όπως λέει η φωνή του αφηγητή (ίσως είναι η δική του φωνή;), συμβόλαια, άδειες, χρέη, ταυτότητες είναι «καθησυχαστικές γραφειοκρατικές διατυπώσεις».
Ο Χιρόσι Τεσιγκαχάρα ήταν 37 ετών, όταν σκηνοθέτησε τη «Γυναίκα στους αμμόλοφους», που κέρδισε το βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στις Κάννες και δυο υποψηφιότητες για Όσκαρ. Ο πατέρας του είχε ιδρύσει μια διάσημη σχολή Ικεμπάνα στο Τόκιο και περίμενε ότι ο Χιρόσι θα αναλάμβανε τη διεύθυνση της σχολής (κατάσταση που κατά ειρωνικό τρόπο μοιάζει με αυτή του πρωταγωνιστή της ταινίας). Φαίνεται ότι τον γοήτευε η ποικιλία: έκανε ντοκιμαντέρ για τον μποξέρ Χοσέ Τόρρες και για ένα ξυλογλύπτη, ασχολήθηκε με τα κεραμικά, διηύθυνε όπερα, έκανε τελετές τσαγιού και σκηνοθέτησε επτά ακόμη ταινίες μεγάλου μήκους. Επίσης, σύμφωνα με το σχέδιο, ανέλαβε τη διεύθυνση της σχολής.
Η «Γυναίκα στους αμμόλοφους» φαίνεται ότι είχε χαθεί για αρκετά χρόνια. Προσπάθησα να τη νοικιάσω για τα μαθήματα στη σχολή κινηματογράφου, αλλά δεν μπόρεσα.
Στη σχολή του Τεσιγκαχάρα στο Τόκιο, κάποιος μεταφραστής μου είπε αόριστα ότι ο δάσκαλος ασχολούνταν με νέες κατευθύνσεις στην τέχνη και δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με την παλιά του δουλειά. Αλλά τώρα κατασκευάστηκε μια ολοκαίνουρια κόπια 35 mm από τη Milestone, μια αμερικάνικη εταιρία που ενδιαφέρεται για τη διάσωση παλιών ταινιών.
Σε αντίθεση με κάποιες αλληγορικές ταινίες που είναι αρκετά δυνατές όταν τις δεις για πρώτη φορά, αλλά κακές όταν τις ξαναδείς, η «Γυναίκα στους αμμόλοφους» διατηρεί τη δύναμή της, γιατί αποτελεί μια άψογη ενότητα θεματολογίας, στιλ και ιδέας. Ένας άντρας και μια γυναίκα μοιράζονται το ίδιο καθήκον. Δεν μπορούν να του ξεφύγουν. Από αυτούς εξαρτάται όλη η κοινότητα και κατά συνέπεια ο κόσμος ολόκληρος.
Αλλά ο αγώνας για τον αγώνα; Με την ανακάλυψη της αντλίας νερού, ο άντρας καταφέρνει να κάνει κάτι νέο. Έχει αλλάξει τους όρους της συμφωνίας. Δεν μπορεί να δραπετεύσει από το σπίτι, αλλά μπορεί να δημιουργήσει ένα καλύτερο σπίτι. Λίγο όραμα είναι καλύτερη από την απελπισία…

(δημοσιεϋτηκε στην εφ. Chicago Sun-Times, 1-2-1998. ελληνική μετάφραση δ.τ.)