(Η σιωπηλή δολοφόνος)
του Hou Hsiao-Hsien
nie-yin-niang-2.jpg

Μια γυναίκα. Μέσα σ' ένα δάσος. Οι σκιές των δένδρων πέφτουν πάνω στο πρόσωπο της. Μοιάζει σαν αιχμάλωτη στον ιστό μιας αράχνης. Κανένα χρώμα. Μόνο ασπρόμαυρο. Και το κινηματογραφικό κάδρο, όπως την κλασική περίοδο του Χόλιγουντ. Βρισκόμαστε στις επικράτειες του φιλμ νουάρ; Πολύ πιθανόν. Σίγουρα όμως είμαστε σε μια ταινία του Hou Hsiao-Hsien: στη δική του, απολύτως προσωπική, εκδοχή του πιο “κινέζικου” κινηματογραφικού είδους, της ταινίας wuxia (γου-σιά). Δηλαδή της ταινίας με σπαθιά, της κινέζικης εκδοχής της περιπετειώδους ιπποτικής ταινίας.
Όπως και σε άλλες του ταινίες (Millennium Mambo, 2001), έτσι και εδώ ο ταϊβανέζος δημιουργός δίνει έμφαση στο κεντρικό γυναικείο πρόσωπο, μια δολοφόνο που υποδύεται η μούσα του, η πάντα γοητευτική Shu Qi. Η εναρκτήρια σκηνή, που περιγράφηκε πιο πάνω, εγκαθιδρύει το κλίμα και ορίζει τα δεδομένα: η ηρωίδα μοιάζει ως υποχείριο της δασκάλας, έγκλειστη από ένα πλέγμα σχέσεων και υποχρεώσεων, αδύναμη να χαράξει τη δικής της πορεία: θύμα που, εξ ανάγκης, έχει γίνει θύτης. Μόνη της αντίσταση στην πλήρη υποταγή της: η συνείδησή της, καθώς αδυνατεί να εκτελέσει εντολές που παραβιάζουν τον ηθικό -συναισθηματικό κώδικα αρχών. Τη διαδρομή της προς την απελευθέρωση, όποια και αν είναι αυτή, περιγράφει η αφήγηση.
Δύο είναι οι τόποι που αναπτύσσεται η αφήγηση. Ο πρώτος είναι ο τόπος της φύσης: το δάσος, οι εξωτερικοί χώροι ενός αρχοντικού. Εδώ η διαύγεια στην εικόνα, που προέρχεται από τη χρήση των ψηφιακών μέσων, συνδιαλέγεται με την καθαρότητα στην ηχητική μπάντα: ο ήχος από το θρόισμα των φύλλων, ο άνεμος που φυσά, τα λουλούδια, η μουσική από ένα παραδοσιακό όργανο, ένα δένδρο στη μέση ενός λιβαδιού. Όλα αυτά δημιουργούν ένα περιβάλλον που βυθίζουν τον θεατή σε μια κατάσταση γαλήνης, μιας ηρεμίας μάλλον παράδοξης, αν σκεφτούμε ότι αυτή είναι μια ταινία με δολοφόνους.
Και από την άλλη, είναι κυρίως οι κλειστοί και περιορισμένοι χώροι ενός αρχοντικού. Μισοφωτισμένοι, γεμάτες διαχωριστικά και κουρτίνες. Εδώ η κινηματογράφηση μοιάζει να είναι απολύτως “αναλογική” (μια αναφορά στην ταινία του σκηνοθέτη Flowers of Shanghai, 1998): ζεστά χρώματα -το πορφυρό και το κίτρινου χρυσού-, εικόνες θολές, χωρίς διαύγεια, που κινηματογραφούνται πίσω από τα αραχνοΰφαντα υφασμάτινα παραπετάσματα. Η σύνθεση του κάδρου, το βάθος πεδίου, το μισόφωτο των κεριών, τα κουστούμια, τα κοσμήματα και οι (γυναικείες) κομμώσεις, η στάση των σωμάτων και οι χειρονομίες, ο μονότονος, επαναλαμβανόμενος ήχος του τυμπάνου, όλα αυτά βρίσκονται στο κέντρο. Παράλληλα, είναι και ο λόγος και η εκφορά του, η ρυθμικότητα, η τονικότητα της κινέζικης γλώσσας, με τους 4 τόνους της, που δημιουργεί το ρυθμό, που ορίζει τη μουσικότητα αυτών των εσωτερικών εικόνων. Και φυσικά, είναι ακόμα οι νωχελικές κινήσεις της κάμερας του Hou Hsiao-Hsien, που με αργό, σχεδόν τελετουργικό τρόπο, παρατηρεί με απάθεια τα τεκταινόμενα, καταγράφει τις συνωμοσίες και τις διαπλοκές για την εξουσία. Καμία δραματουργική ένταση. Μόνο τα πρόσωπα, οι μορφές, τα σώματα, ο λόγος και οι πράξεις τους.
Όμως ό,τι αληθινά έχει σημασία σ' αυτήν την ταινία δεν είναι οι πράξεις των ηρώων, η αφήγηση και η δράση, ούτε η ψυχολογία της ηρωίδας. Είναι το Μέσο που έχει σημασία, δηλαδή η, κατά Hou Hsiao-Hsien, εκδοχή της κινηματογραφικής τέχνης.
Όπως το θρόισμα των φύλλων ή ο ήχος του αέρα που εισβάλλει και καταλαμβάνει εξ απροόπτου τον θεατή, έτσι και οι εικόνες αυτής της ταινίας, επιβάλλονται στον θεατή τους. Σαν ένα πολυποίκιλτο ύφασμα της εποχής, πλούσιο σε μοτίβα και γραμμές, ο σκηνοθέτης υφαίνει έναν ιστό και παγιδεύει τον θεατή, τον κρατά για πάντα δέσμιο της εικονοποιίας του. Όπως οι γραμμές της σινικής μελάνης που απορροφάται αργά στο ριζόχαρτο, οι εικόνες αυτές και οι ήχοι τους διαποτίζουν τον θεατή, το βλέμμα, την ακοή του. Εδώ συμβαίνει ό,τι σ' ένα πίνακα της κινέζικης καλλιγραφίας: δεν είναι το (κινηματογραφικό) είδος, ούτε το νόημα (της δραματουργίας) που έχει κυρίως σημασία εδώ. Είναι η πινελιά, η υφή της, η περιπέτεια της φόρμας της που έχει σημασία.

Δημήτρης Μπάμπας