του Alvaro Delgado Aparicio
(το σχόλιο της Μαρίας Γαβαλά)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2021_retablo.jpg

Το «Retablo» του Αλβάρο Ντελγκάντο-Απαρίθιο, είναι μια ταινία του 2017, από το Περού, η οποία όμως βρίσκεται στον ελληνικό κατάλογο των ταινιών του 2020. Το πέρασμά της από τη χώρα μας, δεν φαίνεται να έκανε ιδιαίτερη αίσθηση. Επειδή τη θεωρώ μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες ταινίες που κυκλοφόρησαν το 2020 (όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να τη βρει στην πλατφόρμα Cinobo), γράφω λίγα λόγια προκειμένου να υπερασπιστώ την άποψή μου.
Retablo, retable, από το λατινικό retro tabula altaris, είναι το εικονοστάσι που στην καθολική εκκλησία βρίσκεται πίσω και πάνω από την Αγία Τράπεζα. Η ταινία αφηγείται την ιστορία του Νοέ –ενός αυτοδίδακτου, πριμιτίφ, ζωγράφου εικονοστασίων από το ορεινό, περουβιανό, Ayacucho, ένα μικρό χωριό κτηνοτρόφων στις Άνδεις –, και του έφηβου γιου του Σεγκούντο. Θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε και ως ιστορία μαθητείας και ενηλικίωσης ενός νεαρού ατόμου, το οποίο στο πλάι του πατέρα του, μυείται στην τέχνη του επαγγελματία «αγιογράφου», στο θρησκευτικό και το κοσμικό, και φυσικά στη ζωή. Είναι όμως, σαφέστατα, και ένα αφήγημα για το τι σημαίνει να κουβαλά ένας άνθρωπος στους ώμους του το «βάρος» της ομοφυλοφιλίας, σε μια τέτοια ασφυκτικά κλειστή (στα όρια της τυφλότητας και στειρότητας), ορεινή, αποκομμένη από τον πολιτισμό, κοινωνία, όπου οι προκαταλήψεις, οι απαγορεύσεις και οι βίαιες συμπεριφορές έχουν το πάνω χέρι, σε κραυγαλέα αντίθεση με τη γαλήνια επιτρεπτικότητα και ελαστικότητα που βασιλεύει στη φύση. Κυρίως όμως είναι μια ιστορία για τους δεσμούς αγάπης ανάμεσα σε έναν πατέρα και έναν γιο. Αυτό τελικά το τελευταίο, νομίζω πως έχει και τη μεγαλύτερη σημασία και αξία μες στην ταινία. Όσο κι αν προσπαθεί ο πατέρας Νοέ, να κλείσει τα βλέφαρα του γιου του Σεγκούντο μπροστά σε αυτό που, στα μάτια της τοπικής κοινωνίας, φαντάζει αντικανονικό, αφύσικο, αποτροπιαστικό, ανήθικο, κτηνώδες, η ευαισθησία, η ευφυΐα και το ένστικτο του νεαρού παιδιού, δύσκολα ξεγελιούνται και τυφλώνονται. Ο Σεγκούντο, με παραδειγματική διαύγεια, υποψιάζεται, μυρίζεται σαν αγρίμι των αγρών το μυστικό του πατέρα του, σοκάρεται, στριμώχνεται συναισθηματικά, μπλοκάρεται ψυχολογικά, και δυσκολεύεται να λειτουργήσει με φυσικό τρόπο. Όταν όμως μια ολόκληρη κοινωνία, συμπεριλαμβανομένων και των μελών της οικογένειας, με προεξάρχουσα τη φιγούρα της χωλής μητέρας του Σεγκούντο, η οποία ως μαινάδα εξεγείρεται και αρνείται να είναι σύζυγος ενός κτηνώδους άνδρα «που πάει με άνδρες», ο Σεγκούντο θα μείνει στο πλάι του πατέρα του και θα του παρασταθεί στις τελευταίες του στιγμές, προτού αυτός αυτοκτονήσει μην μπορώντας να αντέξει την κακοποίηση και τη διαπόμπευση που του επιφυλάσσει σύσσωμη η κοινότητα των κατοίκων της περιοχής. Ο Σεγκούντο, με πλήρη επίγνωση, θα παραμερίσει την κυριολεκτική και μεταφορική αναπηρία της μάνας του, και θα αποδεχτεί τη μη «φυσιολογικότητα» του πατέρα του, ενώ θα τη χρησιμοποιήσει και ως το μοναδικό του στήριγμα προκειμένου να σταθεί στα πόδια του και στις δικές του δυνάμεις. Κι αυτό, τελικά, θα αποτελέσει την πλέον ένθερμη υποστηρικτή γραμμή απέναντι στη φιλομόφυλη επιθυμία, μια φυσική έξη που το μυαλό ενός χωριατόπαιδου δυσκολεύεται να τη χωρέσει σε όλη της τη διάσταση. Ό,τι λοιπόν αποτελεί συναισθηματικό ευνουχισμό για το νεαρό, άβγαλτο, άμαθο άτομο, αυτό  ακριβώς το στοιχείο θα μετατραπεί σε κινητήριο μοχλό, ώστε να πάρει μπρος το σύστημα της αυτεξουσιότητας και της τελικής επιθυμητής ατομικής αποδέσμευσης και ελευθερίας, που τόσο καιρό βρίσκονταν σε ύπνωση. Πολύ όμορφη ταινία, με στιβαρή σεναριακή και σκηνοθετική άποψη, και πειστικές ερμηνείες που οπωσδήποτε θα μείνουν στη μνήμη μας.

(Πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο facebook)