(Η εξουσία του σκύλου)
της Jane Campion
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Τραχύς κι ορμητικός σαν τους ταύρους που ευνουχίζει ο Φιλ Μπέρμπανκ διαφεντεύει την πιο πλούσια φάρμα βοοειδών στην Μοντάνα του 1925 μαζί με τον αδελφό του Τζορτζ. Σκληρός και εσκεμμένα άξεστος, ο Φιλ ζει κι αναπνέει για να είναι καουμπόι, σαν τον μέντορά του Χένρι Μπρόνκο τον οποίο συχνά επικαλείται κοροϊδεύοντας τον Τζορτζ για τους πιο ήπιους, ευγενικούς του τρόπους. Τα δύο αδέλφια, που παρά τις διαφορές τους είναι αχώριστα και κοιμούνται σε διπλανά κρεβάτια τα τελευταία σαράντα χρόνια, θα δούνε τη ζωή τους ν’ αλλάζει μετά την γνωριμία τους με την χήρα Ρόουζ, -ιδιοκτήτρια πανδοχείου όπου τυχαία γευματίζουν- και τον λεπτεπίλεπτο, νεαρό γιό της Πίτερ. Ο Τζορτζ θα ερωτευτεί και θα παντρευτεί τη Ρόουζ, όταν όμως την φέρει στο ράντσο ο Φιλ δεν θα την καλοδεχτεί βαραίνοντας με τις αντιδράσεις του τον ήδη εύθραυστο ψυχισμό της. Η επίσκεψη του Πίτερ στη φάρμα μοιάζει με ευκαιρία εύκολης εκδίκησης για τον Φιλ. Όμως η ρομφαία της Εξουσίας του σκύλου δεν έχει δείξει ακόμα τη δύναμή της…
Κρυφά πάθη, καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, εσωτερικευμένη ομοφοβία, πλοκή που αναδίδει τ’ αρώματα μιας άλλης εποχής και χτίζει τις εντάσεις της μέσα απ’ την αποκάλυψη των χαρακτήρων, ένας ήρωας που περισσότερο απ’ τους άλλους αντιμάχεται τον ίδιο του τον εαυτό και μια «εξημερωμένη» Δύση που ήδη αντιμετωπίζει τους Ινδιάνους ως παρίες και σφίγγει το χαλινάρι στην ανθρώπινη ψυχή συνθλίβοντας διαφορετικότητες κι αδυναμίες. Σ’ αυτό το τοξικό, όσο και μεθυστικό περιβάλλον «αρρενωπότητας, νοσταλγίας και προδοσίας» της Εξουσίας του Σκύλου η κινηματογράφηση είναι εξαιρετική, η εξέλιξη καθηλωτική και το φινάλε τόσο δυνατό που θα μείνει για καιρό στο μυαλό του θεατή. Με λίγα λόγια, μια ιστορία που άξιζε να ειπωθεί, από μια σκηνοθέτη που θυμόταν πολύ καλά πώς να το κάνει.
Η Τζέιν Κάμπιον βρήκε στην ήρεμη μεγαλοπρέπεια του ομώνυμου μυθιστορήματος γουέστερν και οικογενειακού ψυχογραφήματος που ο Τόμας Σάβατζ έγραψε το 1967 και το Χόλιγουντ γυρόφερνε για χρόνια την έμπνευση που έψαχνε για να επιστρέψει στη μεγάλη οθόνη μετά από δώδεκα χρόνια απουσίας. Πρώτη φορά με άνδρα πρωταγωνιστή (παραπάνω από σωστή επιλογή ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς ως Φιλ σ’ έναν φαινομενικά κόντρα ρόλο) και με διευθύντρια φωτογραφίας την εκ του αποτελέσματος εξαίρετη Άρι Βέγκνερ (εσκεμμένα γυναίκα αφού «τα κινηματογραφικά συνεργεία παραέχουν πολλούς άνδρες»), η Κάμπιον κάνει μια ταινία στην οποία οι ερμηνείες, ο φωτισμός και η μουσική προωθούν την πλοκή ως ίσα στοιχεία. Το φως αποδίδει το συναίσθημα, τα κάδρα χτίζονται συχνά με φωτοσκιάσεις κι η μουσική επένδυση του Τζόνι Γρίνγουντ κατέχει το ρόλο ενός εκτός κάδρου αφηγητή, ένα είδος χορού που συνεχώς σχολιάζει τα δρώμενα πολύ πιο εκφραστικά απ’ τους ανθρώπους. Έχοντας αποφασίσει τι θα πει και τι θ’ αφήσει (σεβόμενη δηλαδή τη μη εξίσωση βιβλίου-ταινίας), η Κάμπιον, που είναι και σεναριογράφος της ταινίας, αναδεικνύει με τον γνωστό της στιβαρό κι επιβλητικό τρόπο όλες τις πτυχές του δίπολου εξουσία-ευαισθησία. Χωρίζει την αφήγηση σε κεφάλαια που, σαν μέρη μουσικού έργου, ακολουθούν συγκεκριμένη πορεία, μέχρι που ξαφνικά τραβά το χαλί κάτω απ’ τα πόδια μας, μετακυλώντας το επίκεντρο της αφηγηματικής γραμμής της για να μας αφήσει για λίγο μετέωρους κι ύστερα να μας καταφέρει το τελικό χτύπημα – σ’ εμάς, όπως και στον πρωταγωνιστή της. Η σκηνοθετική της μαστοριά, πιο ύπουλη κι από την αποφασιστικότητα του νεαρού Πίτερ (φοβερή φιγούρα ο Κόντι Σμιτ Μακφί) λάμπει ξανά, μπροστά στα μάτια μας, μετά από καιρό σαν ένα ζευγάρι ανθεκτικές, καλογυαλισμένες καουμπόικες μπότες.
Η ταινία, που φέρει στοιχεία ύστερου γουέστερν, περιγράφει έναν κόσμο ανδρικής κυριαρχίας, στον οποίο η αμφιταλάντευση των ηρώων ανάμεσα στην ανάγκη για αστική συμμόρφωση και «πολιτισμό» και τη νοσταλγία για μια χαμένη Εδέμ ελευθερίας, εξακολουθεί να είναι συνεχής και πανταχού παρούσα. Εδώ ό,τι θηλυκό εξοστρακίζεται, απωθείται ή παραμένει περιφερειακό ακόμα και ως αντικείμενο πόθου, ακόμα κι αν είναι η ίδια η φύση που πρέπει να κατακτηθεί, αλλά δεν γίνεται κατανοητή και κανείς σχεδόν δεν μπορεί να διακρίνει τα σχήματά της. Κάτω απ’ τις συνθήκες αυτές, οι γυναίκες συνεχώς συμπιέζονται, ακόμα κι απ’ τον ίδιο τον εαυτό τους, όπως η Ρόουζ της Κίρστεν Ντανστ, που παραμένει ο πιο θολός χαρακτήρας της ταινίας, καθώς παρά την τρυφερή φύση της, την αδιαπραγμάτευτη αγάπη για το γιό της κι ένα γάμο που δείχνει να θέλει, δεν μπορεί να ορθοποδήσει και καταρρέει συνεχώς κάτω από αρνητικά ερεθίσματα και συναισθήματα δίχως όνομα, εγείροντας ερωτήματα για την ψυχική επιβίωσή της. Τόσο η ίδια, όσο κι ο Φιλ μοιάζουν με ήρωες του Τένεσι Γουίλιαμς, αφού παρά την μεγάλη τους αντιπαλότητα παραμένουν στον ίδιο βαθμό, εύθραυστοι κι ανυπεράσπιστοι απέναντι σ’ ό,τι δεν ελέγχουν. Αν όμως για την Ρόουζ ο κίνδυνος μοιάζει κυρίως εξωτερικός, για τον Φιλ είναι ο ίδιος ο εαυτός του, σαν ένα είδος Πυρετού στο Αίμα, που έρχεται από μέσα βαθιά, απ’ τις επιθυμίες και τους πόθους τους ανεξέλεγκτους, που όσο δεν τους αποδέχεται κανείς μπορούν ακόμα και να τον σκοτώσουν. Στους αντίποδες, ο Τζορτζ (Τζέσι Πλέμονς) έχοντας ενστερνιστεί τη μεριά του «πολιτισμού» κι άρα του συμβιβασμού, παρ’ ότι κατηγορείται ως μέτριος, έχει τις δυνατότητες να ευτυχίσει. Το ίδιο, από εντελώς άλλη σκοπιά, ισχύει και για τον Πίτερ, τον μόνο ήρωα που αποδέχεται πλήρως τον εαυτό του, χωρίς, όμως, να βγαίνει απ’ τον κύκλο της ανδρικής αδιαλλαξίας, αντίθετα επαναλαμβάνοντάς τον, έτσι όπως αντιγυρίζει μ’ ακόμα ισχυρότερο νόμισμα τη σκληρότητα που εισπράττει απ’ τον περίγυρό του.
Η ταινία θα μας αφήσει με τις σκέψεις αυτές, αλλά και με πολλές ακόμα, δημιουργώντας μας, όπως κάθε καλή κινηματογραφική μεταφορά, κι άλλα ερωτήματα και την περιέργεια να διαβάσουμε και το ίδιο το έργο.
Σχετικά με την ταινία
Ο χαρισματικός κτηνοτρόφος Phil Burbank εμπνέει φόβο και δέος στους γύρω του. Όταν ο αδερφός του φέρνει στο σπίτι μια νέα γυναίκα και τον γιο της, ο Φιλ τους συμπεριφέρεται άσχημα. Όμως γρήγορα θα βρεθεί αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο ενός έρωτα.
Με τους Benedict Cumberbatch, Kirsten Dunst, Jesse Plemons, Kodi Smit-McPhee.
Η Jane Campion, σκηνοθέτις της ταινίας, δηλώνει: “Ερωτεύτηκα το μυθιστόρημα του Thomas Savage και αυτό ήταν μια σπάνια χαρά. Ωστόσο δεν σκέφτηκα ποτέ να το σκηνοθετήσω με τόσους αντρικούς χαρακτήρες και τόσο βαθιά αντρικά θέματα. Ρώτησα τον Savage ποιον θα ήθελε με τη δική του αρρενωπότητα ως σκηνοθέτη του και σιγά -σιγά τον ένιωσα να γλιστράει ένα χέρι γύρω από τον ώμο μου. «Μια τρελή γυναίκα που ξέρει πώς να αγαπά την ιστορία; Ναι, τέλειο». Πρόσφερα ολόκληρο τον εαυτό μου στην υπέροχη ιστορία του Savage, τον άφησα να με παρασύρει. Ένιωσα τον εραστή στον Phil καθώς και τη φοβερή μοναξιά του. Είδα τη σημασία και τη δύναμη καθενός από τους χαρακτήρες στην ιστορία και πώς τελικά αποκαλύπτονται ο καθένας. Έχω την τιμή να μοιραστώ αυτήν την ταινία με ένα πραγματικό κοινό σε έναν πραγματικό κινηματογράφο.”
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)