(Πού να βρίσκεται η Άννα Φρανκ;)
του Ari Folman
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_anna-frank.jpg

Στο συγκινητικό, ουμανιστικό και σχεδόν παραμυθένιο ανιμέισιον Πού να βρίσκεται η Άννα Φρανκ; του Άρι Φόλμαν, πρωταγωνίστρια δεν είναι η Άννα, η μικρή γερμανοεβραία, που έγραψε το διασημότερο ημερολόγιο στον κόσμο, αλλά το ίδιο το ημερολόγιο, η Κίτι. Μια μέρα ξυπνά στο Σπίτι-Μουσείο όπου υπήρχε ως άψυχο έκθεμα, αποκτά μορφή και υπόσταση (έτσι ακριβώς όπως την είχε φανταστεί η Άννα Φρανκ με λίγες έξτρα πινελιές που παραπέμπουν στην κόρη του Φόλμαν) και το σκάει μαζί με το ημερολόγιο-εαυτό της για να βρει την καλύτερή της φίλη, που πιστεύει πως θα είναι ζωντανή όπως κι η ίδια. Αναζητώντας την, περιπλανιέται σ’ όλο το Άμστερνταμ ξεκινώντας από τη σειρά των κτιρίων που φέρουν τ’ όνομα της Άννας και καταλήγοντας στα πολύ πιο ταπεινά οικοδομήματα όπου πρόσφυγες κυρίως από την Κεντρική Αφρική και το Μαλί κρύβονται περιμένοντας κι ελπίζοντας πως δεν θα ακουστεί τ’ όνομά τους για τους διώξουν. Συντροφιά της στο ταξίδι ένας άλλος Πίτερ, επίσης πρόσφυγας, που θα της δείξει τη σημερινή πραγματικότητα, βοηθώντας την να σκεφτεί – πού βρίσκεται σήμερα η Άννα Φρανκ και τι πρέπει να κάνει για να τη βοηθήσει;
Η πραγματικά εξαιρετική σε επίπεδο παραγωγής και κινουμένου σχεδίου ταινία που συνδυάζει το παραδοσιακό με το stop-motion animation (μια κι οι μαριονέτες του stop-motion animation αποδείχτηκαν πολύ ακριβές για να χρησιμοποιηθούν μόνες τους ως τεχνική όπως λέει ο σκηνοθέτης) ήταν ένα προσωπικό στοίχημα για τον Φόλμαν του οποίου οι γονείς πέρασαν τις πύλες του Άουσβιτς την ίδια μέρα με την Άννα και την οικογένειά της, δίσταζε όμως πολλά χρόνια να το αναλάβει. Όταν δέχτηκε, το αίτημα του προς το Anne Frank Fonds Basel, το Ίδρυμα δηλαδή που διαχειρίζεται το ημερολόγιο και που του ανέθεσε την ταινία, ήταν να την κάνει ανιμέισιον, να απευθύνεται στις νεότερες γενιές, να περιέχει τους τελευταίους επτά μήνες της ζωής της Άννας στο Άουσβιτς και στο Μπέργκεν-Μπέλσεν και να συνδέει το παρόν με το παρελθόν.
Ο Φόλμαν κερδίζει στα σημεία το ομολογουμένως πολύ δύσκολο αυτό εγχείρημα ισορροπίας ανάμεσα στην πραγματική ιστορία της Άννας και την αλήθεια του Ολοκαυτώματος ως μια μη συγκρίσιμη φρίκη, την πιο ενεργητική, φανταστική ιστορία της Κίτι και της σύνδεσής της με τα αποσπάσματα του ημερολογίου και τη ζοφερή πραγματικότητα των προσφύγων του σημερινού Άμστερνταμ που -όπως και αλλού- στερούνται τη δυνατότητα για μια νέα πατρίδα. Κάποιοι απ’ αυτούς που το πράττουν, ή που το αφήνουν να γίνεται είναι οι ίδιοι που επισκέπτονται το Σπίτι της Άννας Φρανκ κι αναστενάζουν θλιβερά μπροστά στο ημερολόγιό της, νίπτουν, όμως, τας χείρας τους μπροστά στα προβλήματα της εποχής και στην ευθύνη τους για τη διευθέτησή τους. Ο Φόλμαν κάνει ένα σχόλιο για τη στάση της Ολλανδίας και κατ’ επέκταση ολόκληρης της Ευρώπης, σε μια ταινία που κατ’ ουσία αποτελεί ένα στοχασμό, εσκεμμένα απλοποιημένο για να γίνει κατανοητός, πάνω στην ιστορική μνήμη, τη σημασία της και τη δυνατότητά της να εμπλέκεται στο παρόν όταν μένει ζωντανή κινητοποιώντας μας ν’ αλλάξουμε τη σκέψη και τη συμπεριφορά μας.
Εξίσου εσκεμμένα, στο Πού να βρίσκεται η Άννα Φρανκ, η φρίκη κατ’ ουσία απουσιάζει, αφού υπάρχει σχεδόν μόνο ως υπόμνηση και μέσα απ’ τις ουδετεροποιημένες φιγούρες των Ναζί, με την ταινία να γέρνει συνεχώς προς την πλευρά της ζωής, παρουσιάζοντας την αλήθεια μ’ έναν μη μελαγχολικό τρόπο, έτσι ώστε να θυμόμαστε περισσότερο την Άννα για την αγάπη της στον πατέρα της, στον Κλαρκ Γκέιμπλ και την ελληνική μυθολογία, παρά για την ταφόπλακα πάνω στην οποία η Κίτι κλαίει.
Λίγο καιρό πριν συλληφθεί και σταλεί στο Άουσβιτς στις 15 Ιουλίου 1944 η Άννα γράφει:
«Αγαπητή Κίτι,
Είναι πράγματι ν' απορείς που δεν έχω απαρνηθεί όλα μου τα ιδανικά. Επιμένω επειδή, σε πείσμα όλων, εξακολουθώ να πιστεύω ότι οι άνθρωποι είναι καλοί κατά βάθος...
Βλέπω τον κόσμο να γίνεται σιγά σιγά ερημότοπος· νιώθω τα βάσανα εκατομμυρίων ανθρώπων, κι όμως, αν ατενίσω τους ουρανούς πιστεύω ότι θα πάρει τέλος τούτη η ωμότητα».
Τιμώντας τη μνήμη και το πνεύμα αυτού του κοριτσιού, σύμβολο του χαμένου μέλλοντος ενάμιση εκατομμυρίων παιδιών, σχεδόν όλα Εβραίοι, που εξοντώθηκαν από τους Ναζί, ο Φόλμαν κάνει μια ταινία που σε πείσμα των καιρών εξακολουθεί κι αυτή ακόμα να ελπίζει.