της Jessica Beshir
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_faya-dayi.jpg

Σ’ ένα σκηνικό υπνωτιστικό κι ασπρόμαυρο, γεμάτο φυσικούς ήχους και εικαστική μαγεία, όπου τα λόγια γίνονται εικόνες κι οι εικόνες μιλούν, η ιστορία μιας χώρας, μιας κοινότητας και ενός ναρκωτικού συνδέονται, συνυφαίνονται και συγκρούονται με τέτοια τρυφερότητα και λυρισμό που ο εφιάλτης γίνεται όνειρο και τα βάσανα προσευχές που φτάνουν στο Θεό μέσα από αναθυμιάσεις και καπνούς παράνομους, μιας κι οι άνθρωποι έχουν κάθε φορά κι άλλο τρόπο να ελπίζουν. Βγάλε τα όνειρά μας αληθινά ζητάνε οι άνθρωποι στην Ανατολική Αιθιοπία από το Θεό, μόνο που στα υψίπεδα του Χαράρ που ζουν, οι δρόμοι δεν φαίνεται να οδηγούν πια πουθενά, αφού οι ξένοι τόποι δεν θέλουν να τους δεχτούν και στην πατρίδα οι βροχές στέρεψαν κάνοντας το άρωμα του παλιού καφέ και τις ποικιλίες των σπόρων ανάμνηση και μόνο το ναρκωτικό κχατ έχει μείνει τώρα ν’ ανθεί - να σώζει και να στοιχειώνει τη ζωή τους.
Με τρόπο κάπως μαγικό, το Faya Dayi της Τζέσικα Μπεσίρ μετατρέπεται σε οπτικοακουστική εμπειρία που υποβάλλει το θεατή που θα της αφεθεί, έτσι όπως του εξιστορεί, καθηλωτικά και σχεδόν υπερβατικά, το πώς το κχατ, από κομμάτι της μυστικιστικής σουφικής παράδοσης και τρόπος επίτευξης της «μερκάνα» (δηλ. της μέθεξης), έγινε το βασικό εξαγώγιμο προϊόν της χώρας και άλωσε τη ζωή των κατοίκων που για να επιβιώσουν αναγκάζονται να εργαστούν σ’ αυτό και πολύ συχνά συνθλίβονται κάτω απ’ την επιρροή του. Αν μπεις εκεί, μας λέει ο μικρός Μοχάμεντ μιλώντας για τη συνήθεια του πατέρα του να μασά τα φύλλα του κχατ, δεν βγαίνεις ποτέ, αφού είναι σαν να βλέπει ταινίες το μυαλό σου.
Αυτό ακριβώς κάνει και η ταινία της Μπεσίρ, κυριεύοντας λίγο-λίγο το μυαλό μας, με μια ποιότητα που θυμίζει μυθοπλασία, «σπρώχνοντας» τα όρια του ντοκιμαντέρ με τρόπο που θα έκανε το Χέρτζογκ χαρούμενο κι αναδεικνύοντας κρυμμένες αλήθειες, μέσα από εικόνες και ήχους που αλληλοσυμπληρώνονται και δρουν αξεδιάλυτα, σαν όταν βλέπουμε ένα όνειρο κι ακούμε τις σκέψεις μέσα στο μυαλό μας. Η αποσπασματική αφήγηση -που συντελείται συχνότερα εκτός κάδρου παρά εντός- παραμένει ταυτόχρονα εντελώς ξεκάθαρη ως προς το νόημά της, δημιουργώντας μας συναισθήματα για κάθε ιστορία. Πολλά απ’ αυτά που νοιώθουμε τα δίνουν ως αίσθηση και τα ίδια τα πλάνα που μοιάζουν σαν να αναπνέουν – αφού η κίνηση είναι βασικό συστατικό της ταινίας- και που το καθένα τους θα μπορούσε να πάρει βραβείο σε διαγωνισμό φωτογραφίας για την ευαισθησία, την σπάνια εικαστική ματιά και τον τρόπο που είναι δομημένο ως κάδρο.  
Σ’ αυτή την ταινία που η Μπεσίρ γύρισε στα μέρη που έζησε τα παιδικά της χρόνια και που όσο κι αν φαίνεται απίστευτο είναι η πρώτη της μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ, η σκηνοθέτης κατορθώνει να προσδώσει μια υπερβατική αισθητική ποιότητα σ’ ένα σενάριο που στην ουσία αφορά ταυτόχρονα και όλα τα πρακτικά ζητήματα της ζωής του τόπου, από την αλλαγή των καλλιεργειών και τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στην καθημερινότητα των ανθρώπων και στις οικογενειακές τους σχέσεις, μέχρι τις άσχημες συνθήκες μετανάστευσης, αλλά και την καταδυνάστευση των Ορόμο ως μειονότητα στην ίδια τους τη χώρα. Όλα αυτά δεν επεξηγούνται, ούτε αναλύονται, αλλά υπονοούνται, ή αποκαλύπτονται μέσω των εικόνων με τρόπο που χωρίς να χαλά την ονειρική διάθεση του θεατή τρυπώνει κι αυτός μέσα στο μυαλό του.
Στο τέλος, το τι αξίζει να μείνει στο κεφάλι του κάθε θεατή, εξαρτάται απ’ αυτό που θα τον έχει αγγίξει, όπως το θρόισμα των φύλλων κι η κουρτίνα στην εξώπορτα που θροΐζει κι αυτή και τα παιδιά που κάνουν μπάνιο σε λασπόνερα που μοιάζουν μ’ υπέροχη θάλασσα κι ο φόβος του Αζουρκαλέινι, του τρομαγμένοι εμίρη του μύθου που ο Θεός παρηγόρησε, αλλά δεν του είπε όλη την αλήθεια.