(Λεοπάρδαλη της Ανατολίας)
του Emre Kayış
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_anatolian-leopard.jpg

Στην Άγκυρα, ο πιο παλιός ζωολογικός κήπος της Τουρκίας πρόκειται σύντομα να ιδιωτικοποιηθεί, το εγχείρημα, όμως, έχει σκαλώσει κι ίσως ακυρωθεί χάρη στον διάσημο ένοικό του Ηρακλή, μια ηλικιωμένη λεοπάρδαλη Ανατολίας, προστατευόμενο είδος δηλαδή που όσο ζει εκεί η ιδιωτικοποίηση καθίσταται αδύνατη δια του νόμου. Ο Φικρέτ Οζτούρκ, διευθυντής του κήπου, θα έπρεπε να χαίρεται, έχει, όμως τους λόγους του να είναι ανήσυχος. Ξαφνικά κι εντελώς ανεξήγητα ο Ηρακλής εξαφανίζεται. Η εξέλιξη φέρνει τον Φικρέτ πιο κοντά με την εσωστρεφή και καλοπροαίρετη γραμματέα του Γκάμζε, ο εισαγγελέας της υπόθεσης όμως, δεν δείχνει το ίδιο καλόβολος και προσπαθεί να τον στριμώξει με συμβολισμούς, ψυχολογική πίεση κι ελληνικούς μύθους. Όταν οι άνθρωποι απ’ τα γύρω χωριά αρχίζουν να βλέπουν στις περιοχές τους την λεοπάρδαλη, ο Φικρέτ απηυδησμένος προτείνει στη Γκάμζε να ν’ αφήσουν όλα για λίγο πίσω τους και να πάνε μαζί σε μια συγκέντρωση παλιών του συμμαθητών. Από εκεί, η διαφυγή είναι μόνο ένα φέρι μποτ δρόμος…
Είναι άραγε η Ιστορία προορισμένη να προχωρά δίχως να μπορούμε να την αλλάξουμε; Και πόσο μας δίνει κι άλλη ευκαιρία η ζωή όταν την παίρνουμε λάθος; Με τη Λεοπάρδαλη της Ανατολίας, ο Εμρέ Καγίς στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, ατμοσφαιρικά, νοσταλγικά και σχεδόν τρυφερά, χωρίς επίκριση ή διδακτική διάθεση, αλλά με μελαγχολική ειλικρίνεια και χιούμορ γλυκόπικρο στρίβει χαμηλόφωνα το μαχαίρι στην πληγή του πρωταγωνιστή, μέσα από μια πλοκή που μοιάζει αστυνομική, αλλά βασικά είναι υπαρξιακό, με πολιτικές προεκτάσεις, δράμα. Η κινηματογράφησή του αποτυπώνει με πολυεπίπεδη ακρίβεια και χωρίς πολλά λόγια (αν και οι στοχασμοί λέγονται όπου είναι απαραίτητοι), συχνά μόνο με το περιεχόμενο του κάδρου, τα μουντά χρώματα ή τη στάση σώματος των πρωταγωνιστών του, τις εξελίξεις στο ζωολογικό κήπο, το σύστημα στη χώρα του -πολιτικό και μη- και το ψυχικό αδιέξοδο του ήρωα που εκφράζεται επακριβώς απ’ το στίχο του Σεφέρη: «Λυπάμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι/μέσα από τα δάχτυλά μου/χωρίς να πιώ ούτε μια στάλα».
Εκπρόσωπος μια γενιάς που συμβιβάστηκε ή ηττήθηκε, ο Φικρέτ  θεωρεί τον εαυτό του ως τον τελευταίο εκπρόσωπο του είδους του και νοιώθει ότι θα χαθεί όπως κι αυτός σαν τον Ηρακλή χωρίς να έχει ποτέ πραγματοποιήσει κάποιον άθλο, όπως ας πούμε ν’ αλλάξει τον περίγυρο, που πραγματικά είναι τόσο άθλιος όσο νομίζει. Ο δήμαρχος ενδιαφέρεται μόνο για την καρέκλα του, οι παλιοί συμμαθητές είναι αδιάφοροι και βολεμένοι, ο παλιός του φίλος του κλέβει με κόλπα τη συνοδό, η αφέλεια του κοινού έχει ολέθριες συνέπειες κι η χώρα κινδυνεύει να μετατραπεί σε φαντασμαγορικό πάρκο ψυχαγωγίας για Άραβες επενδυτές. Σ’ αυτό τον κόσμο όπου η μόνη ανίκητη Λερναία Ύδρα αποδεικνύεται το σύστημα κι η αλήθεια χάνει πια τη σημασία της όπως καταρρακωμένος διαπιστώνει ο εισαγγελέας, καταλήγοντας ως άλλος Γκι Ντεμπόρ ό,τι όλα έγιναν θέαμα, η αδυναμία εξεύρεσης λύσης σε συλλογικό επίπεδο, δεν αναιρεί την ευθύνη κάθε ανθρώπου για τη ζωή του.
Κι αυτό ακριβώς είναι που πληρώνει υπαρξιακά ο Φικρέτ, όχι την πράξη που έκανε, αλλά τις άλλες που δεν κάνει, το γεγονός δηλαδή πως ως γνήσιος ρομαντικός ήρωας κι άρα ελαφρώς Νάρκισσος όπως πολύ σωστά του είπε ο εισαγγελέας αρνείται να χαρεί στο ατελές παρόν και σκέφτεται συνεχώς με όρους έλλειψης, αφήνοντας τη ζωή να τον προσπερνάει. Σε αντίθεση με τον καλοκάγαθο γίγαντα φροντιστή του Ηρακλή που δεν δίστασε να βροντοφωνάξει την επιθυμία του, ο Φικρέτ αφήνει τη δική του να βαλτώνει, καταδικάζοντας μόνος τον εαυτό του σε μια παθητική στασιμότητα, που τον κάνει να μην παίρνει ποτέ το φέρι που θα τον πάει μπροστά, αλλά πάντα αυτά που τον γυρίζουνε πίσω.

Λεοπάρδαλη της Ανατολίας/ Anatolian Leopard (Εμρέ Καγίς, 2021, 108’ Τουρκία, Πολωνία, Γερμανία, Δανία)