(Τι βλέπουμε όταν κοιτάμε τον ουρανό;)
του Aleksandre Koberidze
(το σημείωμα του σκηνοθέτη)
Είναι περίεργο να γράφω για την ταινία μου. Είναι περίεργο γιατί είναι τόσο πολλά εκείνα που θέλω να γράψω. Θα μπορούσα να γράψω για τον λόγο που η ταινία μας ξεκινά με μια εικόνα παιδιών που φεύγουν από το σχολείο. Θα μπορούσα να μιλήσω για το γεγονός ότι εκ των υστέρων μετάνιωσα που δεν ξεκίνησα την ταινία έτσι όπως ήταν γραμμένη στο σενάριο – με την εικόνα ενός σκαλοπατιού. Θα μπορούσα να μιλήσω για τον λόγο που γυρίσαμε την ταινία εν μέρει σε φιλμ 16mm και εν μέρει ψηφιακά, ή γιατί τα παιδιά παραγγέλνουν 11 χωνάκια παγωτό αντί για 12, όπως κάνει ο Μπόντο Ντολαμπερίτζε στην ταινία στην οποία παραπέμπει η συγκεκριμένη σκηνή.
Θα μπορούσα να γράφω ασταμάτητα για τους ηθοποιούς μου, για τον Γκιόργκι Μποκοροσβίλι, μαζί με τον οποίο μεγάλωσα και ο οποίος έρχεται πάντα πρώτος στο μυαλό μου όποτε σκέφτομαι το καστ· για την Άνι Καρσελάτζε που γεννήθηκε για να είναι μπροστά στην κάμερα· για την Ολίκο Μπαρμπακάτζε που δεν έχει πολύ χρόνο επί της οθόνης, αλλά κάθε δευτερόλεπτο που εμφανίζεται με κάνει χαρούμενο που γύρισα αυτή την ταινία· για τον Γκιόργκι Αμπρολάτζε που μετά τα γυρίσματά του έφυγε και κατέκτησε τον τίτλο του κορυφαίου Ευρωπαίου πρωταθλητή στη χειροπάλη· για τον Βάκτανγκ Παντσουλίτζε που είναι σταρ του γεωργιανού σινεμά από τη δεκαετία του ’70 κι είχα τη χαρά να δουλέψω μαζί του.
Θα μπορούσα να γράψω περισσότερα για τον λόγο που έδωσα στους γονείς μου τους ρόλους του οπερατέρ και του σκηνοθέτη στην ταινία. Θα μπορούσα να εξηγήσω τις ομοιότητες ανάμεσα στο ποδόσφαιρο και το σινεμά, δύο παιχνίδια που αγαπώ να παίζω. Θα μπορούσα να γράψω για τη χειρονομία που κάνει ο Μέσι κάθε φορά που σκοράρει, τι σημαίνει για μένα και τι επίδραση είχε αυτή η χειρονομία στην ταινία. Θα μπορούσα να σας πω ότι πέρασα υπέροχα δουλεύοντας πάνω στη μουσική της ταινίας μαζί με τον αδελφό μου Γκιόργκι, και για το πώς αυτή η μουσική άλλαξε την ταινία. Θα μπορούσα να θυμηθώ τον χρόνο που πέρασα μαζί με την παραγωγό μας Μάριαμ Σατμπερασβίλι και τον διευθυντή φωτογραφίας Φαράζ Φεσαρακί στο Κουτάισι, και πώς στο τέλος ήθελα να γράψω για το Κουτάισι, αλλά, όπως έγραψε κι ένας συγγραφέας, ποιος είμαι εγώ για να γράψω για το Κουτάισι;
Ειλικρινά, ήθελα να γράψω για όλα αυτά κι ακόμα περισσότερα. Κάποια στιγμή, όμως, συνειδητοποίησα ότι αν όντως το έκανα αυτό, το τελικό κείμενο θα είχε τουλάχιστον την ίδια έκταση με το σενάριο. Πώς θα έπρεπε να επιλέξω τι να συμπεριλάβω και τι να παραλείψω, δίνοντας έτσι περισσότερη σημασία σε κάποια πράγματα και λιγότερη σε άλλα, το οποίο είναι το τελευταίο που θέλω να κάνω; Πιστεύω ότι αν αυτή η ταινία βγάζει νόημα είναι επειδή μιλά για όλα τα παραπάνω κι ακόμα περισσότερα μαζί, κι όχι ξεχωριστά. Αλλά καθώς έπρεπε να γράψω κάτι, έγραψα ένα μικρό ποίημα. Το παρακάτω:
Εγώ κι εσύ
Όταν ανοίγω τα μάτια μου, βλέπω εσένα.
Όταν κλείνω τα μάτια μου, βλέπω εσένα.
Κάποιος μπορεί να πει ότι είμαι τυφλός, αλλά δεν είμαι.
Βλέπω εσένα, βλέπω εσένα, βλέπω εσένα...
Συνέντευξη με τον Aleksandre Koberidze
Η ταινία σας «στήνει» μια ιστορία αγάπης και στη συνέχεια μας κρατά σε αγωνία για το αν θα όντως θα γίνει πραγματικότητα. Πώς σας ήρθε η ιδέα της κατάρας και των χαμένων επαφών;
Όταν ήμουν παιδί, έπρεπε να φοράω μια πέτρα γαγάτη, συνήθως στο χέρι μου, για να με προστατεύει από το κακό μάτι. Σήμερα, σχεδόν κανείς πια δεν το κάνει αυτό – αλλά θα ήθελα να ξέρω τον λόγο. Δεν υπάρχει πια το κακό μάτι ή απλά κανείς δεν πιστεύει πια σε αυτό; Φυσικά, η ταινία μου δεν είναι μόνο για το κακό μάτι, αλλά γενικότερα για τις δυνάμεις – καλές και κακές – οι οποίες έχουν φαινομενικά κλειδωθεί έξω από τον υλιστικό μας κόσμο, αλλά κάπου κάπου φανερώνονται ακόμα. Με ενδιαφέρει ο σεβασμός για το ανεξήγητο και τη θέση που τα φαινόμενα αυτά έχουν στην καθημερινότητά μας. Η έλξη μεταξύ δύο ανθρώπων είναι ένα τέτοιο ανεξήγητο φαινόμενο. Πώς δημιουργήθηκε αυτή η κλωστή που δένει δύο ανθρώπους μαζί και γιατί είναι τόσο επώδυνο όταν αυτή η κλωστή σπάει; Κανείς δεν ξέρει στην πραγματικότητα. Για εμένα, η μεταμόρφωση στην ταινία δεν είναι τόσο ούτε αλληγορία ούτε μεταφορά, αλλά κάτι που συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας – οτιδήποτε άλλο είναι θέμα ερμηνείας.
Τα παιδιά, οι σκύλοι και το ποδόσφαιρο παίζουν σημαντικό ρόλο στην ταινία. Μπορείτε να μας εξηγήσετε πώς αποφασίσατε να εισάγετε αυτά τα στοιχεία στην ιστορία;
Με έναν τρόπο, το Κουτάισι είναι μια πόλη που ανήκει στα παιδιά της, ή τουλάχιστον υπάρχουν κάποιες ώρες μέσα στην ημέρα που έχει κανείς αυτή την αίσθηση. Είναι λίγο σαν τη σεκάνς στο Αγαπημένο μου ημερολόγιο του Νάνι Μορέτι, όπου τα παιδιά έχουν καταλάβει την πόλη. Από τη στιγμή που μας ενέπνεαν όσα η πόλη είχε να προσφέρει, έγινε γρήγορα ξεκάθαρο ότι τα παιδιά θα έπαιζαν σημαντικό ρόλο – και, τέλος πάντων, υπάρχει κάτι πιο όμορφο από το να κινηματογραφείς παιδιά; Ίσως οι σκύλοι! Στη σκοτεινή εποχή που ζούμε, η υποδειγματική ύπαρξη των σκύλων, με την αφοσίωση τους, την τιμή και την αξιοπρέπειά τους, είναι αληθινή παρηγοριά για μένα κάθε φορά που οι δρόμοι μας συναντιόνται. Και στις ταινίες μου, προσπαθώ πάντα να τους δίνω λίγο χώρο, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης. Υπάρχουν λίγα πράγματα που μου δίνουν χαρά κι ένα από αυτά είναι σίγουρα το ποδόσφαιρο. Όταν ψάχναμε τοποθεσίες για τα γυρίσματα, πήγαμε σε ένα αληθινό στάδιο και βγήκαμε στο γήπεδο μέσα από μια στοά, όπως οι παίκτες. Κι εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι αυτό ήταν το μεγαλύτερό μου όνειρο: να τρέξω στο γήπεδο φορώντας μια εντυπωσιακή φανέλα, να σταθώ στη σειρά μαζί με την υπόλοιπη ομάδα, λάμποντας από περηφάνια, και να ακούσω τη μουσική του Champions League ή τον εθνικό ύμνο, ενώ ετοιμάζομαι για τον μεγάλο αγώνα. Δεν θα συμβεί ποτέ, το ξέρω, αλλά στις ταινίες μπορώ να έρθω λίγο πιο κοντά σε αυτό το όνειρο...
Τόσο ο τίτλος, όσο και η ιδέα της ταινίας παραπέμπουν σε μια αίσθηση μαγικού ρεαλισμού, στο υπερφυσικό που επηρεάζει την καθημερινή ζωή, χωρίς κανείς να εκπλήσσεται. Θα λέγατε ότι αυτό είναι τυπικό του γεωργιανού τρόπου; Γιατί κάνατε αυτή τη στιλιστική επιλογή;
Υπάρχουν δύο πιθανότητες: είτε οι χαρακτήρες στην ταινία όντως αναρωτιούνται τι συμβαίνει, αλλά δεν τους βλέπουμε ποτέ να το κάνουν, είτε αναρωτιούνται και δεν το παραδέχονται. Από τη μια μεριά, είναι σημαντικό για μένα να αφήνω τους ανθρώπους μόνους τους σε κρίσιμες, ιδιωτικές στιγμές. Υπάρχουν πράγματα που πρέπει κάποιος να κάνει και να βιώσει μόνος του - το ίδιο ισχύει και για τους φανταστικούς χαρακτήρες. Από την άλλη μεριά, το εύρος των ανθρώπινων συναισθηματικών αντιδράσεων είναι εντελώς υπερεκτιμημένο και οι αντιδράσεις που βλέπουμε στις ταινίες δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Δεν πιστεύω απαραίτητα ότι οι αντιδράσεις πρέπει να είναι ρεαλιστικές, αλλά προτιμώ να μην ακολουθούν τα καλούπια που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στις ταινίες.
Μιλήστε μας για τη μουσική – προσδίδει έναν γοητευτικό και διασκεδαστικό τόνο στην ταινία. Τι σας παρακίνησε να κάνετε τη συγκεκριμένη επιλογή; Και γιατί υπάρχει αυτή η τεράστια γκάμα, από τα κύρια μουσικά θέματα με το συνθεσάιζερ, στα παραδοσιακά γεωργιανά χορωδιακά τραγούδια και τη Τζάννα Νανίνι;
Συχνά νοσταλγώ τις βωβές ταινίες. Ο ομιλών κινηματογράφος «κατάπιε» τον βωβό, λες και το ένα είδος θα ενοχλούσε το άλλο ή λες και ήταν αδύνατο να υπάρχουν παράλληλα. Πολλές φορές προσπαθώ να δημιουργήσω ένα είδος βωβής ταινίας, όχι κυριολεκτικά, αλλά στην ουσία της. Η μουσική πάντα συνόδευε τις βωβές ταινίες και γι’ αυτό προσπαθώ να μένω πιστός στο είδος. Η μουσική για την ταινία γράφτηκε από τον αδελφό μου, τον Γκιόργκι Κομπερίτζε. Εκείνος έφερε την ποικιλία. Ήταν μια μακρά συνεργασία κι εμπνευστήκαμε από διάφορες πηγές, από το Τομ & Τζέρι, όπου η μουσική πηγάζει από τις κινήσεις των πρωταγωνιστών, μέχρι τα μεγάλα σάουντρακ, όπου η μουσική είναι τεράστια, όπως μια όπερα. Ο Γκιόργκι συνέθεσε πολλές διαφορετικές μελωδίες, οι οποίες συχνά δεν ήταν αυτό που θέλαμε. Αυτό είναι σημαντικό γιατί πάντα χρειάζεσαι ένα αντιστάθμισμα. Το Notti magiche της Νανίνι ήταν το επίσημο τραγούδι του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1990 στην Ιταλία. Ήμουν μόνο έξι χρονών τότε, αλλά το τραγούδι αυτό έχει χαραχτεί στη μνήμη μου ως ένας ύμνος στο πάθος.
Η παραγωγή ταινιών παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην ιστορία του Τι βλέπουμε όταν κοιτάμε τον ουρανό;... Παρουσιάζεται ως μια μακρά κι επίπονη διαδικασία, μερικές φορές η ταινία δεν είναι καλή, όμως όταν είναι, αποκαλύπτει αλήθειες που οι άνθρωποι δεν έβλεπαν πριν. Τι πιστεύετε για τη σχέση μιας ταινίας με τη βιωμένη πραγματικότητα, αλλά και για τον ρόλο που μια ταινία παίζει στη ζωή των θεατών;
Πριν μερικά χρόνια, ήμουν στη Φιλανδία για μερικές μέρες την περίοδο της Πρωτοχρονιάς. Είχα αυτό το περίεργο συναίσθημα ότι δεν ήμουν σίγουρος αν τα πράγματα ήταν έτσι όπως τα έβλεπα κι ο Άκι Καουρισμάκι απλά τα δείχνει έτσι όπως είναι, ή αν ήταν έτσι επειδή ο Άκι Καουρισμάκι τα είχε δείξει με αυτόν τον τρόπο. Ο κινηματογράφος έχει μια τεράστια δύναμη να επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα και να δημιουργεί μοτίβα συμπεριφοράς που γίνονται μέρος του καθημερινού μας ρεπερτορίου. Για να δώσω ένα παράδειγμα, είμαι πεπεισμένος ότι ο τρόπος με τον οποίο φιλάμε σήμερα έχει προκύψει μέσα από τις ταινίες. Είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσε να γίνει μια ενδιαφέρουσα εμπειρική μελέτη πάνω σε αυτό. Και δεν είναι συναρπαστικό να ξέρουμε ποιος είναι υπεύθυνος για τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής μας;
(Πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)