(Who by Fire)
του Philippe Lesage
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_comme-le-feu.jpg

Όταν ο δεκαεπτάχρονος Τζεφ δέχεται να ακολουθήσει τον καλύτερό του φίλο Μαξ και την οικογένειά του στην εκδρομή τους στο εξοχικό του διάσημου σκηνοθέτη Μπλέικ Καντιέ ελπίζει πως θα περάσει καλά και θα έχει την ευκαιρία να έρθει πιο κοντά με την μεγαλύτερη αδελφή του Μαξ, Αλιότσα, με την οποία είναι κρυφά ερωτευμένος. Τα πράγματα, όμως, εξελίσσονται γενικότερα κάπως περίεργα κι ο ίδιος βρίσκεται κάποιες στιγμές σε δύσκολη θέση.
Στο Comme le feu του Φιλίπ Λεσάζ οι παλιές πικρίες των ενηλίκων φουντώνουν σε φορμά σινεμασκόπ σαν φλόγες θεριεμένες απ’ τους εγωισμούς, το αλκοόλ και την ησυχία της περιοχής που βγάζει στην επιφάνεια το γνήσιο εαυτό τους, καίγοντας κάθε πιθανότητα πραγματικής διασκέδασης ή συνεννόησης σ’ αυτή τη δυσάρεστη όπως αποδεικνύεται εκδρομή που γίνεται όλο και πιο απρόβλεπτη μέρα με τη μέρα. Παγιδευμένοι στο εγώ τους, όπως και στο μέρος αυτό, οι ενήλικοι ήρωες -καλλιτέχνες όλοι τους- θυμίζουν τους αστούς στον Εξολοθρευτή Άγγελο του Μπουνιουέλ, με τη διαφορά ότι εδώ δεν θέλουν οι ίδιοι να απομακρυνθούν απ’ την θλιβερή τους κατάσταση. Αντίθετα, παριστάνουν ότι δεν τρέχει τίποτα και συνεχίζουν να ποδοπατούν την αξιοπρέπειά τους, τις σχέσεις τους και την υπομονή των παιδιών τους. Σκηνικό Μεγάλης Ανατριχίλας δηλαδή μόνο που ο Λεσάζ δεν στοχεύει τόσο στην κάθαρση -αν και δεν την αποκλείει, τουλάχιστον στα όνειρά τους- όσο στο να χρησιμοποιήσει τα τραύματα και τις δυσαρέσκειες για να δείξει τι πραγματικά υπάρχει πίσω απ’ το πολιτισμένο φαίνεσθαι των «μεγάλων». Τους φωτίζει, ωστόσο, υπέροχα ενώ ξεφτιλίζονται και το ίδιο κάνει και με τους χώρους όπου κινούνται. Η ατμόσφαιρα ζεστασιάς και θαλπωρής που δημιουργεί, συγκρατεί μ’ ένα τρόπο τους ανήλικους -αλλά και το θεατή- απ’ την πλήρη απογοήτευση κι αφήνει μια ελπίδα μήπως οι σχέσεις επιβιώσουνε παρά τις προσπάθειες εξόντωσής τους.
Απέναντι στους ανίκανους προς ενηλικίωση ενήλικες αυτούς, ο κόσμος των ανηλίκων δεν μπορεί να προσβλέπει σε καθοδήγηση όταν τα προβλήματά του μεγεθύνονται. Τα παιδιά αντιδρούν έτσι με αμηχανία κι αψυχολόγητες συμπεριφορές που συνάδουν όμως με την ηλικία τους, ή με δίκαια παράπονα, διαθέτουν, όμως, πάντα περισσότερο μυαλό και μεγαλύτερη τρυφερότητα προς το συνάνθρωπο ακόμα κι όταν δεν το αξίζει -ενίοτε μάλιστα σώζουν και τη ζωή του. Η δική τους ενηλικίωση, μοιάζει άρα πιο πιθανή κι ίσως οι απογοητεύσεις τους απ’ τους ενήλικες, λέει ο Λεσάζ σε συνέντευξή του, να τα βοηθήσει να προχωρήσουν πιο εύκολα στη ζωή τους – μια σκέψη που παρά το ψυχαναλυτικό της βάθος είναι ωστόσο κι αμφισβητούμενη.
Η στιβαρή σκηνοθεσία του Λεσάζ δεν φοβάται την υπερβολή, αντίθετα παίζει μαζί της, κάνοντας μια ταινία που διαβάζεται διαφορετικά ανάλογα με την απόσταση: οικογενειακό κι υπαρξιακό δράμα από πολύ κοντά, κωμωδία σχεδόν μπουφόνικη αν κάνει κανείς λίγο πιο πίσω. Σε κάθε περίπτωση καλογραμμένη και καλοπαιγμένη πολύ, με δρώμενα που όσο εναλλάσσονται δείχνουν όλο και πιο ξεκάθαρα πως το παραφουσκωμένο εγώ είναι αποτέλεσμα του να παίρνει κανείς πολύ σοβαρά τον εαυτό του.
Το γεγονός πώς όλοι οι ενήλικοι είναι καλλιτέχνες δεν είναι τυχαίο μια κι Λεσάζ αυτοσαρκάζεται εδώ περιπαίζοντας λίγο και τον κλάδο του, αλλά και το ίδιο το επάγγελμά του, μια κι όπως λέει στον Καναδά πολλοί σκηνοθέτες που δεν είναι δα κι ο Μπέργκμαν ζούνε σε τέτοια εξοχικά στο δάσος ψαρεύοντας και κυνηγώντας και παριστάνοντας πως είναι κάτι που δεν είναι.
Το καλοπροαίρετο ξεγέλασμα που ασκεί η σκηνοθεσία στο θεατή συνεχίζεται σ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, έτσι όπως του χτίζει μια αίσθηση θρίλερ, αλλά δεν τον αφήνει να προβλέψει τι θα γίνει στην επόμενη σκηνή και διαψεύδει κάθε τόσο τις προσδοκίες του μέσα από μικρά περιστατικά που εγκιβωτίζονται στην κύρια ιστορία -όπως αυτό με την αντικατάσταση του κρασιού- χωρίς να φανερώνουν την έκβασή της. Την ψυχική κακομοιριά των ενηλίκων αντισταθμίζει επίσης για το θεατή ο τρόπος που κινηματογραφείται υπέροχα μια πραγματικά ειδυλλιακή φύση (από τα ωραιότερα τοπία που έχουμε δει τελευταία στο σινεμά), το μεγαλόπρεπο δάσος και η πανέμορφη λίμνη/ποτάμι, όλα τα δώρα του Θεού, δηλαδή για τα οποία οι ήρωες είναι ανίκανοι να νοιώσουν πραγματική ευγνωμοσύνη. Υπάρχει, ωστόσο, ένα εργοστάσιο εκεί που μολύνει την περιοχή αλλά δεν το βλέπουμε – οι παγίδες δεν είναι ορατές πάντα.
Σ’ αυτή την σχεδόν παραβολή για το σχετίζεσθαι και το φαίνεσθαι του ανθρώπου στο σύγχρονο κόσμο, όπου ακόμα κι ο έρωτας κινδυνεύει να μην χωράει, υπάρχει ελπίδα για τα παιδιά κι οι διαγενεακές σχέσεις διασώζονται. Και αυτό είναι εξίσου θαύμα στο πανί, όπως και στη ζωή μας. Που για να συμβεί μας λέει με την αστεία κατά βάθος ταινία του ο Λεσάζ χρειάζεται οπωσδήποτε και μια δόση χιούμορ.

Φεστιβάλ Βερολίνου 2024