του César Díaz
(κριτική: Δημήτρης Μπάμπας)
Η δεύτερη ταινία του γνώριμού μας σκηνοθέτη και βραβευμένου στις Κάννες για την ταινία Οι μητέρες μας / Nuestras Madres (2019), είναι ένα αυτοβιογραφικό στην υφή του, θρίλερ που προκρίνει τις αγωνίες της αφήγησης από την εστίαση στις αγωνίες της σχέσης μητέρας –παιδιού.
Γουατεμάλα 1976. Ήχοι από πυροβολισμούς. Μια νεαρή μητέρα μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά τρέχει. Βρίσκει καταφύγιο σ’ ένα σπίτι. Είναι καταζητούμενη. Αντιμέτωπη με την προοπτική της σύλληψης, αφήνει το γιο της στην μητέρα της...
Η αφήγηση εκκινεί 10 χρόνια μετά από αυτό το αρχικό, εναρκτήριο συμβάν. Μεξικό 1986. Η κεντρική ηρωίδα, η Julia, που υποδύεται η Bérénice Béjo, είναι μια νεαρή γυναίκα που ζει τη ζωή της παρανομίας. Εργάζεται σε μια μεξικάνικη εφημερίδα και συμμετέχει στον ένοπλο αγώνα για την ανατροπή της στρατιωτικής δικτατορίας της πατρίδας της Γουατεμάλα. Ό,τι όμως σημαδεύει τη ζωή της είναι το έλλειμμα της μητρότητας: η εγκατάλειψη του γιού της Marco. Όμως σε μια, όχι και τόσο απροσδόκητη, εξέλιξη των γεγονότων αναλαμβάνει ξαφνικά και απροετοίμαστη την επιμέλεια του παιδιού της.
Με το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου στο φόντο, η ταινία Mexico 86, είναι ένα θρίλερ που αναπτύσσεται ως μια κατασκοπευτική ταινία. Η αφήγηση οργανώνεται γύρω από ένα μη-τυπικό στοιχείο, μια «ανορθογραφία»: την παρουσία του 10χρονου στην κρυφή παράνομη επαναστατική ζωή της μητέρας του. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η παρουσία της Bérénice Béjo στο ρόλο της μητέρας είναι κομβική: είναι αυτή που βρίσκεται διαρκώς στο κέντρο, που υποδέχεται τις πιέσεις, τις εντάσεις, τους φόβους ως μέρος μιας μητρικής παρουσίας, ασπίδα στο Κακό. Οι πολλαπλές ταυτότητες, οι πολλαπλοί ρόλοι που υποδύεται αποτελούν μια υπεκφυγή προσωρινή –είναι πρώτα και κύρια μια «εργαζόμενη» μητέρα που αναζητά την ισορροπία.
Είναι αυτή η αναζήτηση μιας ισορροπίας ανάμεσα στις απαιτήσεις της μητρότητας και τις απαιτήσεις του ένοπλου αγώνα και της παράνομης επαναστατικής δραστηριότητας, ανάμεσα στην ασφάλεια της οικογενειακής εστίας και την διαρκή ανασφάλεια της παρανομίας, που βρίσκεται στο κέντρο. Και είναι, εντέλει, ο φόβος για τη διάλυση της οικογένειας, που ρίχνει βαριά τη σκιά του σ’ αυτή την ιδιόμορφη οικογενειακή ζωή. Ο φόβος για το Κακό, δηλαδή την αστυνομία του δικτατορικού καθεστώτος, είναι που διαρκώς υπονομεύει και την υποτιθέμενη ασφάλεια που συνεπάγεται η οικογενειακή ζωή.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, το Κακό είναι αόρατο, διαρκώς υπονοείται και υπάρχει στο βάθος του πλάνου. Μόνο στην σκηνή της δραματικής κορύφωσης έρχεται στο προσκήνιο και δίνει υπόσταση στον φόβο. Αυτή η, στο μεγαλύτερο μέρος, απουσία ορατότητας του Κακού, έχει ένα εμφανές αποτέλεσμα για την ταινία: ό,τι βλέπουμε είναι μια ιδιόμορφη οικογενειακή ζωή που σκιάζεται…
Locarno 2024