(Ο γιος του εκτελεστή)
των Astrid Rondero & Fernanda Valadez
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
Ένδεια, έλλειψη επιλογών, περηφάνεια, αίσθηση ανήκειν, εύκολο και γρήγορο χρήμα είναι οι βασικοί λόγοι που οι νέοι στα φτωχοχώρια του Μεξικού γίνονται από βαποράκια μέχρι «σικάριο», δηλαδή εκτελεστές, αποφεύγοντας να σκεφτούν την κατάληξη που σχεδόν αναπόφευκτα αυτό θα έχει. Έτσι έκανε κι ο πατέρας του μικρούλη Σούχο και τον άφησε τώρα ορφανό κι έρμαιο στα χέρια των αντιπάλων του και των συγγενών των όσων έχει σκοτώσει. Ευτυχώς, η θεία του παιδιού που ζει απομονωμένη στο δάσος και κάποιες φορές έχει μια υπερφυσική διαίσθηση τους πείθει να το λυπηθούν. Κι έτσι ο μικρούλης με το όνομα που κανείς δεν ξέρει τι σημαίνει μεγαλώνει και γίνεται έφηβος. Είναι, όμως δυνατόν, η πορεία του να μην είναι προδιαγεγραμμένη;
Ταινία κοινωνικού ρεαλισμού κι ενηλικίωσης μαζί, που πιστεύει στο Καλό χωρίς να παραγνωρίζει τις δυσκολίες και τη φρίκη το Sujo/Ο γιος του εκτελεστή των Άστριντ Ροντέρο και Φερνάντα Βαλαντέζ, βραβευμένο ως καλύτερη ξενόγλωσση ταινία στο Φεστιβάλ του Σάντανς του 2024, είναι μια ιστορία ανθρωπιάς και καλοσύνης στα μέρη που κανείς θα περίμενε λιγότερο να την βρει, από δύο ταλαντούχες σκηνοθέτριες που έχουν την ικανότητα να αναδεικνύουν επακριβώς αυτό που θέλουν να πουν μέσα από εξαιρετικούς φωτισμούς, στιβαρή αφήγηση -μ’ ένα ελάχιστο τσικ μαγικού ρεαλισμού- και πολύ ακριβείς κι ευφάνταστες γωνίες λήψεις. Η ταινία, που χωρίζεται σε κεφάλαια ανάλογα με το τι επηρεάζει τη ζωή του πρωταγωνιστή, δεν εστιάζει σ’ αυτό που λείπει, όπως συνηθίζουμε να βλέπουμε σε τέτοιου τύπου κοινωνικά δράματα, αλλά αναδεικνύει αυτό που υπάρχει, μέσα απ’ την τρυφερότητα και τη γλύκα πράξεων και στιγμών, προσεγγίζοντας με καλοσύνη και σεβασμό ακόμα κι αυτούς που έκαναν τις χειρότερες επιλογές – ίσως κι αυτοί να είχαν ένα κρυμμένο όνειρο στην ψυχή τους.
Η σκηνοθεσία χρησιμοποιεί τη φύση και τα ζώα που την κατοικούν ως συμπλήρωμα της πλοκής και της κατανόησης της ψυχοσύνθεσης του παιδιού, μια κινητήρια δύναμη, που κινηματογραφείται εξαιρετικά, και μπορεί να δείξει τελικά τι έχει κανείς μέσα του περισσότερο κι απ’ τα λόγια. Η απληστία και το κέρδος κάνουν κι εδώ τον κόσμο να γυρνά και πιάνουν στα γρανάζια τους, τους νεαρούς έφηβους που γίνονται από ονόματα, αναλώσιμα νούμερα στα χέρια των πιο πονηρών. Η δυσκολία να υπερβεί κανείς τα προδιαγεγραμμένα είναι σχεδόν ανυπέρβλητη, οι αφανείς ήρωες όμως της ταινίας αυτής -που για κάποιο λόγο τυγχάνει να είναι όλοι γυναίκες- είναι αυτές που κάνουν τη διαφορά, με την επιμονή τους να δρουν ως φορείς του Καλού όχι με διδαχές ή απειλές αλλά με την παρουσία και την υπομονή τους.
Επειδή, όπως, ξέρουμε, όμως, το να πρεσβεύει κανείς το Καλό συχνά δεν έχει τόση λάμψη, ακόμα και στο σινεμά, έρχεται μια στιγμή που ο κυνικός θεατής πάει να θεωρήσει την ταινία προβλέψιμη. Κι εκεί ακριβώς έρχεται η τελευταία σκηνή και του κλείνει το στόμα εντελώς. Γιατί καμιά φορά άμα θέλει το Καλό ξέρει πολύ καλά πώς να πει την τελευταία λέξη.
Νύχτες Πρεμιέρας 2024