(Όλα όσα φανταζόμαστε ως φως)
της Payal Kapadia
(κριτική: Δημήτρης Μπάμπας)
Περιπλάνηση μέσα στο αστικό τοπίο, απεικόνιση των συναισθηματικών τοπίων που παρεπιδημούν στις διαδρομές του άστεως ή σκιαγράφηση τριών γυναικείων πορτρέτων; Η δεύτερη ταινία της Ινδού δημιουργού -και πρώτη της ταινία μυθοπλασίας- είναι όλα τα προηγούμενα και επιπλέον μια εντυπωσιακή στη φόρμα, βαθιά στα συναισθήματα, άσκηση στο υπερβατικό σινεμά.
Βομβάη. Σήμερα. Νυχτερινό πλάνο. Ένα παράλληλο τράβελιγκ καταγράφει την νυχτερινή εργασία σε μια λαϊκή αγορά. Φωνές οφ αφηγούνται προσωπικές ιστορίες εσωτερικής μετανάστευσης και εργασίας στη μεγαλούπολη. Εικόνες από συνωστισμό στις σκάλες του προαστιακού σιδηρόδρομου. Μέσα σ' ένα εν κινήσει βαγόνι, μια γυναίκα που έχει χάσει προ πολλού τη λάμψη της νεότητας, κοιτάζει στο κενό…
«Έζησα εδώ περίπου 23 χρόνια. Αλλά φοβάμαι να το πω σπίτι. Πάντα υπάρχει η αίσθηση ότι θα πρέπει να φύγω.»
αφήγηση εσωτερικού μετανάστη που ακούγεται στην ταινία
Αποτελούμενη από δύο ευδιάκριτα μέρη, η αφήγηση της ταινίας έχει στο κέντρο της τρεις γυναίκες: την ηλικίας 40 χρονών Prabha (Kani Kusruti), την νεώτερη της συγκάτοικο Anu (Divya Prabha) και τη μεγαλύτερη τους σε ηλικία συνάδελφό τους Parvaty (Chhaya Kadam). Ο τόπος εργασίας τους είναι ένα νοσοκομείο της 12,5 εκατομμυρίων κατοίκων μεγαλούπολη. Και τρεις γυναίκες είναι εσωτερικές μετανάστριες και πέρα όλων των άλλων σημαδεύονται και από τη γλωσσική διαφορά: μιλούν μαλαγιαλάμ σε μια πόλη όπου η γλώσσα της πλειοψηφίας είναι τα χίντι. Ό,τι όμως σφραγίζει τις τρεις είναι η απελπισία, η μοναξιά και η αποξένωσή τους μέσα στη ζωή του άστεως, μια μορφή απελπισίας υπαρξιακής τάξης. Και ένα συναισθηματικό κενό που προσπαθούν αντιπαλέψουν: Η Prabha μοιάζει ξεχασμένη από τον εδώ και χρόνια μετανάστη στη Γερμανία σύζυγό της και δέχεται το φλερτ ενός συνομήλικού της γιατρού, η Parvaty αγωνίζεται να σταματήσει την έξωση που θα τη βγάλει από το σπίτι που κατοικεί δεκαετίες, ενώ η Anu προσπαθεί να βρει μέσα στη μεγαλούπολη έναν ιδιωτικό προσωπικό χώρο για να ζήσει τον έρωτά της με το μουσουλμάνο αγαπημένο της.
“Η ελπίδα μου είναι ένα ακόμα φορτίο
με πράγματα που κουβαλάω όπου κι αν πάω.
Και τώρα,
είσαι εκεί,
στο σπίτι ενός γείτονα,
σαν λάμπα αναμμένη της οποίας παρακολουθώ τη λάμψη,
για να κρατά ζεστή τις νύχτες.”
ποίημα που γράφει ένας χαρακτήρας της ταινίας
Το αστικό τοπίο της Βομβάης απεικονίζεται με τα μουντά και σκοτεινά χρώματα της εποχής των μουσώνων -καμιά λάμψη, κανένα λαμπερό φως - μια αντανάκλαση της συναισθηματικής κατάστασης των γυναικών. Ό,τι προσφέρει ένα χρωματικό τόνο στην σκοτεινή εικόνα είναι τα φώτα της πόλης -οι φωτεινές επιγραφές, τα φώτα ως μικρές φλόγες από κεριά, στους ουρανοξύστες- και τα χρωματιστά αδιάβροχα που φορούν οι ήρωες. Όπως μας προϊδεάζει και η αρχή τη ταινίας, αλλά και μας υπογραμμίζει το τέλος του πρώτου μέρους, η σκηνοθέτις κινηματογραφεί την κίνηση μέσα στην πόλη με τους τρόπους ενός ντοκιμαντέρ, αλλά και με αναφορές στο σινεμά του Wong Kar-wai (Chungking Express) και της Claire Denis. Σ' αυτό το πρώτο μέρος, που συνιστά και μια αστική συμφωνία με τους τρόπους του κινηματογράφου, αναπτύσσονται τρεις αυτόνομες αφηγηματικές γραμμές, που έχουν ως συνδετικό κρίκο την παρουσία της Prabha, είτε ως ενεργού προσώπου, είτε ως παρατηρητή, είτε ως ενεργή συμπάσχουσα. Η “ερωτική” της ιστορία με τον επίσης μόνο συνομήλικό της γιατρό, αλλά και το κενό της απουσία του συζύγου της. Η ιστορία του εκτοπισμού της μεγαλύτερης της Parvaty και η ενεργή συμπαράσταση της Prabha. Και τέλος, η ερωτική ιστορία της Anu, που μοιάζει να επικαλύπτει και να εισχωρεί στις δύο προηγούμενες ιστορίες των δύο γυναικών: η έκφραση του ερωτικού πόθου, η αναζήτηση ενός τρόπου πλήρωσης είναι έντονη και έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το (ερωτικό) κενό που σφραγίζει την παρουσία της Prabha. Είναι η διαπλοκή αυτών των αφηγηματικών γραμμών, οι εικόνες της μεγαλούπολης στο ύφος του ντοκιμαντέρ, οι ήχοι του άστεως, που συνθέτουν αυτή την αστική συμφωνία. Μια πόλη αφιλόξενος τόπος, όπου η διαρκής βροχή των μουσώνων “φορτώνει” τα πρόσωπα και βαραίνει τις ψυχές τους...
«Κάποιες μέρες κλεισμένος στο εργοστάσιο για τόσο πολύ, που δεν ήξερα αν ήταν ήταν μέρα ή νύχτα.
Έβγαινα μετά από 3, 4 ημέρες λες και ήμουν από λήθαργο.
Με τύφλωνε το φως.
Στο σκοτάδι, προσπαθείς να φανταστείς το φως.
Αλλά δεν μπορείς.
Σε σκεφτόμουν.»
από τους διαλόγους της ταινίας
Αν οι χρωματικοί τόνοι είναι σκοτεινοί στο πρώτο “αστικό” μέρος, στο δεύτερο μέρος που διαδραματίζεται στην ύπαιθρο, στο παραθαλάσσιο Ratnagiri, όπου οι τρεις γυναίκες μοιάζουν να βρίσκουν ένα συναισθηματικό καταφύγιο, το φως διαλύει τις σκιές. [Με τους ίδιους τρόπους που συναντάμε στο σινεμά του Apichatpong Weerasethakul] . Αυτό το μέρος συνιστά ένα αφηγηματικό στάσιμο, αφού στην πραγματικότητα η μόνη αφηγηματική γραμμή που αναπτύσσεται είναι αυτή της Anu. Η στιγμή της εξόδου από τον πραγματικό κόσμο που με τόση πιστότητα απεικόνισε η σκηνοθέτις στο πρώτο μέρος, η στιγμή της αφηγηματικής κορύφωσης, η στιγμή της υπέρβασης ορίζεται από τα δυο μοναδικά σε αφηγηματικής αξία επεισόδια αυτού του μέρους- τη στιγμή της ερωτικής ένωσης της Anu και το διάλογο της Prabha με τον απόντα σύζυγο (;). Αυτές οι δυο σκηνές μεταμορφώνουν την ταινία και ωθούν τα κεντρικά της πρόσωπα (και μαζί τους τους θεατές) σε μια υπέρβαση του πραγματικού. Το σύμπαν που εισέρχονται είναι μια παραθαλάσσια καλύβα -μπαρ φωτισμένη με πολύχρωμα μικρά φώτα. Τώρα το βλέμμα και των τριών γυναικών έχει γλυκάνει, ο ερωτικός πόθος έχει πληρωθεί, τα πάθη, οι απορίες και οι ανησυχίες της ψυχής και της καρδιάς έχουν καταλαγιάσει. Και τα τρία γυναικεία πρόσωπα -που τελικά δεν ήταν παρά τρεις διαφορετικές της γυναικείας εμπειρίας- μοιάζουν ως να είναι ένα.
Γαλήνη...