Δημοσιογραφικό ρεπορτάζ αντί κριτικής.
Η κινηματογραφική κριτική, στις περισσότερες εφημερίδες ή τα περιοδικά ποικίλης ύλης, ισοδυναμούσε εδώ και χρόνια κι ισοδυναμεί στην ουσία, ακόμη, με παρουσιάσεις ταινιών. Ταυτίζεται δηλαδή, λίγο-πολύ, με το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, με τη δημοσιογραφική κάλυψη του κινηματογραφικού-φιλμικού γεγονότος.
Λόγω μεγαλύτερης ζήτησης από τον τύπο και λόγω ευκολίας (του αναγνώστη και του δημοσιογράφου), ο αρνητικός γενικός κανόνας είναι η παροχή μασημένης τροφής. Για να καλύψουν το κενό κριτικής και ανάλυσης, οι περισσότερες εφημερίδες και τα περιοδικά ποικίλης ύλης, δημοσιεύουν παρουσιάσεις κι εξυπνακίστικα άρθρα, πασπαλισμένα με επίδειξη προκατασκευασμένου χιούμορ και περιττές ή ανούσιες πληροφορίες.
Σήμερα, στα illustration ή life style περιοδικά (περιοδικά με τα τηλεοπτικά προγράμματα, γυναικεία περιοδικά, περιοδικά ποικίλης ύλης, μόδας, κ.λπ.), αυτού του τύπου η «κριτική» προσανατολίζεται κυρίως προς την αντιγραφή, με ορισμένες παραλλαγές, του press book των εταιρειών διανομής. Δηλαδή η «κριτική» συγκλίνει προς τη διαφήμιση των ταινιών, ειδικά όταν πρόκειται για εμπορικά αμερικανικά φιλμ, συνοδευόμενη από πληροφορίες και κουτσομπολιά, κυρίως για τους σταρ. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με την αναπαραγωγή του σταρ-σύστεμ και του εμπορικού κινηματογράφου ως βιομηχανίας. Τις επεξεργασμένες και δημιουργικές κριτικές υποκαθιστούν εν μέρει οι σχολικές βαθμολογήσεις και τα αστεράκια.( Ή οι απλοϊκές κινήσεις του αντίχειρα προς τα πάνω ή προς τα κάτω, στην περίπτωση σχετικών κινηματογραφικών τηλεοπτικών εκπομπών). Και τι γίνεται όταν μια ταινία δεν πιάσει τη βάση, σ’ αυτή την αυθαίρετη διαδικασία βαθμολόγησης; Μένει μετεξεταστέα; Ή απλώς το ταμείο της χάνει εισιτήρια λόγω του κακού βαθμού;
Η κινηματογραφική κριτική.
Τι είναι όμως κινηματογραφική κριτική;
Κατά την κρίση μου, κινηματογραφική κριτική είναι να μορφοποιείς έναν αυθύπαρκτο λόγο, με δική του οντότητα και δυναμική• ένα λόγο περί τέχνης και κινηματογράφου, ο οποίος αποτελεί αυτός καθεαυτός αυτόφωτη έκφραση (είτε γράφοντας αναλύσεις, είτε μελέτες, είτε κριτική του φιλμ, είτε προσωπικά κείμενα με αξιώσεις λογοτεχνικής γραφής). Με άλλα λόγια η κριτική κινηματογράφου είναι η εργασία ενός τεχνοκρίτη ο οποίος κρίνει ή αναλύει το φιλμ ως αισθητικό-νοηματικό σύνολο, δημιουργώντας κάτι αυτόνομο, χωρίς εκ παραλλήλου να χάνει την επαφή με το ίδιο το έργο. Η ισορροπία αυτή είναι λεπτή μα αναγκαία. Η κριτική πρέπει να διατηρεί τη σχέση με το φιλμικό αντικείμενό της, ενώ παράλληλα γενικεύει και διευρύνει τους ορίζοντες του αναγνώστη προς μια ευρύτερη εποπτεία.
Δεν μπορεί να περιορίζεται στην επιπόλαιη παρουσίαση. Αντίθετα εμβαθύνει στην ταινία, προσπαθεί να ανακαλύψει τις σημασίες της, να διερευνήσει τις μορφές και την αισθητική της, να την τοποθετήσει στο γενικότερο πλαίσιο στο οποίο αυτή ανήκει (κινηματογραφικά, αισθητικά, ιδεολογικοφιλοσοφικά κ.λπ.). Ο ρόλος της κριτικής είναι να φωτίσει τις διαφορετικές πλευρές του έργου τέχνης, να αναδείξει και να αναλύσει τις ιδιαιτερότητές του, να αποκαλύψει την τροχιά που διαγράφει ανάμεσα στα άλλα φιλμ, ανάμεσα στα ρεύματα της σύγχρονης τέχνης και σκέψης, θεωρίας ή ιδεολογίας. Τέλος να παροτρύνει τους δημιουργούς να κατανοήσουν ορισμένες πλευρές του έργου τους.
Η κριτική πραγματοποιεί διάλογο με το φίλμ. Προσεγγίζει την κινηματογραφική γλώσσα του. Προτείνει ορισμένες αναγνώσεις της κινηματογραφικής γραφής, των σημασιών και του ύφους, των στυλιστικών επιλογών της ταινίας. Διερευνά το φιλμικό κείμενο, προσπαθώντας να κρατήσει ζωντανή τη διάσταση της απόλαυσής του. Να αποκαλύψει τα μυστικά του και να διατηρήσει τη φρεσκάδα και την παρθενικότητα στο βλέμμα του κριτικού ως θεατού. Δεν περιορίζεται σε ρητορικά σχήματα και βαθμολογήσεις.
Βεβαίως μια ασήμαντη ταινία δεν δίνει και πολλά ερεθίσματα, δεν δίνει το έναυσμα για ολοκληρωμένη κριτική. Οι κριτικοί κινηματογράφου είναι υποχρεωμένοι να ασχοληθούν και με τις κακές ταινίες. Στην πραγματικότητα, το μοντέλο τής συνοπτικής, δημοσιογραφικής παρουσίασης ταιριάζει μόνο σ’ αυτές τις μέτριες ταινίες.
Για να επιτευχθεί όλη αυτή η δημιουργική εργασία που περιγράφεται πιο πάνω, χρειάζεται άνεση, χρόνος κι αξιοπρεπείς αμοιβές. Δεν μπορεί να γίνει εφ’ όσον τα έντυπα περιορίζουν τους κριτικούς σε στενά πλαίσια (λόγω εμπορικών κινήτρων) που αποσκοπούν αποκλειστικά στη μαζική κατανάλωση των άρθρων από έναν βιαστικό αναγνώστη. Όταν το βασικό κριτήριο για το στυλ των άρθρων είναι η θελκτικότητα κι η αναγνωσιμότητά τους, με σκοπό μόνο το κέρδος του εκδότη, τότε η δουλειά του κριτικού δυσκολεύει πολύ.
Από την άλλη μεριά ο κριτικός οφείλει να εκμεταλλεύεται τα περιθώρια που του δίνονται. Για να γράψει καλά, σ’ ένα αξιοπρεπές έντυπο που του παρέχει ορισμένες ελευθερίες, χρειάζεται να διαθέτει πνευματική καλλιέργεια και κινηματογραφικές γνώσεις. Η γενική κουλτούρα είναι πολυτιμότερη απ’ τις εξειδικευμένες γνώσεις και τις πληροφορίες. Είναι σημαντικότερο, ο κριτικός να έχει γνώσεις και καλλιεργημένες ευαισθησίες -για παράδειγμα, γύρω από το μυθιστόρημα και τη ζωγραφική- παρά να γνωρίζει στην εντέλεια λεπτομέρειες περί τεχνικής ή το παγκόσμιο πανόραμα των ταινιών και των κινηματογραφικών συντελεστών… Χρειάζεται δηλαδή, κατά τη γνώμη μου, η σφαιρική κουλτούρα, η γενική εποπτεία των τεχνών και των ρευμάτων σκέψης, η φιλοσοφία της τέχνης.
Η σημερινή πραγματικότητα: περιορισμένος ο χώρος μέσα στον οποίο μπορεί να υπάρξει και να ανθίσει η κριτική.
Ο ρόλος της κριτικής δεν είναι να αναμασά αυτά που βλέπει κι ο τελευταίος θεατής. Δεν είναι να χρησιμοποιεί μηχανικά το ίδιο λεξιλόγιο ή να επαναλαμβάνει -ανεξαρτήτως των ταινιών- τις ίδιες προκατασκευασμένες απόψεις, τα ίδια ιδεολογικοπολιτικά ιδεολογήματα και τις ίδιες πάντα πολιτικές πίστεις και πεποιθήσεις. Οι περισσότεροι θεωρούν πολύ εύκολη υπόθεση το να σχολιάσουν μια ταινία, αφού το σινεμά είναι η «λαϊκότερη των τεχνών», μια λαϊκή και βιομηχανική τέχνη, άρα η πλέον οικεία και προσεγγίσιμη. Έτσι τα περιοδικά life style, οι στήλες της τηλεκριτικής και των dvds, οι ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές και τα διάφορα λαϊκά έντυπα, έχουν επανδρωθεί από ανθρώπους που γράφουν για το σινεμά χωρίς στην ουσία να γνωρίζουν το αντικείμενό τους. Το αποτέλεσμα είναι να δεσπόζει η προχειρολογία και η ασχετοσύνη.
Όλα αυτά συμβαδίζουν και με το γεγονός πως ο ρόλος της κινηματογραφικής κριτικής και το πεδίο της έχουν, ντε φάκτο, συρρικνωθεί πολύ τα τελευταία χρόνια. Ο θεατής, λόγω των πολιτιστικών συνηθειών που έχουν επικρατήσει, αρκείται στα λίγα και εύκολα. Βλέπει τις ταινίες μάλλον άκριτα, με πρωτογενή θαυμασμό κι αφέλεια, χωρίς πολλά ερωτηματικά, αρκούμενος στη γοητεία που ασκούν οι ωραίες εικόνες, η δράση και τα ειδικά εφέ. Σ’ αυτό συμβάλλει και το απλουστευτικό μοντέλο του κινηματογράφου που έχει επικρατήσει, κυρίως του εμπορικού αμερικανικού κινηματογράφου, ο οποίος διαπαιδαγωγεί ανάλογα τις νέες γενιές των θεατών. Σε μια τέτοια σχέση επιδερμικής γοητείας, η κριτική στάση δεν έχει θέση. Η ανάπτυξη κριτικού λόγου, από τη μεριά του θεατή, παρεμποδίζεται. Κατά συνέπεια, η κινηματογραφική κριτική δεν βρίσκει πρόσφορο έδαφος. Και λόγω τούτης της επιφανειακής σχέσης, ανάμεσα στο θεατή και την ταινία, γίνεται φανερό πως οι θεατές των εμπορικών και εύπεπτων ταινιών δεν έχουν ούτε χρόνο, ούτε διάθεση για κριτική σκέψη και για διάβασμα γύρω από τις ταινίες που βλέπουν. Ο κριτικός λόγος ασφυκτιά, δεν έχει πλέον λόγο ύπαρξης. Ο κριτικός λόγος, συμπερασματικά, στην ουσία βρίσκεται έξω από τις πολιτιστικές συνήθειες των μέσων, σύγχρονων Ελλήνων θεατών. Η γενικότερη κουλτούρα του περιβάλλοντος δυσχεραίνει την κριτική σκέψη κι αντιμετώπιση των ταινιών, μα και των υπόλοιπων πολιτισμικών δρώμενων. Όλα είναι αυτονόητα, λαμπερά, ρηχά κι ανούσια. Πρόκειται για πολιτιστικό φαινόμενο μιας κοινωνίας που καταδυναστεύεται από την εμπορική, ετοιμοπαράδοτη και καταναλωτική κουλτούρα.
Στην Ελλάδα, η κινηματογραφική κριτική έχει στη διάθεσή της ένα πολύ μικρό και λειψό χώρο για να παραχθεί, κυρίως στα πολιτιστικά έντυπα, στα κινηματογραφικά περιοδικά και στα ιντερνετικά κινηματογραφικά sites. Άρα οι θετικές εξαιρέσεις υπάρχουν σίγουρα. Απευθύνονται σ’ αυτούς τους λίγους που εξακολουθούν να βλέπουν και να σκέπτονται, να γοητεύονται και να κρίνουν ταυτοχρόνως._