του Κωστή Παπαγιώργη
ayti1.jpg

Μια από τις μελαγχολικές εντυπώσεις που αποκομίζει ο θεατής των ελληνικών κινηματογραφικών ταινιών- παλαιών και νεόκοπων- είναι η έλλειψη ενός στάτους ομιλίας, κινησιολογίας, θυμικών αντιδράσεων που να συνοψίζει το ντόπιο ήθος. Οπότε η διαπίστωση δίνεται μαζί με τα ρέστα στο ταμείο: υπάρχει πραγματικότητα, αλλά δεν μπορούμε να την παραστήσουμε, ούτε να τη δούμε. Οι κωμικοί βέβαια τα κατάφεραν πάντα καλά, διότι υπηρετούσαν την κράση της φάρσας σε μια αναγνωρίσιμη λαϊκότητα. Όταν όμως οι προθέσεις στρέφονταν με αξιώσεις προς το δράμα, το όλο θέαμα ψευτίζει προς το άλλοθι του βιωμένου, τη διανοητική κατασκευή, τον πιθηκισμό ξένων προτύπων και άλλα συναφή. Ο Νεοέλληνας δεν βρίσκει κινηματογραφικά καθρέφτη να δει τα μούτρα του, είτε γιατί το κάτοπτρο είναι θαμπό, είτε γιατί ο ίδιος δεν έχει αποφασίσει ποιο, τέλος πάντων, είναι το πρόσωπό του. Ανάλογα πράγματα συνέβαιναν και στη λογοτεχνία, όπου οι «μεγάλοι» Έλληνες συγγραφείς έγραψαν σε μια γλώσσα που σήμερα δύσκολα διαβάζεται.
Το μεγάλο κουσούρι της πνευματικής μας ζωής είναι ότι διαθέτει γεγονότα, αλλά όχι διαμορφωμένη αντίληψη για την οικεία μας «πραγματικότητα». Αυτό ακριβώς εντυπωσιάζει μέχρι εξάρσεως στη νέα ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου, όπου το κυρίαρχο στοιχείο είναι η δαψίλεια μιας όρασης που κατακτήθηκε. Ο Παναγιωτόπουλος είναι πεινασμένος για απτή, χειροπιαστή πραγματικότητα και δεν διστάζει να το επιδεικνύει. Αξίζει να το τονίσουμε αυτό γιατί δεν έχουμε να κάνουμε με κάμερα-αλήθεια και τα παρόμοια. Ό,τι βλέπουμε δεν είναι θαλασσοδάνειο από μιαν υπερκχειλίζουσα πραγματικότητα που προσφέρεται δωρεάν -αντίθετα είναι κατασκευασμένο ως την τελευταία του λεπτομέρεια, σύμφωνα, δηλαδή, με την αξεπέραστη αρχή της δημιουργίας: όσο πιο πλαστό το παριστώμενο τόσο πιο σύμφωνο με την ουσία των πραγμάτων.
Ως εκ τούτου, η κεντρική ιστορία μπορεί να είναι απλή: δύο ερωτευμένοι νέοι, άτομα που γυρεύουν ο καθένας μέσα στον άλλον ό,τι του λείπει, στήνουν τις γνωστές εχθροπραξίες κι αντί να βγάλουν τα μάτια τους μόνοι τους, ζητούν «ξένα χέρια»για τη λύση του δράματος. Ξέρουμε τι καραδοκεί: αισθηματολογία, λαϊκισμός, γραφικότητα. Ξεσκολισμένος σε αυτές τις παγίδες, ο Παναγιωτόπουλος βγάζει από τον κόρφο του μια σειρά δυνατά καθαρτικά ενώ σε ανάλογες προσπάθειες τρίτων, «από πολύ νωρίς ήταν πολύ αργά», εδώ τα πρόσωπα είναι άθιχτα μέσα στην κοινοτοπία τους- έχουν ομιλία, κίνηση, χνότο εντοπιότητας. Σχεδόν δεν χορταίνεις να βλέπεις αυτό που ήδη έχεις δει χιλιάδες φορές. Χρειάζεται πολλή σκέψη για να προικίσεις κάτι με τη αφελή πειστικότητα του άμεσου χωρίς να περιπέσεις στις γνωστές σαθρότητες.
ayti2.jpgΈπρεπε με άλλα λόγια να δοθεί εξαρχής ένα μάθημα οπτικής ηθικής, γι’ αυτό το εισαγωγικό μέρος παρατραβάει, με κίνδυνο να ακούσουμε να τρίζει το αφηγηματικό φιτίλι. Η αφήγηση θα σωθεί από τα σκυλάδικα της επαρχίας. Μιλάμε για σωτηρία επειδή εκεί παραμόνευε η μεγάλη γκάφα. Μια δύο κινήσεις αν πήγαιναν στραβά, λίγο αν την ψώνιζε η κάμερα, μετά δεν θα την έσωζε ούτε ο Θεός ο ίδιος. Παραταύτα, ο Παναγιωτόπουλος καθάρισε μετά πολλών επαίνων. Για πρώτη φορά -με πιθανή εξαίρεση την ταινία του Τάσου- ο υποχθόνιος κόσμος της υποκοσμικής πορνοδιασκέδασης μπήκε στο σωστό πλαίσιο (έστω και χωρίς σπασίματα πιάτων). Το κούρδισμα εκεί είναι μαεστρικό, όσο για το τρίλεπτο του Διαλεγμένου, λήστεψε κυριολεκτικά το ταμείο.
Πλην όμως εκεί είναι και η αδυναμία της ταινίας. Το δέος των κέντρων παραείναι βαθύ για να δέσει με τα πρόσωπα των ερωτευμένων, με αποτέλεσμα να τα «πατάει» κάπως, αν δεν τα καθιστά ανούσια για ένα διάστημα. Όταν παίρνεις τα αυγά και τα ρίχνεις πάνω στην πέτρα, δεν υπάρχει σπινθήρας. Ο Παναγιωτόπουλος βέβαια μάζεψε τις καταστάσεις όσο μπόρεσε, καταμέτρησε τις εντάσεις για να μην προδοθεί η κεντρική Ιστορία. Ωστόσο, οι ερωτευμένοι του είναι πολύ καλά παιδιά, δεν εμπνέονται από το κακό ούτε μπορούν να το στρέψουν καταπάνω τους. Αν θυμηθούμε μια ανάλογη σκηνή στο «Κάτω από το ηφαίστειο», θα γίνει φανερή η διαφορά. Όταν επιστρέφουμε στο γαλατάδικο, ο εφιάλτης έχει περάσει πια, αλλά τα δύο πρόσωπα δεν φέρουν κανένα ίχνος ωρίμανσης από την περιπέτεια. Πάλι ο καθηγητής, πάλι ο Μίλτος κ.λ.π.
Άρα ο θαυμαστής του Παναγιωτόπουλου δικαιούται να αναρωτηθεί: γιατί το «έσκασε» ο προικισμένος σκηνοθέτης από το τέλος της ταινίας του; Η ιδιοσυγκρασία του σκηνοθέτη είναι η μόνη απάντηση. Για όσους γνωρίζουν την κινηματογραφική του πορεία, είναι φανερό ότι ο Παναγιωτόπουλος βλέπει τις ταινίες του και λίγο σαν σεμινάρια για αυστηρούς θεατές. Δεν είναι ο ταπεινός μάστορης που αναπτύσσει με τα πρόσωπα σχέσεις συνενοχής -αντίθετα διαπνέεται από μια εκρηκτική υπεροψία, η οποία έχει ως πιστεύω τον ίδιο τον κινηματογράφο. Υπ’ αυτή την έννοια, η ταινία αποτελεί μάλλον μιαν απάντηση σε ομότεχνους παρά ένα ερωτικό άσμα που περνάει από του λιναριού τα πάθη για να δέσει και να μεστώσει. Ο Παναγιωτόπουλος ανάλωσε όλη του την προσπάθεια να βρει το σφυγμό αυτού που όλοι ονομάζουμε ντόπιο ήθος χωρίς να μπορούμε να το ορίσουμε. Αυτό βρήκε τρόπο να εκφραστεί, και είναι κεφαλαιώδες. Όσοι λοιπόν αναρωτιούνται γιατί δυσκολεύεται η αφήγηση να επιστρέψει στο γαλατάδικο από τη χιονισμένη επαρχία, η απάντηση είναι μια: το ζήτημα είναι ότι κατάφερε να πάει έως εκεί.

[Δημοσιεύτηκε στην εφ. Επενδύτης, Σάββατο 22 - Κυριακή 23 Ιανουάριος 2000]