του Ευγένιου Αρανίτση
thanasis-veggos.jpg

Ορισμένοι (κυρίως γυναίκες, νομίζω) βρίσκουν τον Βέγγο ανυπόφορο, τους μεταδίδει το άγχος της ανέφικτης ανάπαυλας. Προσλαμβάνουν τη διέγερσή του σαν έργο του μηχανισμού της υστερίας. Εγώ ανήκω σ’ εκείνους που θεωρούν τον ηθοποιό αυτό ιδιοφυή, έναν από στους σημαντικότερους κωμικούς της Ευρώπης. Παρακολουθώ τις ταινίες του που ξαναπροβάλλονται από την τηλεόραση και νιώθω έντονα την ίδια εκείνη εφηβική οξυγόνωση που σχετίζεται με την απελευθέρωση της παγιδευμένης πλήξης: έχω την αίσθηση ότι, σε έναν κόσμο απαθών, επιτέλους κάποιος κάνει κάτι! Αυτές οι δίνες, αυτός ο ίλιγγος,  η σκοτοδίνη αυτή επιδρούν θεραπευτικά. Ο Βέγγος είναι σαμάνος. Το σώμα και το πνεύμα του, η ψυχοσωματική του ενότητα, υφίστανται ως ο τόπος παραγωγής μικρών στιγμιαίων στροβίλων συγκίνησης που απορροφούν την κατάθλιψη. (Κατάθλιψη ίσον απώθηση του τραυματικού γεγονότος).
Όπως και ο Λουί ντε Φινές, πρώτος του εξάδελφος, αλλά με τρόπο πολύ λιγότερο θεατρικό, ο Βέγγος κινείται αδιάκοπα, σαν σ’ ένα ανάποδο μετατονισμό -προηγείται σχεδόν του πλάνου που τον φιλοξενεί. Αναγκάζει την κάμερα να τον κυνηγάει. Όπως σοφά παρατήρησε ο Χρήστος Βακαλόπουλος, ο Βέγγος παρασύρει τον κινηματογράφο έξω από το στούντιο, έξω από το αγοραφοβικό περιβάλλον της αστικής, νεόπλουτης Αθήνα του ’60, μακριά από το σύνθετο και τον καναπέ, στο δρόμο, στις γειτονίες που πεθαίνουν: το ίδιο του το σώμα σκηνοθέτησε το κύκνειο άσμα της αληθινής πόλης, αυτής που έμελλε να υπάρξει, έκτοτε, ολόκληρη, σαν ένα πανόραμα του κιτς (αν μιλάμε για την τηλεόραση και, αν μιλάμε για κινηματογράφο), σαν έναν σκηνικό γερμανικό, γαλλικό, αμερικάνικο.
veggos2.jpg
Σύμφωνα με τον Βακαλόπουλο, αν ο Βέγγος τρέχει και δεν σταματάει είναι επειδή ένας απόλυτα αληθινός, μονολότι ασυνείδητος, πυρήνας, μέσα του, καταδιώκεται από το άγχος της επερχόμενης πλαστότητας του κόσμου, καταδιώκεται από την νέα χωροταξία του διαμερίσματος -κλουβί, από τα καινούργια ήθη της πανταχόθεν εκθειαζόμενης ατομικότητας, από τη ρήξη της κοινωνίας με τα πρόσωπα. Καταδιώκεται από την ανατέλλουσα κυριαρχία ενός γραμμικού χρόνου που συντρίβει τις λόξες της υποκειμενικότητας. Είναι ένας άνθρωπος που αδυνατεί να σταθεί και να ονειροπολήσει, οπότε μετατρέπει την ίδια του την ονειροπόληση σε φυγή. Μέσα στο πανδαιμόνιο, το σώμα του Βέγγου ονειρεύεται την απρόσιτη γαλήνη, ένα λίκνο πέραν των αντιθέσεων.

Σε τούτη την ευλογοφανή υπόθεση θα προσθέσω τη δική μου, κάπως πιο «ψυχολογική» όπως πάντα: ο Βέγγος τρέχει διότι κάτι ψάχνει. Θα παρατηρήσετε πως πάρα πολλοί κωμικοί, σ’ όλο τον κόσμο, τρέχουν πάνω κάτω, περιφέρονται, αλωνίζουν και γιατί άραγε, ειδικά το τρέξιμο του Βέγγου να 'ναι τόσο ξεχωριστό; Θα πω, εδώ, το κοινότυπο πως αυτό που ψάχνουν οι κωμικοί είναι η λύση του προβλήματος της ταυτότητας («ποιος είμαι», «που πάω», «τι γυρεύω εδώ», «γιατί κάνω ότι κάνω» κ.λπ.) και ιδού γιατί το σενάριο θέλει ν’ αλλάζουν διαρκώς επαγγέλματα (Τζέρι Λουι): ο Βέγγος ψάχνει όχι τη λύση ενός αινίγματος αλλά την απάντηση σε μια απλή ερώτηση: «Πώς θα γυρίσω πίσω»; Πώς θα ξαναβρεθώ στο σημείο Α. Εξ’ ου ο Βέγγος, εν αντιθέσει προς τους άλλους κωμικούς αυτής της κατηγορίας, κινείται ρωτώντας.
Ο Βέγγος ταξιδεύει εδώ και εκεί, διαγράφει ομόκεντρους κύκλους, ελίσσεται, πηδάει, μπαινοβγαίνει σε σπίτια, χτυπάει πόρτες, σκαρφαλώνει και αιωρείται στο κενό ρωτώντας: «Μήπως ξέρετε...» Μήπως ξέρουν αυτόν, μήπως είδαν εκείνη, μήπως μπορούν να του πουν που θα βρει, που θα δει, που θα συναντήσει: πώς θα διακρίνεις τους σηματοδότες ώστε να διανύσει τη διαδρομή αντίστροφα. Είναι κάποιος που «χάθηκε». Δεν είναι νομάς, περιπλανώμενος, τυχοδιώκτης ή τρελός, είναι ένα παιδί, που δε βρίσκει το δρόμο της επιστροφής, και να γιατί ρωτάει διαρκώς. Η ερώτηση, το επιφώνημα, είναι το κατώφλι της μητρότητας.
veggos3.jpg
Αν και αποτελεί μια φιγούρα κατ’ εξοχήν σωματική, το γεγονός ότι παραμένει φορέας του ερωτώντος Λόγου, ότι κουβαλάει μαζί του όχι το δέον μιας διευθέτησης αλλά το βάρος μιας απορίας, τον κάνει ελαφρύ, διάφανο -παρά τη σπασμωδική μεσολάβηση στη ροή των πραγμάτων (πάντα το ασύμπτωτο μοχλού και κίνησης που διακρίνει ο Κλάιστ σ’ εκείνη την περίφημη παρατήρηση για τη μαριονέτα!) έχει κομψότητα χορευτή, καλλιτέχνη. Η ιδιοφυία του εγγράφεται στο κατόρθωμα του να ταξιδεύεις διασχίζοντας την οθόνη με ολόκληρο το σώμα σου, δηλαδή και με το πρόσωπο. Το πρόσωπο και η φωνή του Βέγγου είναι στοιχείο που δεν μπορεί κανείς να αντιδιαστείλει προς το σώμα –μηχάνημα, όπως συμβαίνει σε τόσες πολλές περιπτώσεις -αν κάτι υπερλειτουργεί, εδώ, δεν είναι τα πόδια του, τα χέρια, οι ώμοι, το κεφάλι, αλλά μια ασίγαστη εκφραστική ομιλία μαζί με το μυϊκό της σύστημα.
Στην ομιλία αυτή, ως προς την οποία η υστερική μετακίνηση χρησιμεύει μόνο φαινομενικά σαν υπόβαθρο, αντηχεί σταθερά η θλίψη της εξορίας, το άγχος, το τρόμος της αδύνατης παλινδρόμησης. Είναι φως φανάρι ότι ο Βέγγος έχει διωχτεί, εναρκτηρίως, από τον παράδεισο.

Ποια ακριβώς συγκυρία εντοπίζεται στο σταυροδρόμι αυτού του εξοστρακισμού, κι αν πρόκειται για μια χαμένη αγκαλιά, για το βάλσαμο πάνω σε κάποια άλυτη σύγκρουση της παιδικής ηλικίας, δεν το γνωρίζω, κι ίσως να μην το ξέρει ούτε ο ίδιος ο Βέγγος, όμως πρόκειται, οπωσδήποτε, για έναν πόθο παλιννόστησης. Έτσι ο κωμικός γίνεται ο αρχιτέκτονας, ο σκηνογράφος της αυθεντικής Αθήνας, όπως αυτή ξετυλίγεται στο φανταστικό μας, δηλαδή μιας πόλης χτισμένης για να αποτρέπει την έξοδο προς τα πίσω, την Επιστροφή στο επέκεινα της Αγάπης.
Δαίδαλος γίνεται η Αθήνα για τον Βέγγο όχι εξαιτίας του ότι μπερδεύονται τα σοκάκια της στο νου λόγω σύγχυσης, αλλά επειδή οι άνθρωποι αρχίζουν να μοιάζουν όλο και περισσότερο μεταξύ τους, όπως και τα σπίτια.
veggos1.jpg
Αυτό διαφαίνεται στο ότι η ταχύτητα του κωμικού εξουδετερώνει τη διάκριση, δεν υπάρχει χρόνος για διάκριση, ο Βέγγος ρωτάει τους πάντες αδιακρίτως, του φαίνονται όλοι ίδιοι, πλέει μόνος του αντίθετα απ’ τα κύματα της εξατομίκευσης. Κινείται τόσο γρήγορα, ώστε βλέπει τους άλλους ακίνητους, κι αυτό τον πανικοβάλλει. Κάθε που σταθμεύει, για ένα δευτερόλεπτο, το πρόσωπο του, πρόσωπο ανεπανάληπτο, πρόσωπο πολύ όμορφο αν και άσχημο, εν ολίγοις πρόσωπο τόσο δραστικά σημαδεμένο από τον πυρετό του νοήματος, γίνεται, δίχως υπερβολή, μια μνημειώδης μάσκα λύπης, μελαγχολίας. Ο Βέγγος είναι το παιδί που έχασε τη μάνα του μέσα στο πλήθος και ο ρόλος που του επιφύλαξε η Ιστορία ήταν να ταυτίσει αυτή τη μάνα με την πόλη, όπως έκαναν και κάνουν οι ποιητές (πρόκειται πάντα είτε για την Πόλη είτε για τη Φύση).
Μέσα σε τούτη την παροιμιώδη μελαγχολία –πάγια χαρακτηριστικό των Μεγάλων Κωμικών- κοιμάται η νοσταλγία όλων μας για έναν κόσμο τρυφερότητας που παρήλθε -τα σούρτα φέρτα του Βέγγου αποτελούν αντιπερισπασμό ώστε να μην ξυπνήσει η θερμή αυτή χαύνωση και έρθει απότομα αντιμέτωπη με τον εφιάλτη. Το βαθύτερο θέμα του Βέγγου είναι ο ανολοκλήρωτος απογαλακτισμός. Καθώς ανακατεύονται με τα πλήθη, καθώς το σώμα του (συν το πρόσωπο συν τη φωνή) αγωνίζεται να μετατρέψει την αλλοφροσύνη σε ερώτημα, ο δαιμονικός καλπασμός, διασώζει κάτι απ’ το κλάμα του νήπιου που βρέθηκε πρόωρα στην τρέλα των αυτοματισμών. Πράγματι, σε μια ταινία του, ξεχνάει που μένει, που βρίσκεται το σπίτι του, και καταλήγει να κοιμηθεί μέσα σε μια βιτρίνα.

Η ίδια η βιτρίνα είναι το φέρετρο του νεκρού, πράγματος, του νεκρού εμπορεύματος -ένας κόσμος γεμάτος βιτρίνες μοιάζει μακάβριος (γι’ αυτό τις στολίζουν όσο πιο γιορταστικά γίνεται) και ο Βέγγος το διαισθάνεται: να γιατί εκθέτει το σώμα του, το πρόσωπο του, υπό μορφή εμπορεύματος. Σα να λέει: Αν δε βρω εγκαίρως το δρόμο του γυρισμού, αν σταματήσω να τρέχω, θ’ αποκοιμηθώ ονειρευόμενος την Αφετηρία και το ξύπνημα θα είναι απογοητευτικό. Ας γίνω καλύτερα θέαμα, ας γίνω εικόνα που δεν αισθάνεται. Πρέπει λοιπόν να είσαι αδιάκοπα ξύπνιος, να μην αποκοιμηθείς ώστε να μη χρειαστεί να ξυπνήσεις. Αυτό ονομάζεται Εγρήγορση! Κατ’ ουσίαν, οι ταινίες του Βέγγου είναι πολιτικές.
Δεν τον συνάντησα ποτέ αλλά τον θαυμάζω και τον αγαπάω απεριόριστα. Μέσα μου, το «πότε» αυτό είναι το «πάντα» σε ώρα ανάπαυσης.

(δημοσιεύτηκε στην εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία , 23 Ιανουαρίου 2000)