mr-bean.jpg

Μέσα από μια τηλεοπτική σειρά δεκατριών επεισοδίων, η Βρετανία απέκτησε ένα κωμικό αστέρι με πρωτοφανή διεθνή απήχηση. Το γεγονός ότι η κωμική πλοκή εκτυλίσσεται ουσιαστικά «χωρίς λόγια», βασισμένη μόνο στη σωματική έκφραση, έχει βοηθήσει στο ξεπέρασμα των γλωσσικών συνόρων.
Ο «ανθρωπάκος» που επινόησε και ερμηνεύει ο ηθοποιός Ρόουαν Άτκινσον/ Rowan Atkinson  έχει κάποια κοινά στοιχεία με το Τσάρλι Τσάπλιν και τον Μπάστερ Κίτον, είναι όμως πιο ανησυχητικός από εκείνους. Είναι ένα αγοράκι στο σώμα ενός μεγάλου άντρα -ευάλωτος, γιατί κανείς δεν τον προστατεύει, επικίνδυνους, γιατί κανείς δεν φροντίζει να φυλάγεται απ’ αυτόν. Περιδιαβαίνει τον κόσμο, αντιμετωπίζοντας τα πάντα με τρομακτική αθωότητα και σκανδαλιάρικη περιέργεια –ακόμα και τον εαυτό του στον καθρέφτη τον παρατηρεί γεμάτος απορία, σαν να βλέπει εξωγήινο. Προσπαθεί να τηρήσει τους συμβατικούς κανόνες, αλλά καταφέρνει πάντα να τους γελοιοποιεί, γιατί μέσα στο σχεδόν αυτιστικό κόσμο του δεν τους καταλαβαίνει και δεν τους σέβεται. Αντίθετα, με μια παιδιάστικη κατεργαριά, διασκεδάζει όταν διαπιστώνει πόσο εύκολα καμιά φορά μπορεί να τη γλιτώνει και να επωφελείται από τις παγίδες των συμβάσεων.
Η μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία οδήγησε, όπως συχνά συμβαίνει, από τη μικρή οθόνη στη μεγάλη. Με την ταινία «Bean» ο Μίστερ Μπιν ετοιμάζεται να κατακτήσει την πιο δύσκολη αγορά: την αμερικάνικη. Γιατί η χώρα που εξάγει μαζικά τα τηλεοπτικά και κινηματογραφικά προϊόντα της κατακλύζοντας τις αγορές σε όλο τον κόσμο, είναι εξοργιστικά απορροφημένη από τον εαυτό της και αφιλόξενη για τα προϊόντα των άλλων χωρών. Ο Ρόουαν Άτκινσον είχε παρουσιάσει το 1986 ένα σόου στο Μπρόντγουεϊ, το οποίο όμως δεν έγινε ευνοϊκά δεκτό από την κριτική. Ο τηλεοπτικός Μίστερ Μπιν έχει και στις ΗΠΑ το φανατικό κοινό του, δεν είναι όμως γνωστός, στους πάντες όπως συμβαίνει αλλού. (…)
Ο στόχος «κατάκτηση της αμερικανικής αγοράς» φαίνεται σαφώς και στην πλοκή της ταινίας, που, αν και βρετανικής παραγωγής, εκτυλίσσεται στις ΗΠΑ. Ο κύριος Μπιν «πηγαίνει Αμερική». Φτάνει στο Λος Άντζελες σταλμένος από τη Ρόγιαλ Γκάλερι του Λονδίνου, για να παρουσιάσει τον περίφημο πίνακα «Whistler’s mother». Οι υπεύθυνοι της Βασιλικής Πινακοθήκης θέλουν έτσι να απαλλαγούν από τον μπελαλίδικο υπάλληλο τους, που περιέργως έχει την εύνοια του προέδρου του Δ.Σ. (στον ρόλο ο Τζον Μιλς).
Στο Λος Άντζελες τον περιμένει ένας πολυεκατομμυριούχος απόστρατος στρατηγός (Μπαρτ Ρέινολντς) που έχει αγοράσει τον πίνακα για να τον δωρίσει σε τοπική γκαλερί. Περιττό να πούμε ότι από τη στιγμή που ο Μίστερ Μπιν πατάει το πόδι του στον Νέο Κόσμο οι καταστροφές διαδέχονται η μια την άλλη και δεν γλιτώνει ούτε η, ζωγραφισμένη, «μητέρα του Γουίστλερ».
Στη Βρετανία το φιλμ, έχει ήδη αρχίσει να προβάλλεται από τα μέλη Αυγούστου και εισπρακτικά πάει πολύ καλά. Οι Βρετανοί κριτικοί ωστόσο δεν του επιφύλαξαν καλή υποδοχή, ακόμα και εκείνοι που τους αρέσει ο τηλεοπτικός Μίστερ Μπιν. Γιατί ο διεθνώς δημοφιλής «ανθρωπάκος» έχει στην πατρίδα του αρκετούς επικριτές, που θεωρούν το χιούμορ του «αηδιαστικό» και «αρρωστημένο», όπως έγραψε ο κριτικός των «Σάντει Τάιμς». Πιστεύουν ότι ο προικισμένος Ρόουαν Άτκινσον, που ανήκει στη γενιά των «διαδόχων» των Μόντι Πάιθονς, υποβιβάζει τον εαυτό του με αυτό τον ρόλο, σε σχέση με παλιότερες δουλειές του, όπως π.χ. η σειρά «Μαύρη Οχιά» (που επίσης έχουμε δει στην Ελλάδα από το κανάλι Seven X), μια πολύ τολμηρή και σαρκαστική παρωδία των σχολικών εγχειριδίων βρετανικής ιστορίας. Οι δημιουργοί της ταινίας γράφει ο Μάθιου Σούιτ στον «Ιντιπέντεντ», «στοχεύοντας σε ένα προϊόν που θα καταναλώνεται το ίδιο εύκολα στην Αμερική, στην Αρμενία ή στην Αγκόλα, κατέληξαν σε κάτι λιγότερο από τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή».
Για όσους ωστόσο αγαπούν τον Μίστερ Μπιν και αυτοί είναι απείρως περισσότεροι από τους επικριτές του, η ταινία περιέχει μερικά «κομμάτια ανθολογίας», σκηνές όπου ο άντρας-παιδί μετατρέπει σε απίστευτες περιπέτειες απλές καθημερινές δραστηριότητες. Η επιτυχία του φιλμ στη Βρετανία και σε άλλες χώρες όπου έχει
αρχίσει να παίζεται δείχνει ότι οι θαυμαστές του τηλεοπτικού Μίστερ Μπιν είναι διατεθειμένοι να κάνουν για χάρη του το « κρίσιμο» βήμα από την πολυθρόνα του σαλονιού ως την είσοδο του κινηματογράφου. Το αν θα κερδηθεί το στοίχημα της Αμερικής είναι ένα ερώτημα που σύντομα θα απαντηθεί, ίσως όμως η ταινία να ήταν καλύτερη αν οι δημιουργοί της δεν είχαν δώσει τόση έμφαση σ’ αυτό.

(Δημοσιεύτηκε στην εφ. Η Καθημερινή, Κυριακή,  28 Σεπτεμβρίου 1997)